Λόγος περί του μυστηρίου των θαμμένων Φράγκων ηγεμόνων του Μορέως Βιλλεαρδουίνων και άλλων παράξενων ανακαλύψεων

Λόγος περί του μυστηρίου των θαμμένων Φράγκων ηγεμόνων του Μορέως Βιλλεαρδουίνων και άλλων παράξενων ανακαλύψεων

Η της παρούσης εποχής αγροτική μικρά πόλις της Ανδραβίδας, μ’ όλο που πλέον ελάχιστα το θυμίζει, υπήρξε κατά τους μέσους αιώνες μια από τις σπουδαιότερες, ευρωπαϊκής όψεως πολιτείες στην ιστορία του Μορέως και συνάμα η πρωτεύουσα της θρυλικής «Nova Francia», τουτέστι του ηγεμονευόμενου κράτους που γεννήθηκε εις ετούτον τον τόπο, από τους Σταυροφόρους ιππότες της 4ης Σταυροφορίας. Έλαμψε για περσότερο από δυό αιώνες, από τα 1205 έως και τα 1430 (περίπου).

Παραδομένος εις την ιστορία της φραγκοκρατούμενης Πελοποννήσου ολοψύχως εδώ και πολλούς καιρούς, δίχως άλλα προλεγόμενα, θα αρχινήσω να σας απηγούμαι μες από τις γραμμές ετούτες, κάποιες αξιοδιήγητες ιστορίες για τη μεσαιωνική αυτή πολιτεία, την «Andreville», όπως καλούταν εις τα μακρινά χρόνια της δόξας της, ρίπτοντας φως περσότερο εις τα μυστήρια της που ευρίσκονται σχεδόν ανέγγιχτα υποκάτω από τα ιμάτια των γνοφερών αιώνων, και τα οποία αφορούν το δύσλυτο αίνιγμα των αοράτων εις την εποχή μας γοτθικών μεσαιωνικών εκκλησιών και κοιμητηρίων της. Μέσα δε εις τον αυτόν γνόφο, θα επιχειρήσομε να ιδούμε στα κλεφτάτα, κατά πρώτον λόγο, κάθε εικόνα ζωηρώς καταγεγραμμένη του παρελθόντος, από τις απαρχές του περασμένου αιώνος και πίσω, συσχετιζόμενη με το βαθυκοίμητο ταφειό των τριών ενδόξων εις την εποχή τους, μα, σήμερα, ολότελα αμοιρολόγητων ηγεμόνων του Πριγκιπάτου της Αχαΐας κατά τον 13ο αιώνα, Βιλλεαρδουίνων. 

Ας γενεί λοιπόν ετούτο το κείμενο, τεμάχιο ταπεινό της θαρραλέας «κλείδας» εκείνης, η οποία θ’ αποσφραγίσει την βαρύτατη θύρα της ιστορίας της Ανδραβίδας, από τα χαλάσματα του Ώριμου Μεσαίωνος (13ος αιών) ως και τις ημέρες μας, με την προοπτική, να πραγματωθεί κάποια νέα, απολύτως συντονισμένη κι επίσημη σκαφική έρευνα εις το κοντινό ή απώτερο μέλλον.

