Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Κωστής Αλεβίζος επιστρέφει στα πάτρια εδάφη για το «Το δόντι και ο βράχος»

Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Κωστής Αλεβίζος επιστρέφει στα πάτρια εδάφη για το «Το δόντι και ο βράχος»

Αρχίζουν γυρίσματα στην Πύλο για τη νέα του ταινία με πρωταγωνιστή τον Αλαζάν

Το όνομα του Κωστή Αλεβίζου έγινε ευρύτερα γνωστό στη Μεσσηνία από το πρόσφατο κάλεσμα ότι αναζητά βοηθητικούς ηθοποιούς για να συμμετάσχουν το άλλο Σαββατοκύριακο 8-9/10 στην ταινία μικρού μήκους που θα γυρίσει στην Πύλο (οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επικοινωνούν με την υπεύθυνη διανομής ρόλων Νίκη Κορδά στα τηλέφωνα 6939-088213 ή 6947-349991).

Ο 34χρονος Πύλιος στην καταγωγή σεναριογράφος και σκηνοθέτης έχει, όμως, θετικά διαπιστευτήρια και στη συγγραφή και στη δημιουργία ταινιών εδώ και μια 5ετία περίπου, με την πρώτη του «Το βάρος της θάλασσας» να αποσπά τιμητικές διακρίσεις και θερμές κριτικές. Το δεύτερο κινηματογραφικό του εγχείρημα θα μπει σε τροχιά υλοποίησης με τα γυρίσματα που θα ξεκινήσουν στην περιοχή της Πύλου την προσεχή Πέμπτη 6 και θα διαρκέσουν έως την Κυριακή 9 του μήνα (θα συμπληρωθούν στην Αθήνα το διήμερο 15-16/10). Πρόκειται για μια ακόμη ταινία μικρού μήκος, υπό τον τίτλο «Το δόντι και ο βράχος», βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα που περιλαμβάνεται (μαζί με κάποια ποιήματα) στο βιβλίο που εξέδωσε το 2019.

Το σενάριο και ο Μεσσήνιος δημιουργός βρήκαν γρήγορα ανταπόκριση -εξασφαλίζοντας χρηματοδότηση από το Πρόγραμμα Μικροφίλμ της ΕΡΤ και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου- όχι όμως και παραγωγό, με τον Κωστή να ξεπερνά και αυτόν το σκόπελο βουτώντας με θάρρος στα βαθιά, αναλαμβάνοντας αναγκαστικά και αυτό το κομμάτι, με ώθηση από την πίστη στην πένα του και στην κινηματογραφική του κάμερα.

