«ΘΑΡΡΟΣ» 5 Οκτωβρίου 1902: Εις το νεκροταφείον

«ΘΑΡΡΟΣ» 5 Οκτωβρίου 1902: Εις το νεκροταφείον

Με την τόλμην ανθρώπου, τον οποίον δεν τρομάζει ο θάνατος, δεν τον πτοεί το άγνωστον το πέραν του τάφου και ο εγκέφαλός του δεν δημιουργεί φαντάσματα συγκρατούντα το βήμα, διήλθον την μικράν προ του νεκροταφείου πλατείαν και επάτησα την οδόν της ορθανοίκτου πύλης, υπεράνω της οποίας φεγγοβολεί ο ωχρός και πένθιμος φανός του κοιμητηρίου.

Βαδίζω προς τον Ναόν. Εκεί εν τη πτωχική στοά του Ναού κοιμάται επί σανιδώματος ο φύλαξ. Ο ρόγχος του μακαρίου ύπνου του μαρτυρεί σαρκαστικώς την ύπαρξιν ζωής εις το ατέρμον βασίλειον τόσων νεκρών.

Αφήνω το φύλακα κοιμώμενον και προχωρώ εις τους τάφους. Οι νεκρικοί φανοί τρεμοσβύνουν ανά τα μνήματα, μόλις φωτίζοντες τον σταυρόν και τα νεκρολούλουδα των μαρανθέντων στεφάνων ή τα κοσμούντα ολίγους τάφους άνθη.

Η σελήνη αμφίκυρτος ήδη, ρίπτει ανά τας πενθίμους κυπαρίσσους και επάνω στα λευκά μάρμαρα των μεγαλοπρεπών μνημείων το ωχρόν φως της.

Ενίοτε όμως μερικά σύννεφα καλύπτουσι ταύτην, και εμποδίζουν το φως της να φωτίση τας κυπαρίσσους, τα δένδρα αυτά του πένθους και τα μάρμαρα των τάφων. Πλην το σκότος το απλούμενον τότε εν όλη τη επιβολή του μοι είναι λίαν ευχάριστον, διότι εν εκείνη τη στιγμή είναι α μη τι άλλο προκλητικόν σκέψεων.

Εν μέσω της σιγής, της βαθυτάτης, της βασιλευούσης ανά την χώραν των νεκρών, ακούεται μόνον ο πένθιμος ψίθυρος των κυπαρίσσων και το ολόλυσμα μιας γλαυκός, θρηνούσης επί της κορυφής μιας κυπαρίσσου τόσας δόξας μηδενισθείσας εκεί εις το μικρόν κοιμητήριον, τόσους πόθους μαρανθέντας υπό το χώμα το σκεπάζον τους τάφους, τόσα όνειρα και τόσας ελπίδας σβεσθείσας υπό της παγετώδους πνοής του θανάτου.

Τα μνημεία επιβλητικά ορθούνται μέσω του ζόφου, όστις καλύπτει τα πάντα, δεικνύοντα την λευκήν περιβολήν των.

Προχωρώ προς τον τάφον του φίλου μου. Τα βήματά μου επιβλητικά και βαρέα ηχούν εν τη απεράντω εκείνη σιγή τη αληθώς νεκρική. Σκέψεις περιβομβούσι τον εγκέφαλόν μου. Αναμνήσεις πολλαί διέρχονται εκ του εγκεφάλου μου και φεύγουν με αστραπιαίαν ταχύτητα δια να αφήσουν τόπον εις τας σκέψεις. Οι παλμοί της καρδίας μου κτυπούν ισχυρώς.

