«ΘΑΡΡΟΣ» 9 Ιουνίου 1911: Η πόλις βρωμάει

«ΘΑΡΡΟΣ» 9 Ιουνίου 1911: Η πόλις βρωμάει

-Πώς ετοιμαζόμεθα να υποδεχθώμεν την χολέραν
-Η πόλις με την βρώμικη τουαλέτα της
-Πλατείαι και δρόμοι με αρώματα
-Ένα ποτάμι που απειλεί πνίξιμον από… βρώμαν

Είναι κάτι παγκοίνως γνωστόν εάν θελήσω να είπω ότι η πόλις μας ανέκαθεν δεν διεκρίθη επί καθαριότητι.

Οι ευτυχείς κάτοικοι των στενών και λαβυρινθωδών σοκακίων της δεν κατόρθωσαν να αναπνεύσουν αέρα απηλλαγμένον εντελώς μύρων, και είναι αναμφισβήτητον ότι εις πολλά τμήματα συνοικιών όπου η ακαθαρσία και αι ευωδίαι είναι διαρκείς τα οσφραντικά νεύρα έχουν πάθει τοιαύτην πλέον προσοικείωσιν με τας πλημμυρούσας την ατμόσφαιραν δυσωδίας, ώστε ούτε καν διαμαρτυρία πλέον ακούεται εκ μέρους των ατυχών πλην ασυγκινήτων πλέον περιοίκων.

Δια την κατάστασιν αυτήν, οσάκις παρουσιάζετο τοιαύτη, ο εγχώριος Τύπος έκαμνε το μέρος του ρηγνύων υστερικάς κραυγάς προς τους αρμοδίους και νίπτων τας χείρας του δια την τυχόν εκ ταύτης προσβολήν της υγείας των πολιτών.

Εάν όμως πάντοτε επεβάλλετο εις την δημοσιογραφίαν να επιλαμβάνεται των θεμάτων τούτων, πολύ περισσότερον εις την παρούσαν περίστασιν καθ’ ην η πόλις διατρέχει τον κίνδυνον να ξενίση – ακουσίως της βέβαια – την τρομεράν επισκέπτριαν η οποία μας περιτριγυρίζει.

Η πόλις εις τα περισσότερά της μέρη αναδίδει ευωδίας όχι πολύ κολακευτικάς δια την όσφρησιν. Την εκστρατείαν μας ταύτην δεν θα κάμωμεν δια να αναζητήσωμεν τους υπευθύνους. Θα αποβλέψωμεν εις το αποτέλεσμα και θα παρουσιάσωμεν την αλήθειαν γυμνήν και… βρωμισμένην.

Η πόλις βρωμάει. Και φυσικά παρουσιάζοντες κινηματογραφικώς την κατάστασιν αυτήν θα επιζητήσωμεν την διόρθωσίν της, εάν θέλωμεν να γλυτώσωμεν από το δρεπάνι που απειλεί να μας θερίση.

Και δεν είναι μακράν ο κίνδυνος. Το έχετε αντιληφθή ή κοιμάσθε μακαρίως δροσιζόμενοι από την με λεπτεπιλέπτους ευωδίας αναμεμειγμένην καλαματιανήν αύραν;

Και δια να πεισθήτε, ορίστε να μας παρακολουθήσητε εις την ανά τας συνοικίας της πόλεως εκστρατείαν μας. Θα σας παρουσιάσωμεν την πόλιν με την βρώμικη τουαλέτα της, τα σαπισμένα νερά της, τους χωρίς ήλιο και αέρα συνοικισμούς της, τα βρωμισμένα σοκάκια της με τας οικτράς τρώγλας της, που ενδιαιτώνται όμως μέσα άνθρωποι έτοιμοι να δεχθούν κάθε χολέραν και κάθε πανούκλαν.

Ελάτε λοιπόν να σας δείξωμεν όλην την βρωμεράν αθλιότητα που δημιουργεί τους σωματικώς ανικάνους, τους ψυχικώς αναισθήτους, τα ερείπια και πρώτα θύματα μιας προσβολής.

Και ας αρχίσωμεν από ό,τι έχομεν εμπρός μας.

Πλατεία ως είδος οχετού

Όταν πας να επισκεφθής κανένα σπίτι του από την καθαριότητα και την τάξιν που θα διακρίνης στη σάλα του που θα σε δεχθή, θα συμπεράνης και δια την καθαριότητα που θα βασιλεύη στο άλλο σπίτι, και βέβαια δεν πρέπει να αμφιβάλλης ότι ρυπαρότης θα κυριαρχή και στο άλλο σπίτι εάν η σάλα του είναι ρυπαρά.