Καθώς διασχίζει ο επισκέπτης της σύγχρονης κωμοπόλεως της Ανδραβίδας ένα μέρος της, ευρίσκεται εύκολα εις την κεντρική πλατεία της, έναντι της οποίας απαντά να στέκει κατά μόνας και εντός ενός περίφρακτου χώρου, ότι απομένει αρήμαχτο από το μοναδικό φανερό για την κωμόπολη θυμητάρι του μεσαίωνος, το οποίο δεν ειν’ άλλο, από ένα μέρος του γοτθικού καθεδρικού ναού της Αγίας Σοφίας, ενός κτίσματος τύπου βασιλικής, που χρονολογείται στο β’ μισό του 13ου αιώνος. Σύροντας ελαφρώς μια καγκελωτή θύρα, έχει πια βρεθεί ο φιλίστωρ ταξιδευτής, μέσα εις τον άλλοτε ιερό χώρο της παλαιάς γοτθικής εκκλησιάς, από την οποία απέμειναν ως τα σήμερα να τη θυμίζουν, το μεγαλοπρεπέστατό της ιερό, όπου κατά τρόπο θεσπέσιο φαντάζει ως έμπασή του μια μεγαλειώδης νορμανδική αψίδα, και τα εκατέρωθεν αυτού -όμοια εις την τεχνοτροπία- αλτάρια, σαν να λέμε δηλαδή βωμοί. Ο αξιαπόλαυστος ετούτος ναός, που υπήρξε άλλοτες η μητρόπολη του Ιπποτικού Μορέως, είν’ έργο που αποδίδεται εις τους Δομινικανούς μοναχούς της Γαλλικής Τουλούζης. Μπορεί δε ο ταξιδιώτης, θαρρώ, κινητοποιώντας την πολυτιμότερη νοητική ικανότητά του, ήτοι την φαντασία του, αφού γυροφέρει το ναό, να αγροικήσει το εξερχόμενο απ’ τα στενά, επιμήκη παραθύρια του αντιβούισμα, των φωνών εκείνων, των σεβασμίων προσώπων του Πριγκιπάτου του Μορέως, που απαρτίζανε την Υψηλή Κούρτη, τουτέστι την συνέλευση των βαρόνων της Φραγκίας και των Λατίνων επισκόπων.

Άξιο μνείας είναι να σημειώσομε, ότι ο ναός της Αγίας Σοφίας, ελειτουργούσε όταν οι καιροί το απαιτούσαν και ως έδρα για τον πρίγκιπα Γουλιέλμο Β’ των Βιλλεαρντουέν και την αυλή του, καθώς και για τον Λατίνο επίσκοπο της Ωλένης, ενώ, έξωθεν αυτού, καθώς γνωρίζομε κατουνεύανε και οι του πρώτου ακόλουθοι ιππότες. Διά την αρχιτεκτονική του ναού, μιας και είναι πολύ σπάνιο να την απαντήσει κανείς εις την πατρίδα μας, παραθέτω εις τον ενδιαφερόμενο μελετητή, μερικές λεπτομέρειες, οι οποίες είναι λόγια ειπωμένα από τον παλαιό Γάλλο αναδιφητή του ευρωπαϊκού μεσαίωνος J. A. Buchon (σ.σ. Η μετάφραση από το γαλλικό κείμενο στα ελληνικά, από την λογοτέχνιδα Φανή Παπαγεωργίου για λογαριασμό του σπάνιου πλέον έργου του συγγραφέα Ανδρέα Μπούτσικα, «Η Φραγκοκρατία στην Ηλεία τ.2ος):

[…] είναι μια πολύ όμορφη γοτθική εκκλησία. Στο εσωτερικό της αψίδας, που βρίσκεται στο μέσον, ενώνονται γοτθικά τόξα κύκλου πάρα πολύ καλοφτιαγμένα. Ολόκληρη η εκκλησία είναι πολύ καλοχτισμένη με φαρδιές πόρτες… Πλάι από το μεγάλο νάρθηκα υπάρχει στ’ αριστερά ένας μικρός νάρθηκας, σύγχρονος με την εκκλησία και με γοτθικές αψίδες του ίδιου είδους, ενώ ο δεξιός νάρθηκας έχει μια πόρτα λίγο πιο μικρή και δεν έχει καθόλου γοτθικές αψίδες στο εσωτερικό. Θα κτίσθηκε ασφαλώς αργότερα. Στα πλάγια της εκκλησίας υπάρχουν γοτθικά παράθυρα στενά και μακριά. Στο πίσω μέρος τετράγωνοι γοτθικοί στύλοι, όπως βλέπουμε σε όλες τις εκκλησίες μας, για να υποστηρίζουν τις εξωτερικές αψίδες […]

