«ΘΑΡΡΟΣ» 21 Αυγούστου 1909: Εκδρομαί και επισκέψεις εις την Ιθώμην, το Βουλκάνον, τη Μονή

«ΘΑΡΡΟΣ» 21 Αυγούστου 1909: Εκδρομαί και επισκέψεις εις την Ιθώμην, το Βουλκάνον, τη Μονή

Μέχρι της Μονής Βουλκάνου και εις Ιθώμην ένα ταξίδι δεν είναι βέβαια εκδρομή εις τας Άλπεις, εν τούτοις πολλά έχει να ίδη και να θαυμάση ο επισκέπτης.

Εγώ και οι συνεκδρομείς μου έτυχε να παρευρεθώμεν εις την Μονή και εντός εις τον ευρύχωρον περίβολον αυτής, ενθυμίζον τας περιγραφάς του Ευαγγελίου καθ’ ας άπειροι έσπευδoν εις τον Ναόν της Ιερουσαλήμ και μάλιστα πάσχοντες και εν γένει ασθενείς. Και εδώ εάν δεν ήσαν ευλαβείς προσκυνηταί δια το ανάθημά τους, θα μετέβησαν να επικαλεσθούν την βοήθειαν της Παναγίας.

Και έβλεπε κανείς πραγματικήν ευλάβειαν ενδεικτική της οποίας ήτο η απόλυτος τάξις και ησυχία.

Προς την κυρίαν είσοδον εις τα κελιά ο σεβάσμιος παπα – Στέφανος δίδει φάρμακα και περιποιείται ένα ασθενικό, καχεκτικό παιδάκι.

Απολαμβάνομεν από μακράν ολίγον την εικόνα αυτήν και πλησιάζοντες μανθάνομεν, ότι ο μοναχός αυτός έχει ειδικάς γνώσεις ιατρικής και προσφέρει ταύτας δωρεάν εις τους προστρέχοντας των πλησίων μερών.

Ο παριστάμενος πατήρ του μικρού ευγνωμονεί τον γηραιόν μοναχόν και μας δίδει τας πληροφορίας αυτός.

Ενθουσιαζόμεθα όντως με ό,τι μανθάνομεν και βλέπομεν και πραγματικήν αισθανόμεθα την αποστολήν της Μονής.

Χιλιάδες κόσμο έχει γιατρέψη ο παπα – Στέφανος, μας λέγει ο χωρικός, που οι γιατροί τούς γδύνουν και τους πεθαίνουν.

Και ο  άγιος ηγούμενος μας δίδει και φάρμακα και κάθε περιποίησιν.

Συγκινούμεθα με τα ωραία αυτά λόγια του χωρικού.

Ετοιμαζόμεθα δια την εις Ιθώμην άνοδον.

Η ώρα πλησιάζει 5η πρωινή και η σελήνη μάς οδηγεί εις τον δρόμον μας…

Εις το βουνό
Η 5η πρωινή εύρεν ημάς ανερχομένους τας κλιτύας του προς Δ. βουνού του Βουλκάνου.

Περνώμεν εις λόχμας, εις δάσος.

Η σελήνη πλησιφαής και αργυρότοξος, καθώς λέγουν οι ποιηταί, διαχέει το μελιχρόνον φως αυτής. Με όλον όμως το φως αυτής δεν κατορθώνει να εισδύη εις το πυκνόν δάσος υπό την βαθείαν σκιάν του οποίου ημείς διερχόμεθα.

Ταξίδι, περίπατος, κάτι περισσότερον από ρωμαντικό, εν τω συνόλω του ιδιωδώς απολαυστικόν.

Εξερχόμεθα του δάσους και ιστάμεθα εις περιφανές μέρος. Μένομεν εκεί, εκστατικοί με το φυσικόν πανόραμα.

Αφαντάστως μεγαλοπρεπής εικών προβάλλεται προ ημών. Ιστάμεθα επί της Λακωνικής λεγομένης πύλης του αρχαίου τείχους της Μεσσήνης. Επί ογκώδους μαρμάρου της πύλης καθήμεθα να χορτάσωμεν περισσότερον το προ ημών γοητευτικόν μεγαλείον.

