Ένας στους τέσσερις κατοίκους της Μεσσηνίας είναι άνω των 65 ετών

Ένας στους τέσσερις κατοίκους  της Μεσσηνίας είναι άνω των 65 ετών

Γερνάει η Μεσσηνία και γερνάει απότομα, καθώς, σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα» που υλοποιείται από τον ΕΛΚΕ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και τα βασικά της συμπεράσματα δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο «Θ», ανήκει στην κατηγορία των νομών που οδεύουν προς έναν εκρηκτικό συνδυασμό «γήρανσης» και «υπεργηρίας».

Αυτό, σε συνδυασμό με τα τελευταία στοιχεία απογραφής του 2021 που δημοσιοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ τους προηγούμενους μήνες, και σύμφωνα με τα οποία η Μεσσηνία απώλεσε τη δεκαετία 2011-2021 το 9,4% του μόνιμου πληθυσμού της, κάνουν την κατάσταση ιδιαίτερα ανησυχητική.

Η έρευνα αποδεικνύει ότι στη Μεσσηνία ένας στους τέσσερις μόνιμους κατοίκους της είναι άνω των 65 ετών, ενώ στους εκατό κατοίκους άνω των 65 ετών, πάνω από 17 άτομα είναι ηλικίας άνω των 85.

Γερνάει η χώρα
Τα συμπεράσματα της έρευνας περιλαμβάνονται στο 11ο τεύχος της σειράς «Flash News» με θέμα «Ηλικιωμένοι και υπερήλικες στην Ελλάδα, οι χωρικές διαφοροποιήσεις της γήρανσης», ένα ψηφιακό ενημερωτικό δελτίο που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του χρηματοδοτούμενου από το ΕΛΙΔΕΚ (και υλοποιούμενο από τον ΕΛΚΕ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας) Ερευνητικού Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα».

Οι ερευνητές, καθηγητές Βύρων Κοτζαμάνης και Βασίλης Παππάς (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και Πανεπιστήμιο Πατρών αντίστοιχα), αλλά και η Μυρσίνη Φωτοπούλου (υποψήφια διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας), επικεντρώνονται σε αυτή τη δημοσίευση στη γήρανση (αλλά και τη «γήρανση μέσα στη γήρανση») των ελληνικών νομών, αξιοποιώντας τις εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθυσμό της Ελλάδας με τα διαθέσιμα μέχρι στιγμής στοιχεία (01/01/2020), αναδεικνύοντας και αποτυπώνοντας σε συνοδευτικούς χάρτες τις υφιστάμενες σήμερα σημαντικές διαφοροποιήσεις.

Ο πληθυσμός μας μεταπολεμικά αυξήθηκε κατά 2,99 εκατομμύρια (7,69 εκατ. το 1951, 10,68 εκατ. το 2021). Η αύξηση αυτή προήλθε αποκλειστικά από την αύξηση των 19 ετών και άνω, καθώς το πλήθος των 0-19 ετών μειώθηκε κατά 890 χιλιάδες περίπου, ενώ αντιθέτως οι 20 ετών και άνω αυξήθηκαν κατά 3,93 εκατομμύρια (+84% σε σχέση με το 1951).

Ανάμεσα στο 1951 και το 2021, όμως, οι άνω των 65 ετών, καθώς και οι άνω των 85 ετών, αυξήθηκαν πολύ ταχύτερα από τους 20-64 ετών:  το πλήθος της πρώτης ομάδας υπέρ-τετραπλασιάσθηκε και αυτό των 85+ πολλαπλασιάστηκε επί 12,5, ενώ οι 20-64 ετών αυξήθηκαν μόνον κατά 51%. 

Το αποτέλεσμα των πρότερων μεταβολών ήταν η γήρανση του πληθυσμού μας, καθώς:

-οι 65+ σήμερα (2,41 εκατ.) αποτελούν το 22,6% του συνολικού πληθυσμού έναντι μόλις του 7% το1951 (520 χιλ.)

-οι 85+ (390 χιλ. το 2021) αποτελούν το 3,7% έναντι του 0,4% το 1951 (35 χιλ.)

-η μέση και η διάμεση ηλικία του πληθυσμού μας αυξήθηκαν κατά 14,7 έτη η πρώτη (30,0 το 1951, 44,7 σήμερα) και κατά 19,1 η δεύτερη (26,4 το 1951, 45,5 σήμερα).

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η αύξηση της δημογραφικής γήρανσης στην Ελλάδα, όπως και σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, οφείλεται σε δυο, βασικά, παράγοντες: στην αύξηση του μέσου όρου ζωής (γήρανση εκ της κορυφής της πυραμίδας) και στη μείωση της γονιμότητας (γήρανση εκ της βάσης της πυραμίδας).

Μεσσηνία: ένας στους τέσσερις άνω των 65
Σε εθνικό επίπεδο, το ποσοστό των 65 και άνω υπερβαίνει πλέον το 22,5%. Η Μεσσηνία ανήκει στην κατηγορία των 25 από τους 51 νομούς όπου οι 65 και άνω υπερβαίνουν το 24% στο σύνολο του πληθυσμού (χάρτης 1)! Δηλαδή, ένας στους τέσσερις κατοίκους της Μεσσηνίας, είναι άνω των 65 ετών.