Αλλά περί τίνος πρόκειται; Ο νεαρός σκηνοθέτης εξηγεί: «Ο βράχος είναι η μπούκα της Σφακτηρίας που μοιάζει με δόντι, οπότε από εκεί είναι ο τίτλος. Η ιστορία ξεκινά με ένα πατέρα και μια κόρη, που γυρίζουν στην Πύλο μετά πολλά χρόνια. Η κόρη έχει κάποιες παιδικές αναμνήσεις, ο πατέρας έχει καιρό κι αυτός να κατέβει στον τόπο, γυρίζουν και τη βλέπουν αλλαγμένη. Ο πατέρας απογοητεύεται και κλείνεται στο σπίτι και η κόρη πηγαίνει στον πλάτανο, στην πλατεία, ο οποίος επίσης έχει καταληφθεί από τουρίστες και γκολφέρ. Εκεί συναντά έναν παλιό φίλο του πατέρα της, ενώ εμπλέκονται ένας παλιός επιστήμονας που είχε ξεμείνει στην Πύλο από το πρόγραμμα του Δημόκριτου με τα πειράματα για τα νετρίνα, ένας παλιός ψαράς που έχει εγκαταλείψει τη θάλασσα και έχει ανοίξει τον καφενέ, ένας πρόσφυγας Σύρος και ένας μετανάστης Αλβανός, που ενώ παλιότερα δούλευε στις ελιές, τώρα δουλεύει στα γκολφ, ένας ποιητής κι εκεί γίνεται λίγο μαύρη κωμωδία το πράγμα. Ο πατέρας και αυτός ο φίλος είναι υπαρκτά πρόσωπα. Ο φίλος είναι ο πρώην φύλακας του κάστρου, γνωστός με το παρατσούκλι Αλαζάν, ο οποίος πέθανε 5 μέρες μετά το θάνατο του πατέρα μου, οπότε κάπως κι αυτό ήταν αφορμή για το σενάριο. Ο Αλαζάν ήταν μια πολύ ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Σε κάποιες επαφές που είχα με ντόπιους υπήρχε κόσμος που συγκινούνταν όταν έλεγα ότι θα κάνω ταινία με πρωταγωνιστή τον Αλαζάν κι ενώ στην αρχή έλεγαν ότι ντρέπονταν να βγουν στο φακό, μετά ήθελαν να συμμετάσχουν γι’ αυτόν. Και εμάς ως παιδιά που πηγαίναμε με τα ξαδέλφια μου, μας έχει στιγματίσει. Είναι άδειος ο πλάτανος χωρίς τον Αλαζάν. Είναι, δηλαδή, πράγματα τα οποία έχω ζήσει. Από τη μια, η επιβαρυμένη υγεία του πατέρα μου που τον απέτρεπε και έκανε δύσκολη τη μετακίνησή του και, από την άλλη, η αγωνία του να ξαναδεί τον τόπο και τον πλάτανο της πλατείας, με τον οποίο είχε έρωτα. Η Πύλος είναι, λοιπόν, ο τόπος του πατέρα μου, όπου από πολύ μικρός κάναμε διακοπές τα καλοκαίρια ή το Πάσχα. Έχει ισχυρή επίδραση πάνω μου και έχω ανάμεικτα συναισθήματα όταν βλέπω το πώς έχει διαμορφωθεί με την τουριστικοποίηση».

Ο Κωστής Αλεβίζος πήρε τα πρώτα ερεθίσματα από την αγάπη του πατέρα του, Πέτρου, αλλά και της μητέρας του, για το σινεμά και το διάβασμα, με τη συγγραφή και τη σκηνοθεσία να πηγάζουν «από μια ανάγκη έκφρασης αυτών που έχεις μέσα στο κεφάλι σου και να μη μείνεις αδιάφορος για όσα συμβαίνουν στον κόσμο, στην κοινωνία γύρω σου και για τα προβλήματα της γενιάς σου».

Στην ερώτηση αν νιώθει ότι έχει βρει το δρόμο του, απαντά: «Με ενδιαφέρει, θέλω να το εξελίξω, να το κάνω καλά, αλλά το έχεις βρει το δρόμο σου στις δικές μας γενιές δεν αντιστοιχεί. Αναγκαζόμαστε τόσο γρήγορα που προχωρούν τα πράγματα και οι εξελίξεις να ανοίγουμε συνέχεια καινούργιους δρόμους. Η συγκυρία που ζούμε είναι πολύ δύσκολη. Νομίζω ότι ξαναζούμε στιγμές πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βλέπουμε το φασισμό να ξανανεβαίνει σε όλη τη Ευρώπη, οπότε νομίζω ότι το να μπορείς κάθε στιγμή να ξέρεις ποια είναι η στιγμή στην οποία ζεις, αυτό είναι το σημαντικό. Οι προβλέψεις είναι πολύ δύσκολες και ίσως δυσοίωνες».

-Για τη διαφορά συγγραφής και σκηνοθεσίας λέει: «Είναι τελείως άλλο να κάτσεις στο σπίτι σου να γράψεις ένα σενάριο και τελείως διαφορετικό να το υλοποιήσεις και να συνεργαστείς με άλλους 30 ανθρώπους στον ίδιο χώρο και να πάρεις ό,τι καλύτερο από εκείνη τη στιγμή που συμβαίνει. Στο σενάριο μπορείς να επανέλθεις, ενώ στην ταινία έχεις ένα πλάνο για να πάρεις την αλήθεια της στιγμής, οπότε πρέπει να είσαι 100% εκεί».

