Ο Ισίδωρος Ζουργός στο «Θ»: «Η γραφή μού έδωσε την αίσθηση της ελευθερίας και του ανοιχτού ορίζοντα»

Ο Ισίδωρος Ζουργός στο «Θ»: «Η γραφή μού έδωσε την αίσθηση της ελευθερίας και του ανοιχτού ορίζοντα»

Ο Ισίδωρος Ζουργός γράφει με αφετηρία εσωτερικά κίνητρα έκφρασης και ελευθερίας και για το ίδιο το προνομιακό ταξίδι στο χρόνο και στον τόπο, αλλά ως μεγαλύτερη επιτυχία μέσα από τη μεγάλη και πολύ σημαντική συγγραφική του διαδρομή ξεχωρίζει «το γεγονός πως τα βιβλία μου ήταν η ευκαιρία να συναντήσω και να μιλήσω με τόσους πολλούς ανθρώπους. Αυτό ήταν και είναι ό,τι καλύτερο μου έχουν προσφέρει».

Η αμφίπλευρη αυτή ευκαιρία θα δοθεί και στο βιβλιόφιλο κοινό της περιοχής μας, καθώς ο δημοφιλής και βραβευμένος συγγραφέας από τη Θεσσαλονίκη βρίσκεται στην πόλη μας για να παρουσιάσει το νέο του μυθιστόρημα «Περί της εαυτού ψυχής», που μας μεταφέρει στο Βυζάντιο. Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί σήμερα Τετάρτη 22 Ιουνίου, στις 8.00 το βράδυ, στον αίθριο χώρο του 4ου ορόφου του Πνευματικού Κέντρου Καλαμάτας, με «οικοδέσποινα» τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Καλαμάτας και σε συνεργασία με το βιβλιοπωλείο «Βιβλιοπολις», το Σύνδεσμο Φιλολόγων Μεσσηνίας και τις Εκδόσεις Πατάκη. Αύριο Πέμπτη, στις 10.00 το πρωί, στο διπλανό χώρο της Πινακοθήκης Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης, ο Ισίδωρος Ζουργός θα διδάξει σε σεμινάριο δημιουργικής γραφής «Πώς γεννιέται ένα βιβλίο;».

Με πάνω από 20 χρόνια αυτόνομης εκδοτικής παρουσίας και δέκα μυθιστορήματα στο ενεργητικό του, ο Ισίδωρος Ζουργός ολοκλήρωσε πέρυσι ευδοκίμως μια πορεία 32 χρόνων ως εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια.

Κουβαλώντας όμως πάντα την ταυτότητα του δασκάλου μαζί με εκείνη του συγγραφέα, δε χάνει ευκαιρία να επιστρέφει με νοσταλγία σε σχολεία και με χαρά σε βιβλιοθήκες για να εμφυσήσει την αγάπη για το βιβλίο και την ανάγνωση, δίνοντας πόντους στο κείμενο κατά τη δύσκολη «μάχη» με τη λαοπλάνο εικόνα του διαδικτύου και της τηλεόρασης και αποκομίζοντας την αναζωογονητική συναναστροφή με τον κόσμο και ειδικά με τη νεότητα.

Με αμεσότητα και πολύ θετική διάθεση ανταποκρίθηκε και στο αίτημα για μια συνέντευξη στο «Θ»:

-Πείτε μας λίγα λόγια για το «Περί της εαυτού ψυχής»…

Είναι ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται τον 11ο αιώνα, την εποχή που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ουσιαστικά ξεκινάει την ολισθηρή διαδρομή που θα την οδηγήσει στην άλωση τρεις αιώνες μετά. Είναι η αρχή της εποχής των Κομνηνών, είμαστε μετά τη μάχη στο Ματζικέρτ, με τους Κομνηνούς έχουμε μια τελευταία ουσιαστική αναλαμπή της δόξας του Βυζαντίου. Στο δικό μου το μυθιστόρημα δεν είναι πρωταγωνιστής κάποιος στρατιωτικός και δεν εστιάζει την προσοχή του στην αυλική ζωή και στις περιπλοκές της εξουσίας. Περισσότερο αντικείμενό του είναι ο καθημερινός άνθρωπος.

