«ΘΑΡΡΟΣ» 29 Ιουνίου 1904: Το προχθεσινόν αιματηρόν δράμα

«ΘΑΡΡΟΣ» 29 Ιουνίου 1904: Το προχθεσινόν αιματηρόν δράμα

Δύο σύζυγοι εις τον τόπο

Προχθές την Κυριακήν την 1ην μ.μ. ο στρατιώτης του ενταύθα συντάγματος Παν. Δούσης ή Ψαρρέας  εκ Σπερχογείας του Δήμου Θoυρίας, εφόνευσε δι’ όπλου γκρα τον Απ. Μπακλαβάν και την σύζυγον αυτού Αγγέλω υπό τας εξής περιστάσεις:

Ο φονευθείς Απ. Μπακλαβάς έχει την κατοικίαν του εις τα παρά την Πλεύναν υψώματα, κοινώς «Κοκκινόρραχη», ήτο δε εργατικός και λίαν αγαθός και φιλήσυχος άνθρωπος βιών ησύχως μετά της φονευθείσης συζύγου του Αγγέλως και των δύο μικρών τέκνων του, εξ ων το μεγαλείτερον 8 ετών θήλυ και το μικρότερον αρσενικόν ετών 3.

Απέναντι της οικίας των φονευθέντων κατοικεί η οικογένεια του Αργ. Φίσκιλα, μεθ’ ης πάντοτε ήριζεν η φονευθείσα, διότι η κατσίκα της έτρωγε το κλήμα των γειτόνων των.

Περί της φονευθείσης λέγεται ότι ήτο φοβερά κακογλωσσού και υβριστής και το φόβητρον των γειτονισσών της. Την μεσημβρίαν της Κυριακής η σύζυγος του Φίσκιλα παρετήρησε δια τελευταίαν φοράν την φονευθείσαν δια ζημίαν την οποίαν επροξένησεν η κατσίκα των εις το κλήμα. Ένεκεν της παρατηρήσεως ταύτης ήλθον αι δύο γυναίκες εις λόγους εκ των οποίων εξήλθε νικήτρια η φονευθείσα, εκτοξεύσασα ατιμωτικάς φράσεις κατά της αντιπάλου της υπονοούσα αθεμίτους σχέσεις αυτής μετά του φονέως στρατιώτου εξαδέλφου της Παν. Δούση ή Ψαρρέα.

Μετά μίαν ώραν ήλθεν ως συνήθως εις την οικίαν του Φίσκιλα ο φονεύς στρατιώτης, όστις έμαθε παρά της εξαδέλφης του τα κατ’ αμφοτέρων ατιμωτικάς ύβρεις της φονευθείσης. Αμέσως σπεύδει έξω της οικίας ο στρατιώτης και συναντών τον σύζυγον Απ. Μπακλαβάν τον παρατηρεί δια τας ύβρεις της συζύγου του. Ένεκεν τούτου ήλθον εις λόγους και συνεπλάκησαν λαβούσης μέρος εις την συμπλοκήν και της συζύγου Αγγέλως, ότε ο στρατιώτης εξεφούλκησεν, αλλά τη παρεμβάσει άλλων γειτόνων διεχωρίσθησαν, ίνα μετ’ ολίγον λάβη χώραν το αιματηρόν δράμα.

Ο στρατιώτης αμέσως φεύγει εκείθεν και μεταβαίνει εις τον παρά τον Σιδηρ. Σταθμόν μεταγωγικόν ουλαμόν του συντάγματος εν τω οποίω διέμενε ως ιπποκόμος του ταγματάρχου Π. Καπετανάκη και παραλαβών τας μπαλάσκας του και τον γκρα μεταβαίνει εις την οικίαν των φονευθέντων, προφανώς πνέον μένεα εκδικήσεως δια φόνου.

