Από τη θεωρία των «σπασμένων παραθύρων» σε αυτήν της «μηδενικής ανοχής» και το αναπόφευκτο τέλος της

Από τη θεωρία των «σπασμένων παραθύρων» σε αυτήν της «μηδενικής ανοχής» και το αναπόφευκτο τέλος της

Ήταν περίπου το Μάιο του ’99, όταν συμμετείχα με μια ομάδα συμφοιτητών μου από την Κομοτηνή σε ένα Συνέδριο Εγκληματολογίας που διοργάνωνε το Πανεπιστήμιο του Ρότερνταμ σε μια μικρή πόλη της Ολλανδίας. Το συνέδριο έβριθε από καθηγητές, ως επί το πλείστον κριτικούς εγκληματολόγους.

Και ναι μεν παρακολούθησα μερικές εισηγήσεις τους, αλλά εκ νεανικής μου παρόρμησης τις έβρισκα ως επί το πλείστον άτονες και γι’ αυτό έπληττα με όλους αυτούς τους κυριούληδες με τα γυαλάκια.

Για την τελική εισήγηση, όμως, οι διοργανωτές επιφύλαξαν μια έκπληξη. Είχαν καλέσει, και ήρθε κατευθείαν από τις ΗΠΑ, τον επινοητή και πρωτομάστορα της θεωρίας της “Μηδενικής Ανοχής” και καθηγητή του Columbia University, που τ’ όνομά του ακόμα και σήμερα μου διαφεύγει, να μιλήσει για την εφαρμογή της θεωρίας αυτής στο μητροπολιτικό δήμο της Νέας Υόρκης επί δημαρχίας Ρούντι Τζουλιάνι.

Ο τύπος αυτόν μπήκε στην αίθουσα του συνεδρίου πραγματικά με τον αέρα ενός ροκ σταρ. Ψηλός, ευειδής, ρωμαλέος καυκάσιος, απολύτως ετοιμόλογος, φαινόταν ότι ήξερε όλες τις απαντήσεις πριν καν του τεθούν οι ερωτήσεις, με δύο λόγια χάρμα οφθαλμών για τη νεανική μου ψυχή που είχε εθιστεί στις blockbuster αμερικάνικες υπερπαραγωγές, σε αυτές που έχουν δομημένη αρχή, μέση και τέλος, με ξεκάθαρο και ευσύνοπτο μήνυμα.

Συγκράτησα, λοιπόν, τα περισσότερα απ’ όσα είπε τότε. Μίλησε με σχεδόν με αδίστακτη ειλικρίνεια για το πώς αντιμετωπίστηκε η εκτεταμένη ήδη από την δεκαετία του ’80 εγκληματικότητα στην πόλη του Μεγάλου Μήλου. Είπε ότι για την εκλογική τους βάση, που ήταν οι Νεοϋορκέζοι μεσαιοταξίτες και μεγαλοταξίτες, φρόντισαν να καθαρίσουν τις περιοχές τους από τη μικρή και μεσαία εγκληματικότητα του δρόμου.

Πώς το επέτυχαν αυτό; Καταρχάς απομακρύνοντας τους απόκληρους, τους κλοσάρ και τους ανέστιους από τους δρόμους ενδιαφέροντος. Με ποιον τρόπο; Φωτίζοντας τους δρόμους, τοποθετώντας κάμερες παντού, αλλά κυρίως κάνοντας αθρόες προσλήψεις στα σώματα ασφαλείας, δίδοντάς τους παράλληλα και τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τα όπλα τους, όποτε εκείνοι έκριναν σκόπιμο, δίχως δηλαδή τη διαρκή επαπειλή τιμωρίας αν έκαναν κατάχρηση της δυνατότητας αυτής.

Κάτι αντίστοιχο με την εξουσία που είχαν οι σερίφηδες μιας άλλης εποχής.