Ο βασικός ήρωας είναι ένας αντιγραφέας χειρογράφων, ο οποίος στα 80 του χρόνια αποφασίζει να γράψει τη ζωή του, δηλαδή επειδή έχει όλη του τη ζωή αντιγράψει, θέλει τώρα να γράψει, δηλαδή από αντιγραφέας να γίνει συγγραφέας. Κάτω από την πένα, λοιπόν, του Σταυράκιου Κλαδά, που είναι το όνομα του πρωταγωνιστή, περνάει όλη η ζωή του και μέσα από αυτήν οι περισσότερες, αν όχι όλες οι πτυχές του Βυζαντίου. Οι βασικοί ήρωες είναι όλοι επινοημένοι, αλλά υπάρχουν και πολλά πραγματικά ιστορικά πρόσωπα.

-Εσείς πού βρίσκεστε σε αυτό το μυθιστόρημα;

Ο συγγραφέας είναι παντού και πάντα, είναι δηλαδή από τις περιγραφές της φύσης, από τις περιγραφές της ζωής, από τα συναισθήματα και όταν νομίζει ο συγγραφέας ότι δεν είναι, και πάλι εκεί είναι.

-Διακρίνετε κάποια εξέλιξη στη γραφή σας με το πέρασμα του χρόνου;

Αυτό είναι το δέκατό μου μυθιστόρημα. Γράφω πάρα πολλές δεκαετίες. Έχω καταλάβει ότι η γλώσσα όλων των ανθρώπων, και των συγγραφέων μέσα σε αυτό, εξελίσσεται με τα χρόνια. Κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις. Αυτό το οποίο συνήθως κερδίζεις είναι ότι η γλώσσα διώχνει αρκετά από τα “λίπη” της, από τις περιττολογίες ίσως του παρελθόντος και φτάνει πιο εύκολα στο στόχο της. Όμως, από την άλλη, χάνεις κάτι από τη νεανική ορμή ή από εκείνη τη βεβαιότητα η οποία σε έσπρωχνε να προχωράς πιο γρήγορα και πιο αποφασιστικά. Σκέφτεσαι περισσότερο, διστάζεις και περισσότερο όσο περνάνε τα χρόνια και τα βιβλία σου στοιβάζονται.

-Διδάσκεται η συγγραφή;

Εγώ νομίζω ότι δε διδάσκεται με τον τρόπο που ίσως πιστεύουν κάποιοι αφελώς. Να πούμε πως και κατ’ αρχήν και κατ’ αρχάς διδάσκεται η ανάγνωση, δηλαδή η ανάγνωση και το τι είδους αναγνώστης είσαι έχει να κάνει με το τι συγγραφέας πιθανώς θα γίνεις. Από εκεί και πέρα, σίγουρα μπορείς να βελτιώσεις τον τρόπο με τον οποίο θα εκφράζεσαι. Αυτό διδάσκεται, αλλά από το να βελτιώνεις αυτό που θέλεις να πεις μέχρι να αξιωθείς λογοτεχνικό έργο, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Και το ταλέντο κατά τη γνώμη μου είναι απαραίτητο, χωρίς να σημαίνει βέβαια ότι οι ταλαντούχοι άνθρωποι μπορούν και μόνο με το ταλέντο τους να το καταφέρουν. Χρειάζεται ταλέντο, χρειάζεται επιμονή, χρειάζεται και πολύ σκληρή δουλειά. Όταν αυτά τα τρία συνυπάρχουν νομίζω ότι έχουμε πολύ καλά αποτελέσματα.

