Νίκος Ξανθούλης: «Η Καλαμάτα είναι από τις λίγες πόλεις στην Ελλάδα που έχει μια πολιτιστική πολιτική»

Νίκος Ξανθούλης: «Η Καλαμάτα είναι από τις λίγες πόλεις στην Ελλάδα που έχει μια πολιτιστική πολιτική»

Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη, 11 Μαΐου, στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας, η μοναδική συναυλία «Χρυσέα Φόρμιγξ-3.000 χρόνια ελληνικό τραγούδι και ποίηση. Ήχοι αρχαίοι – Μουσικές του σήμερα», που διοργάνωσε ο Σύλλογος «Οι Φίλοι της Μουσικής Καλαμάτας».

Με την αφορμή αυτή το «Θ» είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με τον Νίκο Ξανθούλη, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει προσθέσει στο πλουσιότατο και θαυμαστό ταξίδι του στη μουσική ένα αρκετά μοναχικό για την ώρα, αλλά πολύ γοητευτικό οδοιπορικό στο λυρικό μονοπάτι των προγόνων μας. Δημιουργεί συνθέσεις και παίζει επτάχορδη λύρα, που έρχεται κατευθείαν από τον Ορφέα και το θεό Απόλλωνα. Ο ίδιος δεν είναι σίγουρος εάν μιλάμε για αναβίωση αρχαιοελληνικής μουσικής, φαίνεται να του αρέσει περισσότερο ο πιο «έντιμος» (αλλά και πιο δημιουργικός) προσδιορισμός «Νέα Μουσική» με αφορμή την αρχαία ελληνική μουσική και τα αρχαία μουσικά όργανα και εξηγεί: «Άλλωστε, ελάχιστα είναι τα κομμάτια που γνωρίζουμε από την αρχαιότητα. Ο Πανόφκι, ένας μεγάλος κριτικός τέχνης, του 19ου-αρχές 20ού αιώνα, είπε η Αναγέννηση δεν ανέστησε την αρχαιότητα, έθαψε το πτώμα της και αναβίωσε το πνεύμα της. Ακόμη και στην περίπτωση της αναστήλωσης της Ακρόπολης, όπου έχουμε τα ίδια στοιχεία με αυτά που είχαν στην αρχαιότητα, θα πάρει πάρα πολλά χρόνια και πάλι δε θα ξέρουμε αν την είδαμε ποτέ όπως την είδαν οι αρχαίοι. Κάπως έτσι μπορεί να είναι η αναβίωση της αρχαίας λύρας. Εδώ έχουμε, βέβαια, κάτι πιο χειροπιαστό, έχουμε ένα όργανο, το οποίο ξέρουμε πώς λειτουργούσε σε γενικές γραμμές. Δεν έχουμε κανέναν λόγο να πιστεύουμε ότι οι τεχνικές, οι στάσεις που χρησιμοποιώ, τις οποίες έχω μελετήσει μέσα από 2,5 χιλιάδες αγγειογραφίες περίπου και οι οποίες είναι 100% συνεπείς, δεν αποδίδουν έναν αντίστοιχο ήχο με αυτό που θα άκουγαν στην αρχαιότητα, αλλά dvd από την αρχαιότητα δεν έχουν διασωθεί, δυστυχώς…». 

-Πώς ξεκίνησε, όμως το ενδιαφέρον σας;
«Ξεκίνησε πολύ νωρίς, όταν ήμουν σπουδαστής του Ωδείου Αθηνών και δεν μπορούσα να καταλάβω τα βιβλία, τι λέγανε για την αρχαία ελληνική μουσική και αποφάσισα ότι θέλω να τα αποκωδικοποιήσω. Από τότε, λοιπόν, πολλά χρόνια πριν, κοντά 40, δουλεύω πάνω σε αυτό το θέμα, σε ένα θεωρητικό επίπεδο. Το 2004 η Άννα Συνοδινού μου ανέθεσε να γράψω τη μουσική για τις “Ευμενίδες”, τόσο για το αρχαίο κείμενο όσο και για το νέο. Αυτό με κέντρισε ακόμη περισσότερο και αποφάσισα αργότερα να ασχοληθώ με την αρχαία λύρα, που είναι το σύμβολο της Μουσικής στην Ευρώπη εδώ και 2,5 χιλιάδες χρόνια. Δεν έπαψε ποτέ αυτό το όργανο να είναι το σύμβολο της μουσικής, παρότι δεν ήξεραν πώς έπαιζαν. Τώρα θα μου πεις: Ξέρεις εσύ; Με μια έννοια έχω αρχίσει να το καταφέρνω και λέω έχω αρχίσει, γιατί για κάθε όργανο χρειάζεται πολύς δρόμος για να φτάσεις στην κορύφωση. Σκεφτείτε λιγάκι το βιολί, για να παίξει κανείς, όπως έχει παίξει ο Καβάκος, ξεκίνησε από το 16ο αιώνα και οι κατακτήσεις της μιας γενιάς σε σχέση με την προηγούμενη είναι βήματα εμπρός, έτσι κι εγώ ελπίζω πως οι μαθητές μου θα γίνουν καλύτεροι από εμένα».