Τι και αν η εγκληματικότητα στο περιθώριο της μεγάλης πόλης αυξήθηκε ποιοτικά και ποσοτικά; Τι και αν οι τυχαίοι έλεγχοι στη μέση του δρόμου, ουκ ολίγες φορές, κατέληγαν σε λεκτική βία και σε δημόσια ξεβρακώματα; Τι και αν η χρήση των πυροβόλων όπλων από τη μεριά των αστυνομικών οργάνων και οι αναίτιες δολοφονίες απλών πολιτών έγιναν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση;

Παρέμενε αδιάφορο τη στιγμή που αυτό αφορούσε μόνο τις μειονοτικές ομάδες, τους μετανάστες και τους Αφροαμερικανούς. Αυτοί ήταν λόγω χρώματος και εξωτερικών χαρακτηριστικών οι εμφανείς «αντίπαλοι» των οργάνων της τάξης. Υπήρχαν, μάλιστα, και εβδομαδιαίες δημοσκοπήσεις που επιβεβαίωναν αυτό ακριβώς. Ότι, δηλαδή, η κοινή γνώμη παρέμενε υπέρ του δημάρχου και της πολιτικής που αυτός ασκούσε.

Κατέληγε, όμως, ο εν λόγω καθηγητής, με μια διερώτηση. Εγώ δεν μπορούσα να την καταλάβω τότε, αυτός όμως προβληματιζόταν. Τι θα συμβεί, κάτι που ήδη είχε αρχίσει να συμβαίνει, όταν τα «λυτά χέρια» της Αστυνομίας θα στρέφονταν εναντίον τους, στους γιους και τις κόρες της μήτρας των ψηφοφόρων τους, στους ίδιους τους αστούς δηλαδή…

Κάπως έτσι ολοκλήρωσε την εισήγησή του ο καθηγητής.

Η συνέχεια της ιστορίας στην πόλη του Μήλου είναι για τους περισσοτέρους γνωστή. Τον Τζουλιάνι τον διαδέχθηκε για μια δωδεκαετία ο πολυεκατομμυριούχος Μπλούμπεργκ. Από το 2014 έως και σήμερα που μιλάμε στην κεφαλή του Δήμου Βρίσκεται ο δημοκρατικός Μπίλι Ντε Μπλάζιο, υποστηρικτής του Μπέρνι Σάντερς στον αγώνα του να καταλάβει το χρίσμα των δημοκρατικών στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, όπου μόλις εξελέγη είπε και το έπραξε ότι θα ακολουθήσει την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που είχαν ακολουθήσει οι προκάτοχοί του.

Ακολούθησε, λοιπόν, στον τομέα της αντεγκληματικής πολιτικής τις θεωρίες αυτών με τις απόψεις των οποίων εγώ έπληττα τότε. Αυτοί οι τύποι, λοιπόν, υποστήριζαν την υλιστική λύση στην αντιμετώπιση του εγκλήματος.

Πίστευαν και πιστεύουν ότι οι αλλαγές στα επίπεδα της φυσικής αποσύνθεσης, της επιφανειακής κοινωνικής διαταραχής και φυλετικής σύνθεσης δεν οδηγούν σε υψηλότερo έγκλημα, αλλά η οικονομική παρακμή το κάνει.

Υποστηρίζουν, λοιπόν, το παράδειγμα ότι οι πραγματικές μακροπρόθεσμες μειώσεις του εγκλήματος απαιτούν από τους πολιτικούς, τις επιχειρήσεις, τους ηγέτες της κοινότητας συνέργεια για να βελτιώσουν ουσιωδώς την οικονομική τύχη των κατοίκων της πόλης, μια ειλικρινή δηλαδή προσπάθεια να αμβλυνθούν οι οικονομικές ανισότητες.

Του Γεωργίου Κ. Γκόνη
Δικηγόρου

Υ.Γ. Κάθε σύγκριση με την χώρα του Ευρωπαϊκού Νότου, όπου η μόνη της μέριμνα ήταν να επανδρώσει το ήδη πολυπληθές σώμα της Αστυνομίας με περίπου 10.000 αγροφύλακες, συνοριοφύλακες, πολιτοφύλακες, δίχως κριτήρια, δίχως ΑΣΕΠ, δίχως διακριτικά, κατευθείαν από τα γυμναστήρια, είναι τελείως συμπτωματική.