«ΘΑΡΡΟΣ» 23 Μαΐου 1901: Αι Καλάμαι ως τοποθεσία, ως πόλις και ως κοινωνία

«ΘΑΡΡΟΣ» 23 Μαΐου 1901:  Αι Καλάμαι ως τοποθεσία,  ως πόλις και ως κοινωνία

ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΞΕΝΟΥ ΠΕΡΙ ΚΑΛΑΜΩΝ

Ο επισκεπτόμενος το πρώτον τας Καλάμας καταπλήσσεται αληθώς προ των μαγευτικών καλλονών, των περικοσμουσών την πόλιν ταύτην. Η φύσις τα πάντα δαψιλώς διέχυσε καθ’ όλην την περιφέρειαν αυτής και φέρει εν δυσχερεί θέσει πάντα επισκέπτην προκειμένου να αποφανθή περί του ποίον μέρος της μαγευτικής περιφερείας των Καλαμών είναι το ωραιότερον.

Ένθεν μεν παρατηρείται το προς το φρούριον μέρος κεκοσμημένον δι’ ωραιοτάτων κήπων, σειράς ελαιώνων, χλοηφόρων ορέων και μαγευτικών τοπίων, εν μέσω των οποίων αντηχεί ο ρους του Νέδωνος και το γλυκύτατον κελάδημα της αηδόνος, και διασκορπίζεται άφθονον άρωμα της βαθυπλούτου φύσεως.

Ένθεν δε διακρίνει τις τα υγρά κέλευθα του ευρυτάτου μεσσηνιακού κόλπου, με τον έναν βραχίονα αυτού εστολισμένων δια γραφικών ορέων, καταφύτων δειράδων, ελαιοφόρων τοπίων και φαντασμαγορικών χωρίων. Αφ’ ετέρου δε εκτενή πεδιάδα, περιβαλλομένην δια ποικιλομόρφου γραφικής οροσειράς και κεκοσμημένην δια πλουσιωτάτου τάπητος εκ μαγευτικών κήπων, οικίσκων, υδάτων και χλοηφόρων πεδίων από των υπωρειών της οροσειράς μέχρι της ωραίας παραλίας, εν τω μέσω των οποίων μεγαλοπρεπώς βγαίνει ο Νέδων ποταμός, προσδίδων ιδιαιτέραν αίγλην εις το έξοχον της φύσεως θέαμα.

Το εν αλληδένδετο προς το δε, πάντα τα γραφικά ταύτα μέρη αποτελούσιν εν τω συνόλω εικόνα φύσεως απαραμίλλου κάλλους και θεσπεσίου θεάματος, κατακτώσαν τα όμματα του παρατηρητού.

Τοιαύται καλλοναί της φύσεως, περικοσμούσαι την πόλιν των Καλαμών, καθιστώσιν αυτήν μίαν εκ των σπανιωτάτων τοποθεσιών της Ελλάδος, ανωτέραν ίσως και αυτών των Ελβετικών ως προς τον πλούτον του ωραίου και του γραφικού. Εξαίσιαι λοιπόν και έκπαγλαι αι Καλάμαι ως τοποθεσία, εξετάσωμεν νυν αυτάς και ως πόλιν.

Αι Καλάμαι ως πόλις μας ήρεσαν αρκετά. Ευρίσκεται εν πρώτοις πλησίον της θαλάσσης.  Έχει λαμπράν προκυμαίαν, ήτις συν τω χρόνω εάν επιμεληθή και εξωραϊσθή, θα καταστή μία εκ των ωραιοτέρων της Ελλάδος.

Κοσμείται υπό δύο μαγευτικών λεωφόρων, διηκουσών μέχρι της θαλάσσης και κοσμουμένων δια πολλών μεγαλοπρεπών οικοδομών, αίτινες συνεχώς πολλαπλασιάζονται, προμηνύουσαι εντός σμικρού να καταστήσωσιν αυτάς τοιαύτας οίας ίσως εις ουδεμίαν άλλην πόλιν της Ελλάδος δύναται να εύρη τις.

