Με απευθείας ανάθεση σε ιδιώτη η εκπαίδευση των πιλότων της Π.Α. – Η συμφωνία με το Ισραήλ για την 120 ΠΕΑ

ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ ΤΗΣ 120 ΠΕΑ

Στις 16 Ιανουαρίου ο υπουργός Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, παρουσίασε στην Ειδική Διαρκή Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων της Βουλής την απόφαση απευθείας σύναψης σύμβασης, συνολικού κόστους (σε βάθος εικοσαετίας) 1,374 δισ. ευρώ, με την ισραηλινή εταιρεία Elbit Systems για τη δημιουργία Διεθνούς Κέντρου Εκπαιδευτικών Πτήσεων στην Καλαμάτα.

Το συγκεκριμένο «υποπρόγραμμα», σύμφωνα με ρεπορτάζ στην “Εφημερίδα των Συντακτών”, που καταρτίστηκε -άγνωστο γιατί- με κατεπείγουσες διαδικασίες στο υπουργείο Άμυνας, παρουσιάστηκε στην επιτροπή της Βουλής πριν από την τελική εισήγηση στο ΚΥΣΕΑ. Όπως συμβαίνει συνήθως στις αγορές εξοπλιστικών, ο διάβολος κρύβεται πάντα στις λεπτομέρειες.

Η απευθείας ανάθεση αποτελεί την κατάληξη ακόμη μιας πονεμένης ιστορίας εξοπλιστικών προγραμμάτων που ξεκίνησε το 2005. Μόνο που τη φορά αυτή εν μέσω πανδημίας, με το κράτος να αδυνατεί να εξοφλήσει τα αναδρομικά των συνταξιούχων, τα θολά σημεία όπως και τα «ψιλά γράμματα» της απευθείας ανάθεσης δημιουργούν σωρεία ερωτημάτων και μεγάλη ανησυχία για άλλο ένα καταχρεωμένο μέλλον της χώρας.

Η κυβερνητική βιασύνη και η προειλημμένη απόφαση, πριν ακόμα τεθεί στην κρίση της στρατιωτικής ηγεσίας που γνωρίζει ασφαλώς καλύτερα τις ανάγκες και τις παθογένειες (και) των προγραμμάτων εκπαίδευσης των πιλότων της Πολεμικής Αεροπορίας, προδίδει μια ανεξήγητη σκοπιμότητα.

Η ιστορία και οι ανάδοχοι

Μετά την αγορά το 2005 κατά την περίοδο ευημερίας των 45 αεροσκαφών Τ-6 και την πρώτη ιδέα περί δημιουργίας διεθνούς εκπαιδευτικού κέντρου η οικονομική κρίση ανέδειξε και την ατέλεια εκείνης της αγοράς, καθώς δεν είχαν συμπεριληφθεί τα υλικά και τα μέσα συντήρησης, με αποτέλεσμα να αρχίσει η σταδιακή καθήλωση αεροσκαφών και το οριστικό τέλος στην ελπίδα της αυτοεξυπηρέτησης με ίδια μέσα.

Στο κέντρο της Καλαμάτας υπάρχουν από τότε μεγάλες ελλείψεις λόγω των καθηλώσεων πολλών εκπαιδευτικών αεροπλάνων. Από το 2017 το ΓΕΑ προσπάθησε να αυξήσει τη διαθεσιμότητα των Α/Φ Τ-6 (χρησιμοποιούνται για την αρχική και βασική εκπαίδευση) και διερεύνησε τη δυνατότητα αντικατάστασης των υπέργηρων Α/Φ Τ-2 (χρησιμοποιούνται για το προχωρημένο και επιχειρησιακό στάδιο).

Το αδιέξοδο στη δυνατότητα παροχής εκπαίδευσης ήταν δεδομένο (χαμηλή διαθεσιμότητα, καθηλωμένα Α/Φ, έλλειψη υλικών και ανταλλακτικών, ορίζοντας διακοπής της υποστήριξης των συγκεκριμένων ΑΦ το 2023 και συσσώρευση μη εκτελεσθέντος εκπαιδευτικού έργου χιλιάδων ωρών). Η διαχρονική παθογένεια των ανάλογων συμβάσεων σε θέματα πτητικής υποστήριξης οδήγησε στο αποτέλεσμα να αυξάνεται χρονικά η θητεία εκπαίδευσης των Ικάρων. Από το 2014, που ξεκίνησαν να διενεργούνται διαγωνισμοί, καμία συμφωνία δεν τελεσφόρησε.

Το 2016-2017 ξεκίνησε η αναζήτηση της προσφορότερης λύσης για αγορά, μισθώσεις και υποστήριξη, ενώ εκδηλώθηκε ενδιαφέρον από πολλές εταιρείες του εξωτερικού και επανεξετάστηκε η ιδέα του διεθνούς εκπαιδευτικού κέντρου, όπου εκτός από τους Έλληνες χειριστές θα υπήρχε δυνατότητα εκπαίδευσης και αλλοδαπών με οικονομικό αντίτιμο.

Αρχικά εκδήλωσε ενδιαφέρον η Lockheed Martin και στη συνέχεια η καναδική εταιρεία CAE (που ήταν η επικρατέστερη) με προτάσεις (αεροσκάφη και εξοπλισμός) που άγγιζαν τα 82 έως 105 εκατ. ευρώ ετησίως μαζί με τα καύσιμα. Τελικά καμία πρόταση συμφωνίας δεν έφτασε τότε στη Βουλή, έχοντας συναντήσει αντιρρήσεις από τη στρατιωτική ηγεσία. Ηχεί σχεδόν ειρωνικά ότι οι προσφορές αυτές ήταν χαμηλότερες από το τελικό κόστος της αποφασισμένης τωρινής απευθείας συμφωνίας, που σε βάθος εικοσαετίας υπολογίζεται να ξεπεράσει τα 2 δισ.