Επί τη θέα του ερχομένου ενόπλου στρατιώτου ο Απ. Μπακλαβάς λαμβάνει εκ της οικίας του μίαν σπάθαν και εξέρχεται εις συνάντησιν τούτου, όστις εβάδισεν εις το ακατοίκητον μέρος προς τας ελαίας καταδιωκόμενος υπό του Απ. Μπακλαβά. Προφανώς τούτο έπραξεν ο στρατιώτης, ίνα παρασύρη το θύμα του εκτός του συνοικισμού. Μόλις δε απεμακρύνθησαν αρκετά, ο στρατιώτης θέτει φυσίγγιον εις το όπλον και σκοπεύσας το θύμα του πυροβολεί κατ’ αυτού. Η σφαίρα διέτρυσε τον θώρακα, εξελθούσα δε εκ της ωμοπλάτης εύρε μίαν προβάτα βόσκουσα, την οποίαν εφόνευσε. Ο κτυπηθείς Μπακλαβάς μόλις επρόφθασε να βαδίση 15 βήματα και αμέσως έπεσεν νεκρός πλέον εις το αίμα, διότι η σφαίρα είχε διατρύσει την καρδιακήν αρτηρίαν.

Η σύζυγος του φονευθέντος, Αγγέλω, ήτις ηκολούθη τον σύζυγόν της τρέχουσα, μόλις είδε εκείνον πίπτοντα επετέθη με τις πέτρες κατά του φονέως στρατιώτου. Ο στρατιώτης πυροβολεί και κατά της Αγγέλως και την αφήνει άπνουν της σφαίρας πληξάσης την καρδίαν, μεθ’ ο τρέπεται εις φυγήν.

Ενταύθα φέρεται ως διάδοσις ότι την Αγγέλω εφόνευσε ο Αργ. Φίσκιλας, όστις μόλις είδε τον εξάδελφόν του φονέα στρατιώτην καταδιωκόμενον υπό του φονευθέντος Μπακλαβά, έλαβεν εκ της οικίας του το όπλον του και τον ηκολούθησε. Την διάδοσιν ταύτην επιβεβαιεί και η φυγοδικία αυτού ευθύς αμέσως μετά τον φόνον.

Ειδοποιηθεισών των αρχών μετέβη επί τόπου ο Διευθυντής της Αστυνομίας και ενήργησεν προχείρους ανακρίσεις, κατόπιν δε και ο Ειρηνοδίκης προς σφράγισιν των μπαούλων των φονευθέντων.

Λέγεται ότι οι φονευθέντες αφήκαν εκ των οικονομιών των 1.500 δραχμάς.

Η κηδεία των θυμάτων

Παραλαβόντες οι γείτονες τους φονευθέντας μετέφερον εις την οικίαν των υπό τους σπαρακτικούς ολολυγμούς και τα δάκρυα του μεγαλειτέρου τέκνου των.

Παρηγγέλθη εν φέρετρον ευρύ και ετοποθετήθησαν εντός αυτού ομού οι φονευθέντες σύζυγοι.

Εκείνο δε το οποίον επροκάλει έτι περισσότερον την φρίκην και την συγκίνησιν του παρακολουθούντος και θεωμένου κόσμου την κηδείαν ήτο η διαρκής ροή των αιμάτων εκ του φερέτρου, τα οποία εχύνοντο εκ των νωπών έτι πληγών. Αι οδοί οπόθεν διήλθεν η κηδεία και η εκκλησία όπου εψάλει η νεκρώσιμος ακολουθία εβάφησαν δι’ αιμάτων.

Βεβαίως ηδύνατο να λείψη η τοιαύτη εσπευσμένη εκφορά των θυμάτων, αφού δεν είχον παρέλθει ούτε δύο μόνον ώραι από του φόνου των, όπως βεβαίως έπρεπε εις τοιαύτην περίστασιν, ένεκεν της ελλείψεως συγγενών και οικείων, να επέμβη η αστυνομική αρχή ίνα προληφθή το ανιαρόν και αιμοσταγές τούτο θέαμα.