Η γήρανση χαρακτηρίζει κυρίως την ηπειρωτική Ελλάδα, με τους ορεινούς νομούς της να καταγράφουν σαφώς υψηλότερα του μέσου εθνικού όρου ποσοστά.

Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οδεύουμε, επομένως, προς μια ταχύτατη γήρανση ενός μεγάλου τμήματος της ηπειρωτικής Ελλάδας που, αν συνεχισθεί, θα υποθηκεύσει τις όποιες προσπάθειες κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξής του. Η ανακοπή του κύματος φυγής των νέων και, σε δεύτερη φάση, η προσέλκυση και εγκατάσταση στις περιοχές αυτές νεανικού πληθυσμού είναι επομένως αναγκαίες, αν δεν επιθυμούμε να βρεθούμε πολύ σύντομα (και όχι το 2050) σε μια μη αναστρέψιμη πλέον κατάσταση, με ένα μεγάλο τμήμα της χώρας μας να χάνει συνεχώς πληθυσμό και ταυτόχρονα να έχει τρεις ηλικιωμένους στους δέκα εναπομείναντες κάτοικους του

Σε ό,τι αφορά την «υπεργηρία», το ειδικό βάρος δηλαδή των 85 και άνω στο συνολικό πληθυσμό (Χάρτης 2), θα διαπιστώσουμε τις αναλογικά ακόμη μεγαλύτερες αποκλίσεις από το μέσο εθνικό όρο (3,5%) καθώς σε 7 από τους 51 νομούς τα ποσοστά (>5%) είναι 1,5 φορά υψηλότερα από τον προαναφερόμενο μέσο όρο.

Πάνω από 5% άνω των 85 ετών
Η Μεσσηνία ανήκει στην κατηγορία όπου το ποσοστό των 85 ετών και άνω στο συνολικό πληθυσμό του νομού είναι πάνω από 5%.

Η εξέταση, τέλος, του ειδικού βάρους των 85 και άνω στους 65 και άνω, δηλαδή της «γήρανσης μέσα στη γήρανση» (Χάρτης 3), παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Υπενθυμίζεται καταρχάς ότι ενώ σήμερα σε εθνικό επίπεδο αντιστοιχούν λίγο λιγότερα από 16 άτομα 85+ στα 100 άτομα που είναι 65+, το 2050, βάσει των υφιστάμενων προβολών, αναμένεται να αντιστοιχούν 19-21 (ένας στους πέντε). Το 2020, όμως, ήδη σε 15 νομούς της χώρας μας με συνολικό πληθυσμό που αγγίζει το ένα εκατομμύριο το 2020 (το 9% του πληθυσμού μας αλλά το 25,5% της επιφάνειας) αντιστοιχούν περισσότερα από 18 άτομα 85+ σε 100 ηλικιωμένους 65+, σε τέσσερις δε από αυτούς (Λακωνία, Αρκαδία, Φωκίδα και Ευρυτανία) περισσότερα από 20.

Οι νομοί αυτοί έχουν, επομένως, ξεπεράσει 30 χρόνια νωρίτερα τον αναμενόμενο το 2050 μέσο εθνικό όρο, ενώ οι 11 υπόλοιποι αναμένεται να τον υπερβούν πολύ σύντομα.

Η Μεσσηνία βρίσκεται και πάλι πάνω από το εθνικό μέσο όρο και ανήκει στην κατηγορία των νομών όπου στα 100 άτομα που είναι άνω των 65 ετών, περισσότερα από 17 είναι άνω των 85.

Συμπερασματικά, οι ερευνητές αναφέρουν:  «Οδεύουμε, επομένως, προς έναν εκρηκτικό συνδυασμό “γήρανσης” και “υπεργηρίας” σε περισσοτέρους από 1 σε 4 νομούς της χώρας μας. Αυτό σημαίνει ότι σε λίγα χρόνια (πολύ πριν το 2050) θα έχουμε μια ομάδα νομών όπου το 1/3 του πληθυσμού τους θα είναι 65 ετών και άνω, ενώ ταυτόχρονα το 1/4 των ηλικιωμένων τους θα είναι “υπέργηροι”. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι στις μετά το 1970 γενεές έχουμε μείωση της γαμηλιότητας και αύξηση των διαζυγίων, καθώς και του ποσοστού όσων δε θα έχουν παιδιά, ένα διαρκώς αυξανόμενο πλήθος ηλικιωμένων θα βρεθεί μετά τα 65 του με πολύ λίγα άτομα στο στενό του οικογενειακό περιβάλλον την τελευταία περίοδο της ζωής του.

Το κράτος προνοίας -και όχι η οικογένεια- θα κληθεί, επομένως, να καλύψει όλο και περισσότερο τις ανάγκες των ατόμων αυτών, με δεδομένο ότι τα κόστη θα είναι αδύνατον να καλυφθούν από τους ιδίους».

Της Βίκυς Βετουλάκη