Απάντηση σε αναφορά Λαμπρόπουλου για τις αγωγές της Κτηματικής Υπηρεσίας στη Δυτική Παραλία

Απάντηση σε αναφορά Λαμπρόπουλου για τις αγωγές της Κτηματικής Υπηρεσίας στη Δυτική Παραλία

Απάντηση σε αναφορά του βουλευτή Μεσσηνίας, Ιωάννη Λαμπρόπουλου, για την περιοχή της Δυτικής Παραλίας Καλαμάτας, δίνει ο υφυπουργός Οικονομικών, Απόστολος Βεσυρόπουλος.

Όπως αναφέρει: «Σε απάντηση της με αριθμ. πρωτ. 283/24.10.2019 αναφοράς που κατέθεσε ο βουλευτής, Ι. Λαμπρόπουλος, σας γνωρίζουμε τα εξής:

Α. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθ. 7Α του ν. 2971/2001 (ΦΕΚ Α΄, 285), όπως αυτό προστέθηκε με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθ. 11 του ν. 4281/2014, ο επανακαθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού, παραλίας ή παλαιού αιγιαλού πραγματοποιείται, κατόπιν αίτησης κάθε ενδιαφερομένου και προσκόμισης εκ μέρους του στην αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία, φακέλου με πλήρη στοιχεία, που να αποδεικνύουν το σφάλμα του πρώτου καθορισμού. Επίσης, ανεξάρτητα από την κτηματολογική διαδικασία και τη δυνατότητα επανακαθορισμού, εφαρμογή δύνανται να έχουν και οι διατάξεις του άρθ. 8 του ν. 1539/1938 (η παρ. 1 του οποίου αντικαταστάθηκε με το άρθ. 24 του Ν. 2732/99, ΦΕΚ Α 154/30-07-1999).

Β. Ως προς τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης, σας αναφέρουμε τα ακόλουθα, σύμφωνα με την ενημέρωση που λάβαμε από την Κτηματική Υπηρεσία Μεσσηνίας:

1. Τα όρια αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού στην περιοχή της Δυτικής Παραλίας Καλαμάτας έχουν καθοριστεί διοικητικώς δυνάμει της αποφάσεως Ν.48/1987 του τότε μετακλητού νομάρχη Μεσσηνίας, το δε αναλυτικό ιστορικό της υπόθεσης του διοικητικού καθορισμού εκτίθεται στην από 28-06-2018 έκθεση της Κτηματικής Υπηρεσίας Μεσσηνίας. Η τελευταία, κατά το παρελθόν, έχει αρμοδίως εκθέσει εγγράφως προβληματισμούς της σχετικά με την έννοια του παλαιού αιγιαλού, τις κατά τη γνώμη της αρρυθμίες οι οποίες προέκυπταν από τη διοικητικά παγιωμένη εθιμοτυπία των οικείων διοικητικών καθορισμών, καθώς και προτάσεις νομοθετικών ρυθμίσεων, προκειμένου να μην τεθούν υπό διακύβευση έννομα περιουσιακά αγαθά, τόσο ιδιωτών όσο και του Ελληνικού Δημοσίου.

2. Κατά την πάγια νομολογία, τόσο του Αρείου Πάγου όσον και του Ν.Σ.Κ., ο παλαιός αιγιαλός αποτελούσε μέχρι και τη θέσπιση του Ν.4607/2019 μέρος της ιδιωτικής κτήσεως του Ελληνικού Δημοσίου (fiscus), δεκτικό συναλλαγής και όχι πράγμα κοινόχρηστο. Η Κτηματική Υπηρεσία Μεσσηνίας από συστάσεώς της και διαχρονικά είχε την άποψη ότι ο διοικητικός καθορισμός αυτού έπρεπε να λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της αυστηρής γραμματικής ερμηνείας των διατάξεων του νόμου, ήτοι να αναζητείται η θέση αυτού κατά το χρονικό ορίζοντα του έτους 1884, να οριοχαράσσεται στην εν λόγω θέση και μόνο εάν δεν υφίστανται κατοχές ιδιωτών, να χαράσσεται εσώτερον της γραμμής του έτους 1884. Η συγκεκριμένη Υπηρεσία είχε σχετικώς εκφράσει τις απόψεις της, με αφορμή την επίκαιρη τότε οριοχάραξη ορίων αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού στην περιοχή από τις εκβολές του ποταμού Παμίσου, έως και το παλαιό Τελωνειακό Κατάστημα Μπούκας Μεσσήνης, για την οποία σημειωτέον είχε προταθεί καθορισμός γραμμής παλαιού αιγιαλού σε βάθος μέχρι και 400 μέτρων από ακτογραμμής.