Ωσαύτως αι Καλάμαις στολίζονται δια θεσπεσίου και μαγευτικού περιπάτου, του προς την Ακρόπολιν, ένθα ο περιπατητής καταπλήσσεται προς του μεγαλοπρεπούς της φύσεως, από τα κάλλη αυτής, το θρουν των υδάτων του Νέδωνος και τα πολυποίκιλλα κελαδήματα των πτηνών και ιδίως των αηδόνων, υμνούντων και εκθειαζόντων εν αρμονική ορχήστρα τα θέλγητρα της φύσεως. Ιδιαζόντως υπό το φέγγος της σελήνης ο αυτόθι περίπατος είναι όντως μαγευτικώτατος και τα μάλα απολαυστικός.

Επίσης αι Καλάμαι έχουσι Φιλαρμονικήν λαμπράν, Αθηναϊκώτατον Καφφενείον και Ζαχαροπλαστείον, πολύ καλά ξενοδοχεία και εστιατόρια, γυμναστήριο, εμπορικήν λέσχην κ.λπ.

Ωσαύτως αι Καλάμαι εγκλείουσι πολύ καλήν κοινωνίαν, ήτις μετά ταχύτητος βαίνει προς την πρόοδον, μιμουμένη αξιεπαίνως το παράδειγμα των άλλων της Ελλάδος πόλεων, αίτινες, πρωταγωνιστούντων εν αυταίς των Δημάρχων, των κυριών και της νεολαίας καθ’ εκάστην, ποιούσιν άλματα προόδου, κινούμενα δρώσαι μορφόμεναι και συνδεόμεναι στενώτερον καθ’ εαυτάς και προς τας άλλας πόλεις προς επίτευξιν της αληθούς προόδου και του αληθούς πολιτισμού, άτινα πάντα προαπαιτούσι δράσιν και επικοινωνίαν προς άλληλα των ατόμων και των κοινωνιών.

Ιδιαιτέρως εν τη κοινωνία των Καλαμών παρετηρήσαμεν και παρά πολλών εμάθομεν, ότι ο μεν εμπορικός κόσμος είναι εις εκ των τα μάλα διακρινομένων επί φιλοπονία και τιμιότητι εν ταις συναλλαγαίς, ο δε δικηγορικός κόσμος έχει ανυψώση το δικηγορικόν επάγγελμα εις την προσήκουσαν αυτώ περιωπήν, αγωνιζόμενος αξιοπρεπώς και φιλοπόνως προς εξυπηρέτησιν της αληθείας και των κοινωνικών συμφερόντων δι’ ο εις τους εν Καλάμαις δικηγόρους προσήκει το του Αυτοκράτορος της Ρώμης Λέοντος ρητόν περί των δικηγόρων της Γ΄  εκατονταετηρίδος, ότι οι δικηγόροι προσφέρουσι εν τη κοινωνία μεγαλειτέρας υπηρεσίας ή εάν προέτασσον τα στήθη των κατά των εχθρών της πατρίδος.

Επίσης εν τη κοινωνία των Καλαμών παρετηρήσαμεν, ότι συν τω χρόνω εκλείπουσι  τα κακοποιά στοιχεία και πλήρης ησυχία και ασφάλεια ήρχισε να επικρατή εν τη πόλει ταύτη, ήτις άλλοτε καθ’ εκάστην σχεδόν ηρίθμει εγκληματικά κρούσματα.

Αι Καλάμαι, ως πόλις, αμοιρούσι δυστυχώς τινών ουσιωδεστάτων πάσης πόλεως προσόντων. Εκτός των στενωτάτων των οδών, εις τας είδη της πόλεως και του ελαχίστου των καλών εν αυταίς οικοδομών, στερούνται 1) υπονόμων, 2) πλατείας τινός ευπροσώπου.

Ιδίως εκ τούτων το πρώτο είναι ζήτημα μεγίστης σπουδαιότητος, διότι είναι ο πρώτιστος όρος του ευ ζην εν πάση πόλει. Κατελήφθημεν, ως πας ξένος, και υμείς υπό άκρας λύπης βλέποντες τας Καλάμαις ευρισκομένας εν μαγευτική τοποθεσία, εγκλειούσας 16 χιλ. κατοίκους πλήρους ζωής και μέλλοντος, και εχούσας δημοτικάς ειπράξεις 280 χιλ. δραχ., ελυπήθημεν αληθώς και κατεπλάγημεν βλέποντες αυτάς και τους μαγευτικούς περιπάτους της πόλεως να διαυλακούνται πολλαχού υπό ρυπαρών οχετών, διαχεόντων ισχυράν δυσωδίαν και προξενούντων χειρίστην παντί εντύπωσιν. Ευχαρίστως όμως εμάθομεν ότι η κατασκευή υπονόμων είναι εν τα γίγνεσθαι και δη επί εκτάσεως 4 χιλ. στρεμμάτων, προς δε ότι κατά το νέον σχεδιάγραμμα της πόλεως καταρτισθήσεται πλησίον της πόλεως ευρυτάτη και ωραία πλατεία.