-Για τα συναισθήματα που έφερε η ολοκλήρωση της πρώτης του ταινίας και το ξεκίνημα των γυρισμάτων για τη νέα, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Δεν ξέρω πότε ακριβώς λες ότι έχει ολοκληρωθεί μια ταινία. Έχουν περάσει τρία χρόνια από “Το βάρος της θάλασσας” και νιώθω πια ότι έχω μια απόσταση και μια άποψη του τι πήγε καλά, τι δεν πήγε. Το να καταφέρεις να ολοκληρώσεις μια ταινία νομίζω είναι αρκετά δύσκολο εγχείρημα και είναι από μόνο του κάτι πολύ πολύ σημαντικό. Το γεγονός ότι εμείς είχαμε κι ένα καλό αποτέλεσμα, μου δίνει τη δυνατότητα να κάνω αυτή τη δεύτερη, και μακάρι η δεύτερη να μου δώσει τη δυνατότητα να κάνω και μια τρίτη…

Τώρα υπάρχει ενθουσιασμός και λαχτάρα για το ότι θα κάνω ταινία και, βέβαια, πάντα όταν πηγαίνω στην Πύλο έχω μια ανυπομονησία να δω το λιμάνι από ψηλά, από τις πρώτες στροφές, να βρεθώ στον τόπο μου. Από την άλλη, υπάρχει το άγχος που έχει μια ταινία -πόσο μάλλον όταν είσαι παραγωγός και σκηνοθέτης- για να πάνε όλα καλά, να μη μας τα χαλάσει ο καιρός ή για άλλους αστάθμητους παράγοντες».

Ο Κωστής και η δουλειά του

που είναι μόνο στην αρχή…

Ο Κωστής Αλεβίζος γεννήθηκε στις 25/2/1988 στην Αθήνα. Σπούδασε με υποτροφία που του δόθηκε προς τιμήν του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Λάρισας στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου. Το 2017 το σενάριό του για την ταινία μικρού μήκους με τίτλο «Το βάρος της θάλασσας» επιλέχθηκε και χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα Μικροφίλμ της ΕΡΤ. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, όπου απέσπασε δύο βραβεία, Τιμητική διάκριση Φωτογραφίας για τη φωτογραφία του Γιώργου Φρέντζου GSC και Τιμητική Διάκριση Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας για τη Σίσσυ Τουμάση. Στη συνέχεια επιλέχθηκε, προβλήθηκε και τιμήθηκε σε διάφορα μεγάλα φεστιβάλ στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Το 2019 δημοσιεύτηκε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «ΓΙΟΣ» από τις εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος-υποψήφιο για βραβείο νέου λογοτέχνη από το περιοδικό «Κλεψύδρα». Το 2020 το σενάριό του για την ταινία μικρού μήκους με τίτλο «Το δόντι και ο βράχος» επιλέχθηκε από το πρόγραμμα Μικροφίλμ της ΕΡΤ.

Θα μετουσιωθεί κινηματογραφικά αυτό τον Οκτώβριο με ηθοποιούς και συντελεστές τους: Γιάννη Κοκιασμένο, Γιώργο Μπινιάρη, Μαριέλλη Μανουδάκι, Ανδρέα Μαριανό, Νίκο Παντελίδη, Σενά Καραφίλ, Κωνσταντίνο Σιριδάκη, Παναγιώτη Τόλια, Νταφτέρ Χαμντί. Σενάριο-Σκηνοθεσία: Κωστής Αλεβίζος, Διευθυντής φωτογραφίας: Διονύσης Ευθυμιόπουλος, Σκηνικά – κουστούμια: Χρύσα Δαπόντε, Διευθυντήρια παραγωγής: Έλενα Ζήκου, Βοηθός Σκηνοθέτη: Γιώργος Μπόγδανος.

Της Χριστίνας Ελευθεράκη