-Έχουν ενδιαφέρον τα νέα παιδιά να γνωρίσουν αυτή τη μουσική;
«Μεγάλη κουβέντα… Θα σας απαντήσω σε αυτό, αφού αρχίσει να εξαπλώνεται και δούμε τις αντιδράσεις, γιατί για να πούμε ότι ενδιαφέρεται κάποιος, θα πρέπει να το δει, και δεν ξέρω πόσοι μπορεί να το έχουν δει για να πούμε εάν υπάρχει ενδιαφέρον.

Τέλος Ιουνίου γίνεται ένα παγκόσμιο workshop στο οποίο θα διδάξω και έρχονται μαθητές απ’ όλο τον κόσμο. Θέλω να το δω και θα σας πω μετά…

Ξέρετε, όμως, δε φτάνει να έχουν ενδιαφέρον, η έννοια του ενδιαφέροντος για τη μουσική είναι πολύ σχετική. Ως καθηγητής που ήμουν πολλοί ήρθαν και με βρήκαν για να μάθουν τρομπέτα, ελάχιστοι έμαθαν. Δεν ξέρω πώς μπορώ να το ιεραρχήσω το ενδιαφέρον, άλλοι το έχασαν γρήγορα, άλλοι δεν το έχασαν ποτέ».

-Έστω κι ένας μαθητής να μείνει, όμως, είναι κέρδος…
«Και τον έναν τον έχω κερδίσει. Είναι το πρώτο δίπλωμα που έδωσα παγκοσμίως στην αρχαία λύρα, λέγεται Ρόζα Φραγκοράπτη και είναι από τη Θεσσαλονίκη -αξίζει να την ακούσετε στα διάφορα διαδικτυακά μέσα».

-Είναι μεγάλη δικαίωση αυτό…
«Μάλλον ικανοποίηση, ναι, είναι σε μεγάλο βαθμό. Μάλιστα εκδόθηκε το βιβλίο μου “Αρχαία Ελληνική Λύρα – Μέθοδος Εκμάθησης” (σ.σ. Εκδ. iwrite) και η δεύτερη βερσιόν που είναι πολύ πιο ολοκληρωμένη, δίνει τη δυνατότητα σε όποιον θέλει να μελετήσει το όργανο και να φτάσει σε πολύ υψηλό επίπεδο».

-Η αρχαιοελληνική μουσική έχει θέση στη σύγχρονη κοινωνία, όπου πολλές φορές κυριαρχεί η… κακοφωνία;
«Εγώ δεν τα βλέπω όλα αυτά αρνητικά. Εγώ πιστεύω ότι πάντοτε υπάρχει η ανάγκη του φυσικού ήχου, ο ίδιος ο άνθρωπος από την κατασκευή του έχει ανάγκη το φυσικό ήχο. Το φυσικό ήχο που σε μια ιδεατή κατάσταση θα μπορούσε να ταυτιστεί με την αρμονία του σύμπαντος. Πρώτα τραγούδησε ο άνθρωπος και μετά μίλησε, πρώτα έβγαλε ήχους και μετά μίλησε κανονικά με δομημένο λόγο. Αυτό είναι μια διαρκής αναζήτηση του ανθρώπου, με αυτή την έννοια όλοι οι ήχοι είναι μέσα, οποιοσδήποτε ήχος μπορεί να κινητοποιήσει το θυμικό του ανθρώπου, να δημιουργήσει συναισθήματα και αυτά τα συναισθήματα να τον κάνουν να αισθάνεται ευτυχής. Αυτός είναι ένας βασικός στόχος ενός καλλιτέχνη, σωστά;».

-Και ζήσατε τέτοια συναισθήματα στην εκδήλωση της Τετάρτης…
«Κάποια κομμάτια είναι ύμνοι της αρχαιότητας και δε θα τα άκουγε κανείς καθημερινά, υπάρχουν κι άλλα όμως που πολύ εύκολα θα μπορούσε να τα αντιμετωπίσει κανείς και να τα απολαύσει. Ακόμα είναι και δικά μου κομμάτια που έχω γράψει πάνω στην ποίηση της Σαπφούς.