Από την εν λόγω παρέμβαση είχε προκύψει η έκδοση της υπ’ αριθμόν 207/1994 Γνωμοδότησης του Ν.Σ.Κ., η οποία όρισε ότι του διοικητικού καθορισμού ορίων παλαιού αιγιαλού θα πρέπει να προηγείται έρευνα τίτλων των κατεχόντων εδαφικά τμήματα υποδεικνυόμενα προς διάληψη εντός των ορίων αυτού.

3. Εν τούτοις, η Κτηματική Υπηρεσία Μεσσηνίας κλήθηκε υπό δέσμια αρμοδιότητα να προτείνει την επίλυση του προβλήματος ενώπιον της Ελληνικής Δικαιοσύνης κατά την τακτική διαδικασία, μολονότι επί του θέματος του καθορισμού παλαιού αιγιαλού εξέφραζε διαχρονικά άποψη διαφορετική σε σχέση με την κρατούσα στη Διοίκηση.

4. Υπό τις συνθήκες αυτές η Κτηματική Υπηρεσία Μεσσηνίας, πρόθυμα και ως οφείλει, παρέχει σε όσους εγείρονται εναντίον τους ή πρέπει να εγερθούν αγωγές, οποιοδήποτε σχετικό στοιχείο από το αρχείο της, προκειμένου να οργανώσουν την ενώπιον των Δικαστηρίων άμυνά τους και σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε εκ μέρους της μεθόδευση που να αποσκοπεί υστερόβουλα στο να στερήσει τη δυνατότητα επαρκούς άμυνας στον καθέναν ξεχωριστά, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αναφορά. Καμία δε συσχέτιση της ανάγκης επίλυσης των εμπράγματων αμφισβητήσεων της Δυτικής Παραλίας Καλαμάτας δεν είναι δυνατόν να υπάρξει προς ενδεχόμενη πρόθεση επέκτασης του πολεοδομικού σχεδίου Καλαμάτας (μη γνωστή εξάλλου στην Κτηματική Υπηρεσία Μεσσηνίας), ή με ενδεχομένη επίσης πρόθεση μεταφοράς του Λιμένα Καλαμάτας στην περιοχή.

Σημειωτέον ότι οι εγειρόμενες εμπράγματες αγωγές κατ’ άρθρο 6, παράγραφος 2, του Ν.2664/1998, θα παράγουν στη Διοίκηση την υποχρέωση εγέρσεως αγωγών ενοχικών αξιώσεων κατ’ άρθρο 7, παράγραφος 2, του αυτού Νόμου, δυναμένων να εγερθούν μάλιστα σε χρονικό ορίζοντα εικοσαετίας από της οριστικοποιήσεως των προσωρινών εγγραφών του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμάτας.

5. Όπως έχει πληροφορηθεί η Κτηματική Υπηρεσία Μεσσηνίας, το θέμα της μη εγέρσεως αγωγών λόγω παλαιού αιγιαλού στη Δυτική Παραλία Καλαμάτας είχε αχθεί και ενώπιον της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ. με σχετική πρόταση, που δεν έγινε δεκτή κατά πλειοψηφία.

6. Σε κάθε περίπτωση, η Κτηματική Υπηρεσία Μεσσηνίας κατανοεί ότι η έγερση αγωγών υπό την τρέχουσα πραγματική κατάσταση συνεπάγεται επιβαρύνσεις για τους εναγόμενους, αλλά, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ενεργεί εν προκειμένω υπό δέσμια αρμοδιότητα».