Το ίδιο συμβαίνει και με την πόλιν μας. Η σάλα της, η μοναδική της πλατεία, αναδίδει εις ωρισμένα μέρη της ευωδίας που μόλις προφθάνεις να γλυτώσης από λιποθυμίαν φέροντας το μανδύλι στη μύτη σου.

Νερά λιμνάζοντα και σαπισμένα, βούρκοι με πολτούς γλοιώδεις και απαισίως μυρίζοντες εις το κεντρικώτερον μέρος μεταξύ του πηγαδιού και του οινοπνευματοπωλείου Καλλικούνη.

Πώς; Δεν ησθάνθητε ποτέ την φρίκην θρασιμαίου οδωδότος και αποσυντεθειμένου; Δεν σας επείραξε το νευρικόν σας σύστημα όταν ρουφώντας το ηδύποτόν σας ρουφάτε και την φονεύουσαν ευωδίαν σάπιων νερών;

Και τα σαπισμένα αυτά νερά τα απαισίως όζοντα, ιδίως κατά τας νυκτερινάς ώρας, λιμνάζουν διαρκώς δίπλα από το πηγάδι που πίνομεν.

Ρείθρα που όζουν

Κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της πλατείας περνάει ένα αυλάκι στρωμένο χάμω με πλάκες. Μαύρο ζουμί απαίσιο είναι κατακαθισμένο και έχει σχηματίσει έναν βόρβορο λασπώδη και όζοντα φρικωδώς. Ανακατευμένα παληόχορτα και ό,τι άλλη ακαθαρσία παρασύρει ο αέρας και τα πόδια των διαβατών έχουν στριμωχθή και αποτελούν με τον γλοιώδη πολτόν μίαν άμορφον μάζαν. Όταν ο ήλιος κατά τας μεσημβρινάς ώρας στυλώνεται απ’ επάνω ένα σύννεφο από μύγες περιδονούνται και βομβούσι. Όλα τα γύρω καταστήματα υποφέρουν φρικωδώς.

Μία εκστρατεία ανά τας συνοικίας

Εδώ χρειάζεται δύναμις περιγραφική δια να μπορέση κανείς να παραστήση την πραγματικότητα – να προσεγγίση ήθελα να είπω εις την αναπαράστασιν – αλλά και δύναμις οσφραντική, δύναμις των νεύρων δια να αποτολμήση μίαν προσέγγισιν.

Ένα κουράγιο όμως μας ανεβάζει εις την γέφυραν Σταματελάκη.

Απ’ εδώ μπορούμε να επισκοπήσωμεν.

Εις την ρίζαν της αριστεράς μάνδρας του ποταμού, όταν ο αισχρός χείμαρρος εκύλιεν ακόμη μερικά θολωμένα νερά, είχεν ανοιχθή παρά της δημοτικής υπηρεσίας τάφρος αρκετού πλάτους και βάθους δια να περνούν από εκεί τα νερά και να παρασύρουν τας ριπτομένας ακαθαρσίας.

Καλή αυτή η προνοητικότης.

Τώρα όμως που το κολασμένο αυτό ποτάμι μας δείχνει την κοίτην του κατάξηρον χωρίς σταγόνα νερού;

Ο χάνδαξ αυτός έγινε το μέρος εις το οποίον εννοούν να απορρίπτουν όλα τα βρωμερά περιττώματά των οι περίοικοι.

Αλλ’ ας κοιτάξωμεν εμπρός μας αφού προηγουμένως βουλώσωμεν την μύτη μας.

Σαπισμένα φουσκιά και γκαβαλίνες αλόγων, κιτρινιασμένα παληόχαρτα και παληοκούρελα, φλούδες απειράριθμες λεμονών και ζουμιά όζοντα ανακατευμένα με μουχλιασμένα χορταρικά αποτελούν κατ’ αποστάσεις σωρούς σεβαστών διαστάσεων και ύψους.

Φρίκη!
Κι όμως εις την τοποθεσίαν αυτήν ευρίσκονται δύο  εστιατόρια, τα καλλίτερα της πόλεως. Τα κέντρα ταύτα ειδοποιούμεν ότι έχουν και πελάτας, οι οποίοι ηδονικώτατα ροφούν την μπίρα των τα βράδυα ή καταβροχθίζουν την μακαρονάδα των ακουμπισμένοι εις την μετ’ αιδημοσύνης αποκρύπτουσαν τα κάλλη του ποταμού μάνδρας.

Ένα μέτρο παρέκει εμφωλεύει η χολέρα, η πανούκλα, ο τύφος.

Η κεντρική γέφυρα
Ας ανεβώμεν και εις αυτήν. Ο περίφημος χάνδαξ απ’ εδώ εν όλη τη μεγαλοπρέπεία του.

Εις την βάσιν της γεφύρας μία κατάστασις ανυπόφορος.