Από του ύψους εκεί η μεσσηνιακή πεδιάς προβάλλεται κεκαλυμμένη υπό λεπτού, ονειρώδους πέπλου, του οποίου τα άκρα σχηματίζουν πολυποίκιλτον γιρλάνταν με την γύρω οροσειράν.

Δεν ακούεται ούτε ο ελάχιστος ψίθυρος. Τα πάντα ησυχάζουν, κοιμώνται και την απόλυτον ηρεμίαν ενίοτε διακόπτει γαύγισμα του ποιμενικού σκύλου το οποίον απηχεί καθ’ όλην την έκτασιν εκείνη.

Η σελήνη σπεύδει να εξαφανισθή και η Αφροδίτη την παρακολουθεί στέλλουσαι τας τελευταίας γλυκυτάτας ακτίνας αυτών.

Καθήμεθα επί της Λακωνικής πύλης.

Η φαντασία ημών αχαλίνωτος μας φέρει εις τους περασμένους αιώνας των Μεσσηνιακών πολέμων. Επί του μέρους εκείνου τι άραγε ηρωικόν και γενναίον να έχη διαδραματισθή;

Προ ημών, κάτωθι επί της πεδιάδος, πάσαι μυριόνεκροι μάχαι έχουν συγκροτηθή.

Κάθε ψίθυρος, κάθε ελάχιστον τι μας ταράσσει. Εις την φαντασίαν ημών ανακυκλώνται οι λυσσώδεις συγκρούσεις των συναντωμένων εχθρών.

Η βοή, η κλαγγή και ο θόρυβος της μάχης νομίζομεν ότι πλήσσει τα ώτα μας. Η φαντασία ενεργεί, τα μάτια δεν κάμνουν τίποτε. Είναι άνευ προορισμού. Δεν συλλαμβάνουν καμίαν εικόνα…

Όλη ευκλεής εποχή ωσεί πραγματική κινηματογραφείται από την φαντασίαν ημών. Οι γίγαντες εκείνοι κοιμώνται προ ημών, πατώμεν το χώμα του τάφου των. Αι ψυχαί των θα περίπτανται την ώραν εκείνην άνωθεν και πέριξ ημών επανερχόμεναι, ίνα κατασκηνώσουν εις τους τάφους των, ίνα μείνουν όπου το σώμα των απέθανεν…

Εις έκστασιν περίπτομεν και ελαφρόν δέον αρχίζει να μας καταλαμβάνει. Βλέπομεν, θαυμάζομεν, φανταζόμεθα και δεν ομιλούμεν…

Νομίζωμεν ότι θα ταράξωμεν τον ύπνον των ηρώων και μένομεν καθηλωμένοι.

Μένομεν εκεί ασυνειδήτως όχι ολίγον και από την νάρκην, από την έκστασιν, μας εξαγάγει η συναυλία των αλεκτόρων της κάτωθι ημών Μονής, η οποία αρμονικωτάτη φθάνει μέχρις ημών.

Εις αυτήν ενούται και η φωνή του κορυδαλλού κατερχομένου από τα ύψη και διαλαλούντος την επερχομένην πρωίαν.

Η αχλύς αρχίζει να διαλύεται. Η νυξ υποχώρησε προ πολλού και η Ηώς ευρίσκεται εις το ψυχορράγημά της. Προς την ανατολήν ελαφρώς χρωματισμένα με ποικίλα χρώματα νεφύδρια σχηματίζουν αφαντάστου γοητείας εικόνα.

Μετά δυσκολίας κινούμεθα εκείθεν.

Η επίδρασις του ό,τι είδομεν και εθαυμάσαμεν κυριαρχεί εν ημίν.

Σπεύδομεν προς την Ιθώμην.

Eις τας αρχαιότητας
Σπεύδομεν προς τας αρχαιότητας. Κατερχόμεθα δηλαδή εις την Μεσσήνην το σημερινόν Μαυρομμάτι.