Στη συνέχεια, το 2018, υπήρξε η σκέψη να αγοραστούν ένας μικρός αριθμός εκπαιδευτικών αεροσκαφών (Μ-346, για αντικατάσταση των Τ-2) που κόστιζαν 20-22 περίπου εκατ. δολάρια το ένα και στο μεταξύ οι πιλότοι να μπορούν να εκπαιδεύονται και σε κέντρα του εξωτερικού. Ανάλογο διεθνές κέντρο, εξάλλου, δημιουργήθηκε το 2018 στην Ιταλία σε συμφωνία με την κατεξοχήν ειδική για την εκπαίδευση πιλότων μαχητικών εταιρεία Leonardo DRS. Ανάμεσα στις χώρες των οποίων οι πιλότοι θα εκπαιδεύονταν στο νεότερο αεροσκάφος Μ-346 στη συγκεκριμένη σχολή, που διέθετε κατάλληλους προσομοιωτές, αναφερόταν και η Ελλάδα.

Είναι δε περίεργο ότι ενώ η Leonardo αποτελεί ουσιαστικά το «σούπερ μάρκετ» παρόμοιων εκπαιδευτικών πτητικών μέσων και υλικών υποστήριξης, σήμερα δεν κλήθηκε καν να δώσει προσφορά. 

Επιπλέον, ενώ το ετήσιο εκπαιδευτικό κόστος στην Ελλάδα μετά βίας ξεπερνά τα 30 εκατ. ευρώ, τώρα υπολογίζεται σε 105 εκατ. και έχοντας -άγνωστο πώς- ως δεδομένο ότι θα έρθουν εδώ για εκπαίδευση πιλότοι άλλων χωρών, χωρίς ωστόσο την παραμικρή σκέψη να συμμετέχουν οι ενδιαφερόμενες χώρες και στα κόστη. Αντίθετα, οι πιλότοι θα έχουν μετά την υπογραφή της συμφωνίας εκπαιδευτές της ισραηλινής εταιρείας.

Κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες πιλότοι κατατάσσονται στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως σύμφωνα και με τις ΝΑΤΟϊκές αξιολογήσεις, προφανώς και λόγω της εμπειρίας τους στις αναχαιτίσεις, ενώ είναι υπεραρκετοί για τα διαθέσιμα πτητικά. Αυτονόητο είναι, λοιπόν, να αναλάμβαναν και το ρόλο των εκπαιδευτών στο διεθνές εκπαιδευτικό κέντρο, όπως και οι Έλληνες μηχανικοί την υποστήριξη. Το ότι θα πρέπει η Ελλάδα να αναθέσει την εκπαίδευση των πιλότων της σε ιδιώτες δεν αντέχει προφανώς σε καμιά κριτική παρά μόνο στην ιδεοληψία της ιδιωτικοποίησης των πάντων.

Αναπάντητα ερωτήματα

● Το ότι δε μεσολάβησε η αναγκαία διαπραγμάτευση προκύπτει από το χαρακτηρισμό κατεπείγουσα που στερείται επιχειρημάτων, όταν ήδη το θέμα και οι προσφορές συζητούνται από το 2017. Πώς, όμως, θα κληθούν να υπογράψουν τη συμφωνία οι στρατιωτικοί, όταν δημιουργούνται σοβαρές υπόνοιες για αδιαφανείς και αναιτιολόγητες επιλογές;

● Άραγε, δε σκέφτονται οι υπουργοί ότι με ελλιπή ή ακόμα και μη νόμιμα στοιχεία μπορεί και στην περίπτωση αυτή η σύμβαση να ανατραπεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο, όπως έχει τόσες φορές συμβεί στο παρελθόν;

● Από πού προκύπτει, άραγε, η αντίληψη πως αν απλώς νοικιάσεις κάτι, έστω και πανάκριβα από κάποια χώρα, θα έχεις αυτόματα και αμυντική υποστήριξη;

●Η μέθοδος της χρηματοδοτικής μίσθωσης από ιδιωτική εταιρεία διάρκειας 20 ετών για εκπαιδευτικά Α/Φ, τα οποία έχουν και επιχειρησιακές δυνατότητες, είναι ρεαλιστική;

● Ποιος μπορεί να βεβαιώσει ότι θα υπάρχει εταιρεία τέτοιου βίου, ικανή μάλιστα να εκπληρώσει και τυχόν νομικές υποχρεώσεις έναντι τρίτων;

●Θα εγγυηθεί ο ιδιώτης ότι το κέντρο θα προσελκύσει και αλλοδαπούς εκπαιδευόμενους, όταν αντίστοιχα κέντρα υπάρχουν σε αρκετές ανταγωνιστικές χώρες και στη γειτονική Ιταλία;

● Το να ψάχνει η κυβέρνηση εκ των υστέρων να λάβει εγγυήσεις για ιδιώτη μέσω διακρατικής συμφωνίας αρκεί;

● Σε δύσκολη εθνικά στιγμή, όπου θα απαιτηθεί η επιχειρησιακή χρησιμοποίηση των Α/Φ, τι θα κάνει ο ιδιώτης; Θα εμπλακεί ή θα πάρει τα Α/Φ και θα μείνει η μονάδα ξεκρέμαστη;