-Εσάς στη γραφή τι σας ώθησε;

Αυτό δεν μπορεί να το ξέρει κανείς. Εγώ πολύ συχνά χρησιμοποιώ μια διατύπωση που μου αρέσει και κάθε φορά που τίθεται αυτό το ερώτημα, εγώ λέω και πιστεύω ότι στράφηκα στη γραφή για μια ευρύχωρη θέαση του κόσμου, δηλαδή σαν να μου δώσανε το κοστούμι 3 νούμερα μικρότερο και να μου είπαν “ζήσε με αυτό” κι εγώ δεν αισθανόμουν άνετα, ήθελα κάτι άλλο, ήθελα μια ευρυχωρία ύπαρξης. Η γραφή μού έδωσε αυτή την αίσθηση της άλλης ελευθερίας, αυτή την αίσθηση της ευρυχωρίας και του ανοιχτού ορίζοντα.

-Ονειρεύεστε ξυπνητός…

Και επειδή η λέξη όνειρο μπορεί να πάρει διάφορες σημασίες, από το λαϊκό ονειροπαρμένος μέχρι οτιδήποτε άλλο μπορείτε να φανταστείτε, νομίζω ότι το όνειρο είναι συστατικό στοιχείο της ζωής, μιας που δεν μπορεί να υπάρχει αισιοδοξία και καλή διάθεση χωρίς την απαραίτητη δόση ονείρου. Όταν λέμε όνειρο, μπορεί να είναι και μια μικροφιλοδοξία, να κάνω τον κήπο μου ζηλευτό. Δεν είναι όλα τα όνειρα πάρα πολύ μεγάλα και φιλόδοξα, υπάρχουν και μικρά όνειρα και όλα έχουν τη σημασία τους.

-Πού στοχεύετε όταν γράφετε;

Υπάρχουν στόχοι, αλλά δεν μόνο στόχοι το γράψιμο. Το γράψιμο είναι κι ένα ταξίδι, είναι κι ένα ξεπέταγμα του μυαλού, της ψυχής, μια διάθεση να βρεθείς κάπου αλλού. Και το να βρεθείς κάπου αλλού δεν είναι τόσο στοχοθετημένο, όπως φαντάζεται κανείς. Θέλεις να πας προς εκείνη την πλευρά, αλλά δεν μπορείς να έχεις τις συντεταγμένες και θέλεις να ευχαριστηθείς τη διαδρομή, να μάθεις από αυτή τη διαδρομή, θέλεις πολλά που θα ανακαλύψεις στην πορεία, τα οποία σου φαίνονται γοητευτικά και χρήσιμα.

Δεν ακούγεται εγωιστικό, είναι μια αλήθεια αυτή, ότι γράφουμε για τον εαυτό μας και την εσωτερική μας ανάγκη, για αυτά τα οποία μας πληγώνουν, μας χαροποιούν, αυτά τα οποία φοβόμαστε, αυτά που θέλουμε να ξορκίσουμε. Ο αναγνώστης είναι κάτι που σε πρώτο επίπεδο δε μας ενδιαφέρει ως προτεραιότητα, μας ενδιαφέρει ως συνύπαρξη ή μας ενδιαφέρει να ανταποκριθεί σε αυτό το τραπέζι, που μαγειρεύουμε και στρώνουμε. Αυτό που συμβαίνει σε μένα και νομίζω στους περισσότερους πραγματικούς δημιουργούς, είναι ότι ο αποδέκτης του πολιτισμικού προϊόντος έρχεται σε δεύτερη μοίρα, η προτεραιότητα της συνείδησης και της ψυχής του δημιουργού είναι το πιο σημαντικό.

-Διαλέξατε το ιστορικό μυθιστόρημα, εκεί κινούνται τα περισσότερα βιβλία σας;

Όχι όλα. Με την ιστορία έχω μια πολύ καλή σχέση, τα μισά και παραπάνω από τα μυθιστορήματά μου αναφέρονται σε άλλα ιστορικά περιβάλλοντα. Μου αρέσει η ιστορία και μου αρέσει πάρα πολύ να καταθέτω μια γνώμη ή μια φαντασία, ένα οραματικό στοιχείο, για το πώς φαντάζομαι τη ζωή των ανθρώπων σε συνθήκες εντελώς διαφορετικές. Το πώς θα αντιδρούσαν αυτοί οι άνθρωποι, ποια είναι η καθημερινότητά τους; Αυτό πάντα με τραβούσε. Βέβαια, δε γράφω μόνο μυθιστορήματα ιστορικού περιβάλλοντος, γράφω και μυθιστορήματα, τα οποία έχουν να κάνουν με τη σημερινή εποχή, όπως, για παράδειγμα, το προηγούμενο βιβλίο μου. «Οι ρετσίνες του βασιλιά» είναι το απόλυτο σήμερα της Ελλάδας μετά την κρίση ή τα «Ανεμώλια», που είναι η Ελλάδα στο ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης.

