Οι νεότερες γενιές στην πανδημία του κορωνοϊού

Οι νεότερες γενιές στην  πανδημία του κορωνοϊού

Είναι γνωστό ότι τα συμπτώματα της λοίμωξης από κορωνοϊό δε διαφέρουν από εκείνα του ενήλικα και συνοψίζονται σε πυρετό, πονοκέφαλο, ερεθισμένο φάρυγγα, βήχα, ναυτία με ή χωρίς έμετο, διάρροια και την αδυναμία. Εντούτοις, τα παιδιά πιο συχνά από τους ενήλικες είναι συμπωματικά, δηλαδή ενώ κουβαλούν πάνω τους τον ιό, αυτός δεν μπορεί να τα καταβάλει και δεν παρουσιάζουν συμπτώματα, γιατί πιθανά παρουσιάζουν ισχυρότερη άμυνα. Για το λόγο αυτό διεθνώς η συντριπτική πλειοψηφία των συμπτωματικών κρουσμάτων (95%) αφορούν ενήλικα άτομα και αν τα παιδιά νοσήσουν, θα έχουν συνήθως μια πιο ήπια εξέλιξη της νόσησης. 

Στις ΗΠΑ το ποσοστό των θανάτων στην παιδική και εφηβική ηλικία αποτελεί το 0.1% των συνολικών θανάτων από κορωνοϊό. Οι έφηβοι ηλικίας 10-17 ετών επιβαρύνονται περισσότερο από τα παιδιά, χωρίς όμως να παρουσιάζουν σοβαρή νόσο. Τα παιδιά, όμως, με υποκείμενα νοσήματα μπορεί να απαιτηθεί να νοσηλευτούν σε νοσοκομείο, σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας διασωληνωμένα ή και να μην καταφέρουν τελικά να επιβιώσουν. Παιδιά με γνωσιακές ή αναπτυξιακές δυσλειτουργίες αποτελούν την πρώτη ομάδα που μπορεί να επιβαρυνθεί από τον κορωνοϊό, γιατί συχνά παρουσιάζουν παράλληλα ανεπαρκή καρδιοαναπνευστική λειτουργία, ενδοκρινικές και μεταβολικές διαταραχές, καθώς και προβλήματα θρέψης. Στα παιδιά έχει, επίσης, περιγραφεί ένα πολυσυστηματικό φλεγμονώδες σύνδρομο, το οποίο όμως τις περισσότερες φορές δεν είχε μοιραία κατάληξη.

Από τα διαθέσιμα στοιχεία διεθνώς κατά την εποχή του lockdown όλα τα παιδιά είχαν μολυνθεί από ένα ενήλικο μέλος της οικογένειάς τους. Για την πρόληψη της μετάδοσης στα σχολεία μεταξύ των μαθητών, σε πολλές χώρες έχει υιοθετηθεί η καθημερινή θερμομέτρησή τους, η δραστική μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη, η αποφυγή συγχρωτισμού μεταξύ των τάξεων και το διαφορετικό ωράριο ανά τάξη.

Τα μέτρα είναι πιο χαλαρά στα παιδιά μικρής ηλικίας λόγω του χαμηλότερου κινδύνου νόσησης που έχουν. Στη συντριπτική πλειοψηφία όλες οι χώρες απαιτούν τη χρήση μάσκας προσώπου.

Δεν έχει ακόμη αποδειχθεί ότι με το άνοιγμα των σχολείων παρουσιάζεται ταυτόχρονα και αύξηση των κρουσμάτων της πανδημίας, γιατί τα διαθέσιμα μέχρι τώρα στοιχεία είναι αντιφατικά. Οι μελέτες, όμως, έχουν δείξει ότι η τηλεμάθηση δεν υποκαθιστά πλήρως τη φυσική διδασκαλία και για το λόγο αυτό η εικονική θα πρέπει να υιοθετείται σε καταστάσεις κρίσεων. Τέλος, τα κλειστά σχολεία επιβαρύνουν περισσότερο τα παιδιά που προέρχονται από οικονομικά ευαίσθητες οικογένειες και εκείνα που παρουσιάζουν αναπτυξιακές ιδιαιτερότητες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα σχολεία έχουν θεμελιώδη προσφορά, όχι μόνο για τη μετάδοση της γνώσης, αλλά και για την κοινωνική εκπαίδευση των νέων μελών μιας κοινότητας. Οι κοινές δραστηριότητες μεταξύ των μαθητών και η καθημερινή αλληλεπίδραση μεταξύ τους συμβάλλουν σε μια υγιή ανάπτυξη του συναισθήματος, της επικοινωνίας, της κοινωνικότητας, που οδηγούν στην ανάπτυξη άμιλλας και εξέλιξης των δεξιοτήτων των παιδιών. Τα κλειστά σχολεία θα οδηγήσουν πιθανά πολλά παιδιά σε κοινωνικό αποκλεισμό και αγχώδεις συνδρομές.

Ας φροντίσουμε, λοιπόν, όλοι μας, γονείς, εκπαιδευτικό και λοιπό προσωπικό των σχολείων, η Τοπική Αυτοδιοίκηση αλλά και τοπικές υγειονομικές Αρχές, να διατηρήσουν τα σχολεία ασφαλή. Τα χρειαζόμαστε ανοικτά να προετοιμάσουν με επάρκεια τις επόμενες γενιές, εφοδιάζοντας τα παιδιά με τις απαραίτητες γνώσεις, αλλά και εκπαιδεύοντάς τα στην υγιή κοινωνική συμπεριφορά.

Του Παναγιώτη Χαλβατσιώτη

Επίκουρου καθηγητής Παθολογίας Ιατρικής Σχολής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αντιπροέδρου Μελών ΔΕΠ Ιατρικής Σχολής Αθηνών