Στο Πνευματικό Κέντρο είχαμε πάρα πολύ ενθουσιώδες κοινό, το οποίο παρακολούθησε με ευλάβεια την παράσταση. Υπήρξε πραγματική διάδραση ανάμεσα σε εμάς και το κοινό. Οι καλλιτέχνες καταλαβαίνουμε από την αύρα που κυκλοφορεί μέσα αν υπάρχει ανταπόκριση και πραγματικά ήταν μια εξαιρετική συναυλία και για εμάς και για το κοινό.

Το έχω ζήσει αυτό και στο εξωτερικό, όπου κι εκεί το αγκαλιάζει όλο αυτό πάρα πολύ το κοινό. Φροντίζω πάντοτε να μιλάω στον κόσμο, ούτως ώστε να μπαίνει στην ατμόσφαιρα των κομματιών, στην εποχή που έχει γραφτεί το κάθε κομμάτι, αυτό το κάνει πολύ πιο προσιτό.

Φυσικά, με πάρα πολλή δουλειά δική μας, έχουμε μελετήσει πάρα πολύ, έχουμε προσέξει μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, κάτι που είναι απαραίτητο για την παρουσίαση σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο».

-Στο «Χρυσέα Φόρμιγξ» συμμετείχε και ο κ. Βαλτινός…
«Ο Γρηγόρης Βαλτινός είναι μια εμβληματική προσωπικότητα στο ελληνικό θέατρο και το να δουλεύει κανείς μαζί του είναι μια απόλαυση, τόσο συναισθηματικά όσο και επαγγελματικά. Ένας άνθρωπος ο οποίος θα κάνει την πρόβα όπως ένας νέος 20 χρόνων και θα είναι πρώτος από όλους στην πρόβα. Οπότε καταλαβαίνετε τι μεγάλη απόλαυση αντλεί κανείς ως επαγγελματίας να συνεργάζεται με έναν τέτοιο ηθοποιό…

Ήταν μαζί μας ακόμη οι εξαιρετικοί σολίστες Μιχάλης Πορφύρης (τσέλο), Ζήσιμος Σουσκούτης(βιολί) και βέβαια η μεγάλη τραγουδίστρια, Θεοδώρα Μπάκα, την οποία στην Καλαμάτα την ξέρετε πολύ καλά…».

-Η σχέση σας με την Καλαμάτα;
«Η Καλαμάτα με έχει καθορίσει, η οικογένειά μου είναι εκεί, η σύζυγός μου, η κόρη μου (η οποία βέβαια είναι κι εδώ στην Αθήνα -έχει περάσει στο Γεωπονικό, στη Βιοτεχνολογία και τη χαίρομαι λίγο περισσότερο), πηγαινοέρχεται στην Καλαμάτα συνεχώς. Από το 1996 όταν έγινα διευθυντής στο Δημοτικό Ωδείο η… μισή μου καρδιά είναι στην Καλαμάτα.

Η Καλαμάτα είναι μια εξαιρετική περίπτωση πόλης για την Ελλάδα, από πολλές απόψεις. Ως προς τη μουσική έχει ένα ωδείο το οποίο στέκεται στα καλύτερα ωδεία της Ελλάδας. Οι διευθυντές όλοι που πέρασαν από εκεί το στήριξαν ουσιαστικά. Και οι πολιτικοί στην Καλαμάτα και όλοι οι δήμαρχοι που πέρασαν το στήριξαν με κάθε τρόπο. Και όχι μόνο το κομμάτι της Μουσικής. Η Καλαμάτα είναι από τις λίγες πόλεις στην Ελλάδα που έχει μια πολιτιστική πολιτική.

Αντίθετα, είμαι μάλλον απογοητευμένος από τη γενική κατάσταση στη χώρα μας, καθώς πολλά πράγματα γίνονται προς το καλύτερο, αλλά δεν έχει γίνει τίποτα σε θεσμικό επίπεδο (είμαστε από τις λίγες χώρες στον κόσμο που δεν έχουμε ακαδημία τέχνης, ούτε μουσικής, ούτε δραματικής τέχνης, δεν έχουμε ακαδημία κινηματογράφου, ακαδημία του χορού). Οι πολιτικοί συχνά λένε ότι ο πολιτισμός είναι αιχμή του δόρατος του προγράμματός τους, αλλά το δια ταύτα είναι αυτό που μετράει κι εκεί έχουν κάνει ελάχιστα».

Της Χριστίνας Ελευθεράκη