Σωροί σκουπιδιών και όγκοι ακαθαρσιών, χώματα μουχλιασμένα, λεμονόφλουδες αγκαλιασμένες με παλιοπάπουτσα και παληοδέρματα όλων των τσαρουχοποιείων και τσαγκαράδικων της γειτονιάς. Σύννεφα από μύγες, μύγες κοκκινωπές, μύγες πρασινωπές, μύγες κίτρινες, κάθηνται, κάμνουν σκιρτήματα, βουίζουν.

Η γέφυρα των σφαγείων

Προχωρούμεν με το μανδύλι στο χέρι. Να ένα ωραίον αποχωρητήριον. Τι χρησιμεύει όμως αφού το ξερό ποτάμι το αναπληροί θαυμασίως;

Να τα σφαγεία. Σφαγεία ζώων και σφαγεία ζωής και υγείας ανθρώπων.

Κοπριές και αίματα κόκκινα και αίματα κίτρινα, ζουμιά πρασινωπά και νερά μελανιασμένα, απόπατος τέλειος και κάτι χειρότερον. Βρώμα και δυσωδία εις ακτίνα πολλών μέτρων.

Εις την πλατείαν των σφαγείων

Φεύγομεν προπεμπόμενοι από τους γρυλλισμούς μερικών γουρουνιών τα οποία έχουν επιληφθεί δραστηρίως του έργου της ισοπεδώσεως των ακαθάρτων σωρών.

Εκτεθειμένα χάμω σχεδόν εις το χώμα, ντομάτες, σύκα, αγγουράκια, κεράσια, λαχανικά, όλα αυτά ανακατωμένα και αλατισμένα από σκόνην.

Και οι αγορασταί άφθονοι.

Η φιλοσοφία στα σκουπίδια

Να κατά τύχην και ο σκουπιδιάρης. Γέρως αργοκίνητος με μια σκούπα στα τρεμουλιασμένα χέρια του, ασχολείται με ανίαν εις το έργον του.  Αργοκινώντας τα χέρια μαζώνει τα από πάνω πάνω νεόφερτα σκουπίδια και τα κάμνει σωρούς αφήνοντας τις παληές ακαθαρσίες, τις κίτρινες γκαβαλίνες και τα ξερά αποπατήματα.

Παρέκει ένα άλογο κτυπώντας τα πόδια του και στριφογυρίζοντας την ουρά του προσπαθεί να απαλλαγή από το σμήνος των μυγών, αι οποίαι εξορμώσαι από τα σκουπίδια που έχει το κάρο, του έχουν στήσει δεινήν επίθεσιν.

-Οι περίοικοι

-Το μαγαζί που γίνεται αποχωρητήριον

Μπαίνομεν εις το ραφτάδικο του Μινιουράκου:

-Υποφέρετε εδώ από τον κοπρώνα που είναι στο πλάι σας;

-Απελπισία και φρίκη. Τώρα το καλοκαίρι το μαρτύριόν μας είναι ανεκδιήγητον. Πλησιάσατε εδώ.

Και ως ωδηγήθημεν εις την πλευρά του καταστήματός του η οποία ευρίσκεται προς τον κοπρώνα. Ο τοίχος είχεν εμφανή τα δείγματα υγρασίας η οποία προήρχετο από την εξωτερικήν όψιν του τοίχου την προς το βρωμερόν οικόπεδο. Μούχλα είχε σχηματισθή κατά τόπους και οσμή οξεία ουρική σου προσέβαλε την μύτη. Μαγαζί το οποίον είχε μεταβληθή εις αποχωρητήριον χάρις εις την κοινήν συνδρομήν ευγενών πολιτών οι οποίοι ευρίσκουν τον τοίχον αυτόν κατάλληλον δια να ελαφρωθούν από τα περιττεύοντα του οργανισμού των υγρά.

Η οδός Μπενάκη

Εισερχόμεθα εις την οδόν που φέρει το όνομα του δημοτικού μας άρχοντος. Η πρώτη εντύπωσις οικτρά. Ένα τετράγωνον που σου κάμνει την εντύπωσιν ότι καταβάλλει προσπαθείας να γίνη ευρύς χώρος, αλλά δεν το κατορθώνει.

Όλη η γειτονιά βαρυνομένη να σκοτίζεται δια την καθαριότητα του χώρου εναποθέτει μετά θρησκευτικής ευλαβείας όλα τα σκουπίδια και τα παληοκούρελά της.

Παληοσίδερα, παληοβάρελα, σαπισμένα άχυρα και δίπλα ένας γάιδαρος ο οποίος με ορθωμένα τα ώτα φιλοσοφεί επί των εγκοσμίων αναμασών δέσμας χορταριού και πιπιλίζων τα πέριξ με τις ευώδεις γκαβαλίνες του.