Το λοιπόν, αφού είπαμε τα ανωτέρω ενδιαφέροντα για την ωραία αυτή μητρόπολη των ιπποτών, ώρα είναι να περάσω να σας ειπώ μιαν ιστορία για έναν άλλο, μέγα εις το κλέος γοτθικό ναό, τον του Αγίου Ιακώβου, όστις ανήκει εις την κατηγορία των «αοράτων εκκλησιών» της κωμοπόλεως και ο οποίος υπήρξε το οικογενειακό μαυσωλείο των τριών σπουδαιότατων ηγεμόνων της Αχαΐας, δηλαδή του Γοδεφρείδου Α’ Βιλλεαρδουίνου, του πρωτότοκου υιού αυτού Γοδεφρείδου Β’, και του περιλάλητου για τα ιπποτικά του κατορθώματα Γουλιέλμου Β’ του «Καλαμάτα» .

Η ιστορία του Άγιου Ιάκωβου, που κάποτε επονομάσθη εντός της μιάς εκ των ξένων παραλλαγών του Χρονικού του Μορέως (σ.σ. Της Γαλλικής) ως το «Westminster Abbey» (σ.σ. Μέγας γοτθικός ναός του Λονδίνου χρονολογούμενος και αυτός εις τον 13ο αιώνα) του Μοριά, αρχινά κατά μίαν εκδοχή, λίγο ύστερα από τα 1246. Κατά το έτος αυτό, σημειώθηκε ο μακρυσμός της ψυχής εκ της σαρκός του τρίτου κατά σειράν ηγεμόνα της Αχαΐας Γοδεφρείδου Β’ Βιλλεαρδουίνου, του ανδρός εκείνου που, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας άφησε κληρονομία ο άγνωστος Φράγκος ή Φραγκοέλληνας συγγραφεύς του παλαιού χρονικού (σ.σ. Ένεκα περιορισμένου χώρου, δίνω μια περιγραφή με λόγια δικά μου αντί των στοίχων του Χρονικού του Μορέως) «σαν προαισθάνθη να σιμώνουν εκ του ουρανού κατά το κλινάρι του οι άγγελοι του «περάσματος», για να τόνε ζεστάνουν παίρνοντας τον εις τα χρυσεοφεγγή φτερά τους, παρήγγειλε προτού να υψωθεί κατά τους ουρανούς -και με το επιβλητικό της φωνής του να ‘χει σωθεί ολοτελώς- εις τον αδελφό του Γουλιέλμο (όστις θα ελάμβανε τη θέση του εις το θρόνο), να ανεγείρει εις την πρωτεύουσα του πριγκιπάτου έναν ναό. Ένα μνημείο, που να εμπνέει τον ενθουσιασμό διά του μεγέθους του, ομοίως και διά του κάλλους του, και το οποίο θα χώραγε κάπου εις τα ενδότερά του κι έναν μέγα τάφο αποτελούμενο από τρεις σαρκοφάγους. Τούτες δε οι σαρκοφάγοι, θα εδέχονταν το λείψανο του σταυροφόρου πατήρ τους, και ακολούθως το δικό του που πλια «ετοιμαζόταν», καθώς και εις το μέλλον, το του Γουλιέλμου.

Το πού ακριβώς είχε ενταφιασθεί αρχικώς ο πατέρας Βιλλεαρδουίνος, ειν’ ένα αίνιγμα. Παρά ταύτα, κατά μιαν άλλη εκδοχή, η οποία ευρίσκει στήριγμα εις το περιεχόμενο της πυκνοτάτης αλληλογραφίας του Πάπα Γρηγορίου IX, η εκκλησιά-μαυσωλείο του Αγίου Ιακώβου, είχε ήδη αρχινήσει να οικοδομείται αρκετά έτη παλαιότερα από τον ίδιο τον Γοδεφρείδο Α’, όστις απεβίωσε εις τα 1228. Εν πάση η περιπτώσει, το ποίος έθεσε τα θεμέλια του αυτού ναού δεν είμαστε εις θέσιν να το γνωρίζομε –ακόμη τουλάχιστον-, παρά μόνον ξέρομε ότι, ο Γοδεφρείδος Β’, υπαγόρευσε εις τον μελλοντικό τελειωτή -αν όχι ανεγέρτη- του μεγαλόπρεπου αυτού γοτθικού οικοδομήματος, τον αδελφό του Γουλιέλμο, ν’ αφιερώσει το ιερό κτίσμα εις τον «ένδοξο κύριό τους», τουτέστι εις τον Άγιο Ιάκωβο.  