Νομίζω ότι ο συγγραφέας είναι κάτι γενικότερο και δεν υπάρχουν συγγραφείς οι οποίοι να οριοθετούνται σε κάποιο είδος μόνο. Αν είσαι συγγραφέας είσαι συγγραφέας, μπορείς να τσαλαβουτήσεις και στο αστυνομικό, μπορείς και στο μυθιστόρημα ιστορικού περιβάλλοντος, νομίζω μπορείς παντού, είναι μια γενικότερη ταυτότητα.

Τώρα έχω κάνει ένα εκτενές ιστορικό μυθιστόρημα για το Βυζάντιο, δεν ξέρω το επόμενο που θα γεννηθεί αν θέλει να είναι αγκιστρωμένο στην ιστορία ή θα θέλει να είναι μια ματιά ακόμα της επικαιρότητας και του κόσμου που ζούμε τώρα.

-Σας παίδεψε το «Περί της εαυτού ψυχής» ή βγήκε εύκολα;

Με παίδεψε πολύ γιατί έπρεπε να γίνει ανασύσταση μιας εποχής με πάρα πολλά πραγματολογικά στοιχεία διαφορετικά και στοιχεία τα οποία δεν ήταν τόσο εύκολο να βρεις. Εντάξει, βοηθάει το διαδίκτυο πάρα πολύ, όμως ενώ για τους άλλους κόσμους σε άλλες εποχές, έχουμε την ανασύσταση των κινηματογραφικών ταινιών, για το Βυζάντιο δεν υπάρχουν ταινίες και δεν υπάρχουν και σειρές, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων.

Άρα έπρεπε όλο το στήσιμο του εξωτερικού χώρου, αλλά και το ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής να στηθεί από την αρχή, με υλικά πρωτογενή από τις πηγές. Αυτή ήταν η δυσκολία του Βυζαντίου. Ας πούμε, αν κάνει κάποιος ένα μυθιστόρημα για το 1821 έχει προσλαμβάνουσες, έχω κάνει την «Αηδονόπιτα», ήταν για εκείνη την εποχή, είχα όμως τις προσλαμβάνουσες, έχω δει και δέκα ταινίες για το 1821.

-Είναι παραγνωρισμένη η εποχή του Βυζαντίου;

Ναι, βέβαια, μια παραγνωρισμένη και μια παρεξηγημένη εποχή. Βέβαια, στους κύκλους των ανθρώπων των γραμμάτων και των διανοουμένων του εξωτερικού, το Βυζάντιο είχε ένα μεγαλύτερο κύρος απ’ ό,τι είχε σε μας. Τις τελευταίες δεκαετίες, ευτυχώς, αυτή η παρανόηση και η παρεξήγηση σιγά σιγά υποχωρεί και το Βυζάντιο έρχεται πια στις πραγματικές του διαστάσεις. Δεν ήταν ούτε ο Παράδεισος ούτε η κόλαση, ήταν μια μεσαιωνική κοινωνία, η οποία είχε πολύ σημαντικά στοιχεία για την εποχή της και προσέφερε κάποιες δυνατότητες, που σε άλλες κοινωνίες εκείνης της εποχής δεν υπήρχαν. Και φυσικά, είχε έναν πολύ μεγάλο πολιτισμό, της εικονογραφίας, της αρχιτεκτονικής, των κειμένων, της μεταγραφής των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Το βιβλίο αυτό φιλοδοξεί να δώσει ένα πανόραμα του Βυζαντινού πολιτισμού, αυτά τα οποία το Βυζάντιο μας έχει κληροδοτήσει.

Της Χριστίνας Ελευθεράκη