Καθ’ οδόν συναντώμεν ποιμένιδας οδηγούσας τα ποίμνια αυτών εις βόσκησιν. Σεμναί, ντροπαλαί κάτω νεύουσαι μετά δειλίας μάς απαντούν: Καλημέρα.

Ούτως βαδίζοντες δεξιά άνωθεν ημών έχομεν το καθολικόν, την κορυφήν του όρους και το ιερόν του Ιθωμάτα Διός. Δεξιά την κορυφήν του Αγίου Βασιλείου όπου το ιερόν του Διονύσου. Έμπροσθεν ημών θαυμάζομεν το λεκανοπέδιο εις το κέντρον του οποίου είχε κτισθή η αρχαία Μεσσήνη.

Χωρίς να είμεθα ειδικοί εννοούμεν την στρατηγικότητα της θέσεως. Μετ’ ολίγον ευρισκόμεθα εις το Μαυρομμάτι.

Ξεκουραζόμεθα προ της Καλλιρρόης Κρήνης, της Αρσινόης, της Κλεψύδρας όπως την ωνόμαζον εις την αρχαιότητα.

Δένδρα υψηκάρηνα πέριξ αυτής κρατούν παχυτάτην σκιάν την οποίαν ημείς απολαμβάνομεν και δοκιμάζομεν το ύδωρ της Καλλιρρόης, η οποία παρουσιάζεται εις ημάς καθώς και εις τους αρχαίους αμετάβλητος και άθικτος, ως κειμήλιον.

Ένα πρόγευμα εκεί φαντάζεται κανείς οποίαν εξαιρετικήν αξίαν έχει. Είναι Κυριακή και οι κάτοικοι εκκλησιάζονται και ημείς είμεθα οι μόνοι σύντροφοι της Καλλιρρόης. Μετ’ ολίγον ωραίαι κόραι υδρεύονται και ημείς φωτογραφίζομεν εις σύμπλεγμα την αρχαίαν πηγήν με τας παρθένους αυτάς και σπεύδομεν εις τας αρχαιότητας. Εις ένα κατώγι μας δεικνύουν επιγράφους πλάκας και παραστάσεις διαφόρους ακρωτηριασμένας.

Η οικοδέσποινα – χωρική θέλει να μας κάμη εξήγησιν!

Αλλ’ αν δεν θέλομεν τούτο, μανθάνομεν, ότι αι παραστάσεις και αι πλάκες έχουν καταστραφή από την μεταφοράν από κατώγι σε κατώγι, ανάγκη του κόμματος, όχι δια το 8δραχμον μηνιαίον ενοίκιον, αλλά δια την ισχύν του ισχύοντος! Και εδώ η αχρεία πολιτική!

Πηγαίνομεν προς το Αρχαίον Γυμνάσιον, το Βουλευτήριον και βλέπομεν τας ανασκαφάς τας οποίας ενεργεί η Αρχαιολογική Εταιρεία υπό την εποπτείαν του Οικονόμου.

Μέχρι τούδε ουδέν νεώτερον ενεκαλύφθη. Εν τούτοις ημείς θαυμάζομεν κατά συμπάθειαν προς το παρελθόν.

Εκείθεν επανερχόμεθα εις τα ίδια.

Αποχαιρετώμεν την Καλλιρρόην, σπεύδομεν εις την Μονήν, εκφράζομεν τας ευχαριστίας μας εις τον άγιον ηγούμενον και τους λοιπούς μοναχούς, φωτογραφούμεν αυτούς δι’ ανάμνησιν και κατερχόμεθα εις το Τζεφερεμίνι και αναμένομεν το Αθηναϊκόν τραίνον.

Και ιδού μεταξύ ημών και δεν απέμενε εις ημάς ειμή η κούρασις, αλλά και η γλυκεία ανάμνησις τόσων που είδομεν και εθαυμάσαμεν και η αεροθεραπεία εις την οποίαν ακουσίως υπεβλήθημεν!

ΓΝΩΣΤΟΣ