Το λοιπόν, ο Γουλιέλμος εκτέλεσε κατά γράμμα τις εντολές του αδελφού του και σαν προαισθάνθη, καιρούς πολλούς μετά, ότι σίμωνε η στιγμή να αποχωρήσει και εκείνος για το τελικό ταξίδι της ψυχής (σ.σ. Εξέπνευσε την πρωτομαγιά του 1278), έδωσε παράγγελμα εις τους ανθρώπους του, η επιτάφιος πολυτελής πλαξ της μαρμαρένιας σαρκοφάγου του, να τόνε σκεπάσει εις τον ίδιο γοτθικό ναό της Ανδραβίδας, δηλαδή τον Άγιο Ιάκωβο, ενώ το λείψανό του να τοποθετηθεί στ’ αριστερά του πατρός του, όπως το ‘χε συμφωνήσει δηλαδή με τον μεγάλο του αδελφό Γοδεφρείδο Β’. Παραλλήλως, από το νεκροκρέβατό του μέσα εις τον αγαπημένο του πύργο του καστέλου των Καλαμών, ο Γουλιέλμος έκαμε δώρημα τον γοτθικό αυτόν ναό-μαυσωλείο εις το πολυθρύλητο ιεροπολεμικό τάγμα των Ιπποτών του Ναού (Ναϊτών), ενώ συνάμα όρισε, τέσσερις ιερείς του αυτού τάγματος, να άδουν «αιωνίως» ύμνους λυτρωτικούς διά τις ψυχές και των τριών ηγεμόνων.

Μολαταύτα, έκτοτε, η ιστορία δεν ομιλεί καθόλου διά την τύχην του πριγκιπικού μαυσωλείου, παρά εκβάλλει μοναχά μια στερνή κι αινιγματική μιλιά, αιώνες πολλούς μετά τα ανωτέρω, μέσα από τις σελίδες του περιηγητικού έργου του Γάλλου διπλωμάτη Φρανσουά Πουκεβίλ (σ.σ. Το «Ταξίδι στην Ελλάδα»), ο οποίος κατόπιν απ’ τη βόλτα την οποία έκαμε εις την κωμόπολη της Ανδραβίδας κατά τα χρόνια της «δύσεως» της Τουρκοκρατίας, σημείωσε τα παρακάτω:

«Σε μικρή απόσταση από την Αγία Σοφία, διέκρινα μια άλλη γοτθικού ρυθμού φράγκικη εκκλησία, η οποία ήταν, μέχρι τον 15ο αιώνα, η μητρόπολη των Λατίνων επισκόπων που ενθρονίστηκαν εκεί λίγο μετά την πλήρη κατάκτηση της Ήλιδας από το δούκα Μομφερρατικό.»

Τι συνέβη όμως από την εποχή του περιηγητή και ύστερα με την τύχη του γοτθικού αυτού ναού που, κατά πάσα πιθανότητα ήταν ο Άγιος Ιάκωβος; Κι ακόμη, τι να απέγιναν άραγες οι πολυτελείς σαρκοφάγοι με τα λείψανα των τριών πριγκίπων;