Ούτω δι’ αυτών προς δε και δια της προσεχούς εγκαταστάσεως ηλεκτρικού φωτός, ως και δια των αθρόως ανεγειρομένων ωραίων οικοδομών επί της λεωφόρου και των πέριξ αυτής, αι Καλάμαι θα παραστώσι εντός σμικρού από τας ωραιοτέρας υφ’ όλα τα επόψεις πόλεις της Ελλάδος.

Επίσης μετά περιεργείας είδομεν ότι μόνον κατά τας Κυριακάς μεταβαίνει αρκετός κόσμος εις την παραλίαν, ενώ αυτόθι ο περίπατος είναι έξοχος.

Τοιαύται είναι εν περιλήψει αι εντυπώσεις μας περί της φιλτάτης πόλεως των Καλαμών. Εν γένει η πόλις αύτη ως εκ της παρατηρουμένης αυξήσεως του πληθυσμού της, των πολυαρίθμων ανεγειρομένων οικοδομών, των ανεγερθέντων βιομηχανικών καταστημάτων, της πλουσιωτάτης γεωργικής αυτής παραγωγής και άλλων τινών, αποδεικνύει ότι εγκλείει ζωήν, ζωήν πραγματικήν δια πάσαν πόλιν.

Εάν δε βελτιωθή η γεωργία αυτής καθ’ όλα τα είδη, αναπτυχθή ιδιαιτέρως η βιομηχανία, αναπτυχθώσιν αι εμπορικαί αυτής σχέσεις προς ξένας αγοράς, διαμορφωθή επιχειρηματικόν εμπορικόν πνεύμα, ορμηθώσιν οι υιοί των εμπόρων εις το πατρικόν επάγγελμα, συναφθώσιν επωφελείς εμπορικαί συνθήκαι, εγκαθιδρυθή πλήρης δημοσία ασφάλεια ως και άλλα τινά, εν τοιαύτη περιπτώσι αι Καλάμαι θα γίνωσιν η πρώτη εμπορική πόλις της Ελλάδος.

Η επίτευξις τούτων απόκειται εις την ενδελεχή εργασίαν των βουλευτών, των δημάρχων, των κατοίκων και ιδιαζόντως των κεφαλαιούχων και κτηματιών της πόλεως των Καλαμών και των πέριξ.

ΣΠΥΡ. ΓΡ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

Δικηγόρος

Δημοσιογράφος εν Ναυπλίω

______________ 

ΤΟ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟΝ ΜΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙ

«ΘΑΡΡΟΣ» 29 Σεπτεμβρίου 1901

Όσοι έχουσι συνδεθεί τώρα με τας μαγευτικάς αυτάς νύκτας που μας σερβίρει αυτή η ιδιοτροπία του Σεπτεμβρίου, θα ήκουσαν την μίαν και ημίσειαν μετά το μεσονύκτιον να διασχίζει το κενόν ο οξύς συριγμός της Αθηναϊκής αμαξοστοιχίας.

Συνέβη μία καθυστέρησις τυχαία εκ πτώσεως ογκολίθων επί των σιδηρών ελασμάτων πέραν της μεγάλης γεφύρας του Αχλαδοκάμπου.

Εις τους ταξειδιώτας της νυκτός εκείνης αμφιβάλλω αν ετάραξε τα νεύρα τους η καθυστέρησις αύτη. Εμέ όμως, σας βεβαιώ, το νυκτερινόν εκείνο ταξείδι με έκαμε να αγαπώ εφεξής τον σιδηρόδρομον. Με εγιόμισεν από μίαν ανάμνησιν, τόσον γλυκείαν, ώστε αμφιβάλλω πολύ αν θα δυνηθή όχι η φαντασία, αλλ’ η πραγματικότης να αναπαραστήση τας εικόνας εκείνας τας πλήρεις γλυκύτητος και θωπείας ερωτικής, τας πλήρους ψυχικής τέρψεως και μαγείας, τας πλήρεις φαντασμηγοριών και ατέρμονος συγκινήσεως, τας οποίας ένα ταξείδι μου εχάρισεν.