Η σελήνη διέφυγε από τα σύννεφα και έρριπτε τας ακτίνας της τας αργυράς αι οποίαι αργυρούσι τον σταυρόν του μνήματος του φίλου μου. Όλη η σκηνή του θανάτου του νεαρού εκείνου ήλθε τότε εις τον νου μου. Ενεθυμήθην την στιγμήν, καθ’ ην, ενώ εκαθήμην παρά τη κλίνη του, μετ’ ακατανικήτου συγκινήσεως ήκουον τους ασθενείς λόγους του, δι’ ων προέλεγε τον θάνατόν του, και απήτει να μη τον λησμονήσω, να τον ενθυμούμαι πάντα και να επισκέπτωμαι τον τάφον του, τον οποίον να ραίνω αείποτε με τα άνθη εκείνα τα εύοσμα και θαλερά τα οποία εδρέπομεν άλλοτε αμφότεροι εύθυμοι και φαιδροί από τον κήπον του, δια να κοσμήσωμεν τα γραφεία μας.

Και ενεθυμήθην την σφοδράν οδύνην, ην εδοκίμασα τότε εκ της στερήσεως του φίλου εκείνου και οιονεί συνεχίζων αυτήν με βραδύ απεχώρουν βήμα.

Αρισκαφής τάφος προσελκύει το φευγαλέον βήμα μου και συγκεντροί την πλάνον όρασίν μου. Κοιμάται υπ’ αυτόν εν ειρήνη τον αιώνιον, η εμπνευσμένη ψάλτρια των θελγήτρων της Αιδηψού. Η ονειροπόλος Αμαλία απολαύει της αδιαπτώπτου εκστάσεώς της. Η τρυφερά και πολυθέλγητρος κόρη του ιατρού Γκονοπούλου εν τω τάφω της ανασπειρεί όλας τας αναμνήσεις της ολιγοχρονίου διαμονής εις την πανήγυριν του κόσμου. Αφήνω το πνεύμα μου να ακολουθήση την σκιάν των ονείρων της μαρανθείσης νύμφης και τους πόδας μου βαρείς να ζητήσωσι την έξοδον.

Η σελήνη είχε δύσει. Τα άστρα έλαμπον περικαλλή εις τον ουρανόν. Πλην μετ’ ολίγον ήρχισαν να εξαφανίζονται και αυτά απειλούμενα από την επέλευσιν του βασιλέως των, του εκπάγλου Ηλίου.

Εξάμηνον είχε παρέλθει από τον θάνατον του λατρευτού φίλου και εγώ ευλαβής προσκυνητής του τάφου του απηρχόμην ρεμβώδης και μελάγχολος εκ της χώρας των νεκρών, ενώ ο φύλαξ, εξυπνήσας εκ των βημάτων μου, εμέλιζεν απορών, τις τάχα ο θνητός ο ταράσσων κατά την ώραν εκείνην την ησυχίαν του…

Ονησίπολις

________________

ΝΕΚΡΟΙ ΧΩΡΙΣ ΤΑΦΟΝ
«ΘΑΡΡΟΣ» 12 Σεπτεμβρίου 1902
Εν νέον αρκετά σοβαρόν πρόκειται να ανακοινώσωμεν σήμερον προς τους ημετέρους αναγνώστας, κλεινούς της πόλεως ταύτης κατοίκους.

Η είδησις την οποίαν θα παράσχωμεν προς αυτούς δεν αφορά την εν ζωή κατάστασιν αυτών, αλλά την εν τάφω αιωνίαν. Ίσως τούτο να ήρε εις λόγος περιπλέον δια να μη ανησυχήσωσιν. Οπωσδήποτε όμως ημείς θα κάμωμεν την ανακοίνωσίν μας και ας την κρίνουν ως βούλονται, ας την σχολιάσουν ως τοις αρέσκει.

Γνωρίζουσι πάντες ότι οι νεκροί θάπτονται. Ε, είναι καιρός να μάθωσι τώρα ότι θα επανέλθωμεν λίαν ταχέως εις την εποχήν των Αιγυπτίων. Εφεξής θα ταριχεύωμεν τους νεκρούς όχι βεβαίως κατά προαίρεσιν, αλλά διότι ή θα περιστώμεν εις την ανάγκην να παραβώμεν τας ειδικάς περί νεκροταφείων διατάξεις θάπτοντες τους νεκρούς μας όπου θέλομεν, εκτός πάντοτε του νεκροταφείου διότι δεν χωρεί άλλους, ή θα αναγκασθώμεν να τους ταριχεύωμεν και να τους φυλάττωμεν μέχρις ου ευδοκήσει τις των κεκοιμημένων να δώση θέσιν εις τους συναδέλφους του!