Η συνοικία του Φρουρίου

Εισερχόμεθα εις έναν λαβύρινθον, όχι βέβαια δρόμων αλλ’ ατραπών μονοπατίων, τουρκικών καλντεριμίων των οποίων αι προεξέχονται πέτρες σε κάμνουν να σκοντάπτης εις κάθε σου βήμα κατά τον απελπιστικόν αυτόν ανήφορον.

Εδώ δεν χρειάζεσαι μόνον τον μίτον της Αριάδνης δια να μη περιπλανηθή ανά τα στενά και απαίσια αυτά σοκάκια, αλλά και ισχυράν… μύτην δια να δυνηθή να εξέλθη σώος απ’ αυτήν την πανώλην.

Μία πινακίς μας πληροφορεί ότι ευρισκόμεθα εις την οδόν Βιλεαρδουίνου και υποθέτομεν ότι είναι συνέχεια αυτό το ζικ – ζακ που διατρέχομεν.

Δύο και μετά θάνατον ήρωες

Σπεύδομεν προς την κάτω πλατείαν. Από τα δύο άκρα της αρχίζει το μετά θάνατον μαρτύριον δύο ηρώων.

Ο Αριστομένης και ο Αριστόδημος.

Κολλημένοι εκεί επάνω από δυσώδη βόρβορον και σάπια μαυροζούμια κλαίουν την τύχην τους οι δύο Μεσσήνιοι ήρωες εις τους οποίους ήτο γραφτό να μη τελειώσουν τα βάσανά τους ύστερα από τόσα χρόνια.

Οδός Αριστομένους

Εισερχόμεθα εις την οδόν Αριστομένους. Είναι ο εμπορικός μας, η οδός Ερμού, να ειπούμε της Καλαμάτας, το άπαντον της πόλεως.

Καθώς κατεβαίνομεν παίρνομεν το δεξιόν πεζοδρόμιον. Δίπλα από μία εύμορφη στολισμένην προθήκην, το βρωμισμένο αυλάκι έχει σχηματίσει ένα λάκκον αρκετού  πλάτους εις το οποίον έχουν εναποτεθή όλα τα μαύρα ζουμιά που κατεβαίνουν από το ρείθρον. Μερικά παληόχορτα και παληοσαβούρα έχουν ανακατευθή μέσα εις τον γλοιώδη βόρβορον, ο οποίος από την ακινησίαν έχει μουχλιάσει εις την επιφάνειαν. Εδώ είναι η εφαρμογή των αρχών της ισοπολιτείας. Δεν υπάρχουν διακρίσεις. Δίπλα από την καθαριότητα και την αριστοκρατικήν πολυτέλειαν έχει ενθρονισθή η ακαθαρσία και η βρώμα.

Δρόμοι ανώνυμοι και δρόμοι με ονόματα

Παίρνομεν την οδόν Ταξιαρχών. Νεροχύτες και εδώ με ακάθαρτα νερά.

Εις την οδόν Φουρνέ το κάρρο της καθαριότητος με το κοκκαλιάρικο άλογο αργοκινείται φορτωμένο με σκουπίδια. Ο σκουπιδιάρης νομίζων ότι καταδιώκεται αφήνει τα μισά σκουπίδια στο δρόμο κάμνων σωρούς στα άλλα μισά.

Σκούπα και διδασκαλία

Προχωρούμεν. Ο πέριξ των στρατώνων χώρος θα ήτο καθαρός εάν δεν υπήρχε το προς μεσημβρίαν αυλάκι εις το οποίον κυλίονται τα νερά των μαγειρείων του στρατώνος.

Ολίγο παρά πάνω μέσα σε κάτι αδιέξοδα σοκάκια έχει εισδύσει η δημοτική σκούπα συνοδευομένη από ένα χωροφύλακα.

Τα σκουπίδια κομίζονται από τις αυλές και αδειάζονται εις το κάρρο.

Όλος ο χώρος ευπρεπίζεται και καθαρίζεται.

Ακούω τον διαμειβόμενον διάλογον με τον χωροφύλακα και τις γειτόνισσες.

-Εδώ μέσα να μη ιδώ άλλοτε ακαθαρσίες.

-Μα και στην αυλήν μας ακόμη;

-Και στην αυλή σας και στο σπίτι σας θα έλθωμεν. Έχομεν διαταγάς. Πρέπει να μάθετε να είσθε καθαροί.

-Μα τι σας νοιάζει σας αν μεις αρρωστήσουμε;

-Μας νοιάζει γιατί δεν είναι ότι θα πάθετε σεις, αλλά θα γεμίσετε αρρώστια και την πόλη.

-Η αστυνομία ήρχισε μαζί με την σκούπαν και την διδασκαλίαν.

-Αρχίζομεν ν’ αναπνέωμεν.

Ο ΚΑΘΑΡΟΣ