Εδώ θα πρέπει να σας ειπώ ότι, απ’ όλη την προσπάθεια την οποία κατέβαλλα επιμόνως για καιρό, εξαιτίας της σφοδράς μου επιθυμίας προς ανεύρεση όσο το δυνατόν περισσοτέρων στοιχείων περί του δυσεπίλυτου αυτού ζητήματος, τόσο μες από παλαιές βιβλιογραφικές πηγές, όσο και από τον ελληνικό τύπο των πρώτων δεκαετιών του περασμένου αιώνος (Εποχή κατά την οποία παρατηρείται μεγάλη εκδήλωση ενδιαφέροντος εις τους κύκλους των Ελλήνων διανοητών για την περίοδο της Φραγκοκρατίας), καθώς επιπλέον και από κατ’ ιδίαν συζητήσεις που είχα με διάφορους αρχαιολόγους, ήλθα σε γνωριμία με αρκετές θεωρήσεις. Για τον λόγο ετούτον, σχεδόν μετά βεβαιότητος μπορώ να καταθέσω τη γνώμη πως, εάν δεν γενούν πραγματικότητα εις την γύρω από τα ρημάδια της Αγίας Σοφίας περιοχή συστηματικές ανασκαφικές έρευνες, ειν’ ακατόρθωτο ν’ απαντηθεί από τον οποιονδήποτε το ρώτημα που πιο συγκεκριμένα λέγει: Σε ποία θέση της κωμοπόλεως της Ανδραβίδας ευρίσκεται καταχωμένος(;) ο ναός του Αγίου Ιακώβου μετά των λειψάνων των τριών ηγεμόνων του Μορέως; Εδώ ενομίζω πως έχει σημασία, να σας εκθέσω ένα μικρό μα λίαν ενδιαφέρον ψηφί των στοιχείων που συνέλεξα, ορίζοντας ως αφετηρία ένα απόσπασμα από κάποιο όλως διόλου εις λήθην αφημένο, κείμενο του αειμνήστου Εγγλέζου ιστορικού Ουίλιαμ Μίλλερ, το οποίο τιτλοφορείται «Ανδραβίδα, λησμονημένη Γαλλική πρωτεύουσα», και που εδημοσιεύθη το έτος 1927 εις το περιοδικό του «Νέου Ελληνομνήμονος» (σ.σ. Οι σημειώσεις δικές μου, ομοίως και ο έντονος χρωματισμός λέξεων):

[…] Εν αυτή (σημ. Εννοεί την Εκκλησία του Αγίου Ιακώβου), είχον ταφεί οι τρεις εκ του οίκου των Βιλλαρδουίνων ηγεμόνες, ο μέν πατήρ εν τω μέσω, οι δε υιοί εκατέροθεν αυτού. Επί πολλούς αιώνας ουδείς ιστοριοδίφης ετάραζε την ανάπαυσιν των Γάλλων ηγεμόνων, αλλά περίπου πρό δεκαοκτώ ετών, ο νύν εν Ουασιγκτώνι πρέσβυς της Ελλάδος κος Λάμπρος Κορομηλάς και δύο άλλοι Έλληνες ενδιαφερόμενοι περί της ποιητικής εκείνης εποχής της πατρίου ιστορίας (σημ. Αυτοί ήσαν ο Φίλιππος Λέλλης και ο Ανδρέας Μομφερράτος) ήλθον εις την Ανδραβίδαν και ανέσκαψαν εν τη θέσει, όπου έκειτο ο Άγιος Ιάκωβος. Επειδή δε ήκουσα παρά των επιχωρίων παντοίας συγκρουομένας διηγήσεις περί των αποτελεσμάτων της ανασκαφής ταύτης, ήλθον εις επικοινωνίαν προς τους τρεις ειρημένους κυρίους, όπως μάθω ακριβώς τα γενόμενα, αλλ’ ουδέν άλλο έμαθον ή ότι η έρευνα αυτών απέβη άκαρπος. Τα μόνα υπ’ αυτών ευρεθέντα υπήρξεν η ακίς ακοντίου και ο γιγάντιος σκελετός Ναΐτου, επειδή η εκκλησία εκείνη είχε παραχωρηθεί εις τους Ναΐτας υπό του τρίτου των Βιλλαρδουίνων ηγεμόνων […]

Του Μιλτιάδη Τσαπόγα

Η επιτάφια πλάκα της πριγκίπισσας Άννας/Αγνής Βιλλεαρδουίνης, κόρης του βυζαντινού ηγεμόνα της Ηπείρου Μιχαήλ Β’, τρίτης και τελευταίας συζύγου του Γουλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου, προέρχεται από την Ανδραβίδα.
Το φραγκικό καστροπάλατο Clermont (Χλεμούτσι) παρά την Κυλλήνη.