Αλγεινόν και φοβερόν το αποκαλυπτόμενον. Αλλ’ είναι τόσον αληθές όσον καταφανής είναι η υπερπλήρωσις τάφων του μικρού νεκροταφείου μας.

Μας έρχονται εις το στόμα λόγοι αγανακτήσεως και διαμαρτυρίας, αλλ’ είναι τόσα τα ζητήματα δια τα οποία αγανακτώμεν και διαμαρτυρόμεθα ώστε φοβούμεθα μη αι φωναί μας έχασαν πλέον την αξίαν των, ή δεν έχουσι τουλάχιστον τόσην όσην απαιτεί η διαμαρτυρία δια την καταδηλουμένην προς τους νεκρούς περιφρόνησιν.

Ίσως είναι αυτή τιμωρία, ης άξιοι οι νεκροί ανθ’ ων επολιτεύθησαν ζώντες. Αλλ’ είτε δικαία είτε άδικος, αρκεί πάντοτε να επιβάλει καθήκον το οποίον μόνον άθρησκοι και ασεβείς δύνανται να υπεροσώσι. Δι’ αυτό δεν τολμώμεν να φαντασθώμεν ότι οι αρμόδιοι δύνανται να διατελώσιν εν απολύτω γνώσει της παγεράς αληθείας. Δι’ αυτό, δεν στέργομεν να ζητήσωμεν ευθύνας δια το ζήτημα τούτο, διότι η ζήτησις ευθύνης προϋποθέτει την παράβλεψιν καθήκοντος, όπερ αποτελεί άρνησιν του στοιχειωδετέρου αισθήματος της θρησκείας και της φιλανθρωπίας.

Δεχόμεθα απλώς λοιπόν ότι μόνον εις άγνοιαν και απλήν ολιγωρίαν οφείλεται το σημερινόν άτοπον, όπερ υπαγορεύει αύριον άρνησιν εις τους νεκροθάπτας όπως ενταφιάσωσι τον νεκρόν σας.

Δεχόμεθα ότι η συνήθης παράτασις της εκκρεμότητος των ζητημάτων των εξαρτωμένων εκ του Δημοτικού Συμβουλίου, υπήρξεν η αιτία δια την οποίαν μέχρι της σήμερον δεν εδόθη λύσις προσήκουσα εις το ζήτημα της επεκτάσεως του νεκροταφείου.

Από της στιγμής όμως ταύτης καθ’ ην το πράγμα καθίσταται πάγγνωστον, ουδεμία αρχή είτε διαχειριστική, είτε επιτηρητική θα δυνηθή ποτέ να εύρη λόγους δικαιολογούντας την περαιτέρω άρνησιν εις τους νεκρούς του Δήμου σπιθαμών τινών γης.

Ζήτημα δαπάνης ούτε δύναται ούτε επιτρέπεται να εγερθή. Θα είναι η εσχάτη περιφρόνησις προς δημότας ζώντας και νεκρούς εις Δήμος εισπράττων 280 χιλιάδας δραχμών να αρνηθή προς τα μέλη αυτού ολίγον χώρον προς ταφήν.

Εάν τοιαύτη ήθελε προβληθή ανεπάρκεια πόρων και χρημάτων, ας απαλλαγώμεν των φόρων και των αρχόντων και ας αφεθώμεν μόνοι να προνοήσωμεν παρά τον νόμον και περί της ταφής μας, αφού καθ’ όλον ημών τον βίον τα πάντα σχεδόν πράττομεν μόνοι και άνευ της ελαχίστης βοηθείας ουδεμίας αρχής.

Ι.Α.