Η ώρα ήτο η 11η της νυκτός και η αμαξοστοιχία στην ερημίαν εκείνην που δίνει η φύσις την νύκτα, εφέρετο με έναν διαβολικόν πάταγον προς την Μακαρίαν. Κάποτε κάποτε ένας οξύτατος συριγμός διασχίζων την σιγήν της νυκτός ηκούετο από του ενός άκρου μέχρι του άλλου της καταφύγου ταύτης πεδιάδος.

Είχα εισέλθει σ’ ένα βαγόνι δευτέρας θέσεως, κατασκότεινον. Αντικρύ μου εκάθισε ο φίλος μου Κ… σιδηροδρομικός υπάλληλος, ο οποίος κάποτε κάποτε παρασυρόμενος από την μάγον και γοητευτικήν φύσιν σφύριζε σιγά σιγά ένα κομμάτι από τον Ριγολέττον. Δεν γνωρίζαμε ποίοι κατείχον το άλλο διαμέρισμα. Μόνον είχαμε την ευτυχίαν από καιρού εις καιρόν ν’ ακούωμεν εις το σκότος, να σκορπίζωνται μέσα στο βαγόνι κάτι μεθυστικά λογάκια, κάτι φράσεις γιομάτες από πάθος ερωτικόν γιομάτες από αγνότητα και τρυφερότητα έρωτος.

Όσον και αν επροσπαθούσαμεν με τον συνταξειδιώτην μου ν’ αποφύγωμε την αδιακρισίαν αυτήν της ακοής μας δεν ηδυνήθημεν λόγω της στενότητος του χώρου.

Είχε διασχίσει την κοιλάδα της Μακαρίας η αμαξοστοιχία και εφέρετο μετά της αυτής ταχύτητος προς την κοιλάδα του Παμίσου.

Όπισθεν από τον Πεντακάρηνον Ταΰγετον επρόβαλλε την μεταμεσονύκτιον αυτήν ώραν μηνοειδής η σελήνη, αφήνουσα τας πρώτας ακτίνας επί της καταφύτου ταύτης πεδιάδος. Παντού διαγράφονται πλαίσια αρρήτου καλλονής και μαγευτικής θέας. Και αι σκηνογραφίαι αυταί διεχέοντο αλλήλας πάντοτε με το αυτό κάλλος, με την αυτήν μαγευτικήν τέρψιν, με την αυτήν μεγαλοπρέπειαν. Η αόρατος θεσπεσία αύτη καλλιτεχνική χειρ, ήτις εζωγράφιζε τα τοπία της μετά τόσης ψυχικής μέθης, καθίστα εκείνην την στιγμήν τους ταξειδιώτας μάλλον θαυμαστάς προς ό,τι εκαλλιτέχνει.

Εις το κατασκότεινον βαγόνι μας απλώς και μετά αδιακρισίας εισεχώρησαν αι Σεληνιακαί ακτίνες και τότε το ερωτύλον εκείνο ζεύγος το οποίον τόσον γλυκέως και μεθυστικώς εμοίαζε τα μεθυστικά εκείνα λογάκια στο σκότος, συμπεπλεγμένον απελάμβανε του μαγευτικού εκείνου θεάματος υπό του παραθύρου του βαγονίου.

Και ένα ντουέτο μέσα στην σιωπήν εκείνη διέκοπτε κάποτε τον συνεχή πάταγον της αμαξοστοιχίας.

Δια το ερωτύλον εκείνο ζεύγος το οποίον στο ταξείδι αυτό αφήκε την ψυχή του να διαχυθή εις μυρίας εκφράσεις και διαρκή γέλωτα, αμφιβάλλω αν υπήρξαν στιγμαί άλλαι πλέον ή καλλίτεραι.

Και άφησα τον φίλον μου να παρακολουθή την ευτυχίαν εκείνην η οποία χαράσσεται επί πεδίον πλήρους ρόδων κα ανθέων χωρίς το παραπάν μέλλον να κυλιούται από σκέψεις λυπηράς.

Και οι ρεμβασμοί εκείνοι διεκόπησαν στην στεντορείαν φωνήν του οδηγού: Καλάμαι, κύριοι.

Ο γνωστός σας