Ο ιατροδικαστής Μεσσηνίας Ιωάννης Δούζης, μιλά στο «Θάρρος»
«Μίλα, λοιπόν, εκεί που πρέπει. Μίλα εκεί που πιστεύεις ότι θα σε βοηθήσουν πραγματικά. Είναι η μόνη λύση»
Μόνο το 16-38% των θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης προβαίνουν σε καταγγελία στις αρμόδιες Αρχές. Δυστυχώς, αυτό είναι το τραγικό ποσοστό των θυμάτων που «σπάει τη σιωπή του» στην Ελλάδα του 2021 και ζητά βοήθεια ή καταγγέλλει όσα έχει υποστεί, όπως μας λέει στη συνέντευξη που ακολουθεί ο ιατροδικαστής Μεσσηνίας, Ιωάννης Δούζης.
Ο ιατροδικαστής είναι ο ειδικός επιστήμονας που μπορεί να πιστοποιήσει περιστατικά βίας ή σεξουαλικής κακοποίησης και ο ρόλος του σε μια τέτοια υπόθεση είναι μοναδικός και καταλυτικός.
Οι κοινωνίες, ωστόσο, ακόμα έχουν τεράστιες «αγκυλώσεις» στα θέματα αυτά, και όσο πιο μικρές είναι, τόσο μεγαλύτερες «οι αγκυλώσεις» και οι τραγικές ιστορίες πίσω από κλειστές πόρτες.
Με εμπειρία έξι χρόνων στη Μεσσηνία, ο κ. Δούζης διαπιστώνει ότι, ακόμα και σήμερα, όπως και σε άλλες επαρχιακές πόλεις, τα θύματα κακοποίησης δε θέλουν να μιλήσουν, ενώ δίνουν αγώνα για να πείσουν, ιδιαίτερα τις γυναίκες, ότι η μόνη λύση είναι να μιλήσουν.
-Ποιες πρέπει να είναι οι πρώτες ενέργειες ενός ατόμου που έχει πέσει θύμα βίας ή σεξουαλικής κακοποίησης;
Σε περίπτωση ξυλοδαρμού, η διαδικασία που μπορεί να ακολουθήσει μία γυναίκα είναι είτε να υποβάλει άμεσα μήνυση εναντίον του δράστη είτε να εκμεταλλευτεί το τρίμηνο περιθώριο που έχει δικαίωμα από το νόμο.
Στην περίπτωση που υποβάλλει άμεσα μήνυση, θα λάβει από το κατά τόπους αστυνομικό τμήμα εντολή ιατροδικαστικής εξέτασης και σε αυτή την περίπτωση η εξέταση είναι εντελώς δωρεάν και πραγματοποιείται στο Νοσοκομείο Καλαμάτας.
Στην περίπτωση που η γυναίκα επιθυμεί να εκμεταλλευτεί το χρονικό περιθώριο του τριμήνου, τότε θα πρέπει να επισκεφθεί ένα ιδιωτικό ιατροδικαστικό ιατρείο για την πιστοποίηση των τραυμάτων και τη σύνταξη της σχετικής έκθεσης.
Σε περίπτωση βιασμού, είναι σημαντικό η γυναίκα να επισκεφθεί έναν ιατροδικαστή το συντομότερο δυνατό. Ειδικά στις περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης, ο χρόνος, δυστυχώς, δεν είναι σύμμαχος των θυμάτων. Αν μία γυναίκα προσφύγει άμεσα, μέσα σε 72 ώρες το πολύ, σε έναν ιατροδικαστή, είναι δυνατό, πέρα από την ορθή πιστοποίηση του βιασμού, να πραγματοποιηθούν και εργαστηριακές εξετάσεις, οι οποίες είναι δυνατόν να ταυτοποιήσουν το δράστη.
Είναι σημαντικό οι γυναίκες να γνωρίζουν ότι σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να μην πραγματοποιήσουν λουτρό πριν από την επίσκεψή τους στον ιατροδικαστή, ενώ θα πρέπει να αφαιρέσουν τα ρούχα και τα εσώρουχα που φορούσαν και να τα τοποθετήσουν σε μία καθαρή, κατά προτίμηση, χάρτινη σακούλα.
-Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα πολλά θύματα δε μιλούν ή μιλούν έπειτα από πολλά χρόνια. Ευθύνεται ίσως ένα ενοχικό σύνδρομο που αναπτύσσεται μέσα τους ή δεν υπάρχει η ανάλογη στήριξη από την κοινωνία μας και την Πολιτεία. Γιατί ένα θύμα οποιασδήποτε βίας πρέπει να μιλά το συντομότερο δυνατόν;
Ο κίνδυνος θυματοποίησης μιας γυναίκας από πράξεις σεξουαλικής βίας από το σύντροφο ή σύζυγο ανέρχεται στο 25%. Το πρόβλημα είναι ότι μόνο το 16-38% των θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης προβαίνουν σε καταγγελία στις αρμόδιες Αρχές. Συχνά λέμε σε μια κακοποιημένη γυναίκα: «τι κάθεσαι, μάζεψε τα πράγματά σου και φύγε, παράτα τον!». Όμως, κάθε γυναίκα που κακοποιείται από το σύντροφό της γνωρίζει πολύ καλά ότι το να εγκαταλείψεις μια βίαιη σχέση δεν είναι ούτε τόσο απλό ούτε τόσο εύκολο για πολλές από αυτές. Οι λόγοι που θα οδηγήσουν μια γυναίκα να μην κάνει καταγγελία είναι πολλοί, όπως: Να ντρέπεται, να αισθάνεται ταπεινωμένη και/ή νομίζει ότι κανείς δε θα την πιστέψει. Να τον αγαπάει ακόμη και να ελπίζει ότι η κατάσταση θα αλλάξει, καθώς, εκτός από «εκείνες τις στιγμές», υπάρχουν ακόμα και καλές στιγμές ή τον πιστεύει όταν της λέει: «σου υπόσχομαι ότι θα αλλάξω, θα δεις, δε θα το ξανακάνω…». Να πιστεύει ότι είναι καλύτερο για τα παιδιά να μεγαλώνουν και με τους δύο γονείς τους, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, ή πιστεύει ότι είναι δική της ευθύνη να κρατήσει την οικογένειά της ενωμένη και ότι πρέπει να υπομείνει τα πάντα και να κάνει το παν προκειμένου να μη τη «διαλύσει». Να την πιέζει το οικογενειακό, συγγενικό και/ή φιλικό της περιβάλλον να μείνει σε αυτή τη σχέση ή δεν τη στηρίζει για να φύγει ή δεν έχει άτομα στα οποία μπορεί να στηριχθεί (συναισθηματικά και/ή υλικά).
Μπορεί να την προβληματίζουν πρακτικά θέματα, όπως ότι δεν έχει πού αλλού να πάει, δεν έχει δουλειά ή δικό της εισόδημα, ότι μπορεί να χάσει την άδεια παραμονής ή εργασίας της (αν είναι μετανάστρια). Η αυτοπεποίθησή της έχει μειωθεί τόσο πολύ που αισθάνεται ότι δε θα τα καταφέρει μόνη της ή ότι κανείς άλλος δε θα θέλει να είναι μαζί της.
Φοβάται για το τι μπορεί να της κάνει εκείνος, όταν καταλάβει ότι θέλει να τον χωρίσει ή ότι προσπαθεί να φύγει ή φοβάται πως, όπου και να πάει, θα τη βρει και θα πραγματοποιήσει τις απειλές του. Μπορεί να την έχει απειλήσει ότι θα της πάρει τα παιδιά ή ότι θα κάνει κακό σε εκείνη (π.χ. ότι θα τη σκοτώσει), στο συγγενικό ή φιλικό της περιβάλλον, στα παιδιά κ.ά.
Μπορεί ακόμη και να την έχει απειλήσει ότι θα αυτοκτονήσει σε περίπτωση που τον εγκαταλείψει.
Κι εδώ έρχεται να βοηθήσει η ενημέρωσή τους, μέσω όλων των Μέσων Ενημέρωσης, για το τι πρέπει να κάνουν, τι μπορούν να κάνουν και σε ποιον να απευθυνθούν.
-Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του ιατροδικαστή σε τέτοια περιστατικά;
Η αλήθεια είναι πως η Ιατροδικαστική είναι η μόνη ειδικότητα η οποία μπορεί να πιστοποιήσει περιστατικά βίας ή σεξουαλικής κακοποίησης. Αυτός είναι και ο λόγος που οι ανακριτικές αρχές κατόπιν εισαγγελικής εντολής παραπέμπουν τα θύματα στις ιατροδικαστικές δομές της χώρας.
Η άλλη εναλλακτική που έχουν τα θύματα με οποιασδήποτε μορφής κακοποίηση, είναι να απευθυνθούν σε ιδιωτικό ιατροδικαστικό ιατρείο, όπου θα πιστοποιηθεί από τους συναδέλφους η κακοποίηση. Στην περίπτωση αυτή δε χρειάζεται να έχει προηγηθεί καταγγελία.
-Περιοχές σαν τη δική μας έχουν ξεπεράσει τις αγκυλώσεις της «κλειστής κοινωνίας»; Τι γνώμη έχετε σχηματίσει από τα περιστατικά που αντιμετωπίζετε ως ιατροδικαστής;
Μετά έξι χρόνια υπηρεσίας μου στο νομό μας διαπιστώνω, δυστυχώς, ότι ακόμα δεν έχουμε ξεπεράσει ως κοινωνία «τις αγκυλώσεις» αυτές. Το ίδιο διαπιστώνουν και συνάδελφοι από την υπόλοιπη Ελλάδα και, κυρίως, στην επαρχία. Πολύ συχνά μιλάμε με γυναίκες που θεωρούν, για τους λόγους που προανέφερα, ότι δεν πρέπει να κάνουν καταγγελία. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν, όμως, είναι ότι την επόμενη φορά ίσως να μην μπορούν να έρθουν μόνες τους, όπως έκαναν τώρα…
Μίλα, λοιπόν, εκεί που πρέπει. Μίλα εκεί που πιστεύεις ότι θα σε βοηθήσουν πραγματικά. Είναι η μόνη λύση.
Της Βίκυς Βετουλάκη