Συμβολή του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου στην αρχαιολογική σκαπάνη της Αρχαίας Μεσσήνης

Συμβολή του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου στην αρχαιολογική σκαπάνη της Αρχαίας Μεσσήνης

Με αφορμή την πρόσφατη εκδήλωση με τίτλο «Μια αρχαία πόλη γίνεται χριστιανική. Τρία χρόνια αρχαιολογικής έρευνας του ΑΠΚΥ στην Αρχαία Μεσσήνη (2020-2022)», η εκπομπή του ΡΙΚ «Πανεπιστημιακοί Θησαυροί» προσκάλεσε τον επικεφαλής της κυπριακής πανεπιστημιακής αποστολής, αναπληρωτή καθηγητή στο Πρόγραμμα «Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό» του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου, Γιώργο Δεληγιαννάκη, για μια ευρύτερη και πιο κατατοπιστική συζήτηση με τη δημοσιογράφο Δόξα Κωμοδρόμου.

Ο Γ. Δεληγιαννάκης είναι διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και ειδικεύεται στη μελέτη της Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Ανατολικής Μεσογείου με έμφαση στους Ρωμαϊκούς και Υστερορωμαϊκούς Χρόνους. Τα τελευταία 15 περίπου χρόνια εργάζεται στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου και είναι γνωστός ερευνητικά στο πεδίο της Ύστερης Αρχαιότητας, τόσο στον ελληνόφωνο όσο και στο διεθνή χώρο, έχοντας δημοσιεύσει πλειάδα επιστημονικών άρθρων και δύο μονογραφίες με θέμα την περιοχή του ανατολικού Αιγαίου και την Κύπρο κατά την Ύστερη Αρχαιότητα.

Ο επικεφαλής της σημαντικής αυτής ανασκαφικής έρευνας ρωτήθηκε από την κα Κωμοδρόμου για την πρωτοβουλία και τα αποτελέσματα της έρευνάς του κι εξήγησε το ανασκαφικό έργο στην Αρχαία Μεσσήνη, το οποίο, όπως είπε, υλοποιείται με τη συμμετοχή φοιτητών και αποφοίτων του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου από το 2020, συμπληρώνοντας τρεις ακαδημαϊκούς περιόδους με τη στήριξη, μεταξύ άλλων, του Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη, το οποίο χρηματοδοτεί δεκάδες αρχαιολογικά έργα τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό.

smart

Πως μια αρχαία πόλη μετατράπηκε σε χριστιανική
Συγκεκριμένα, αναλύθηκε η ζωή της πόλης στα χρόνια της Ύστερης Αρχαιότητας, το τέλος του αρχαίου κόσμου, δηλαδή από την περίοδο του Μεγάλου Κωνσταντίνου έως τα χρόνια των αραβικών επιδρομών, τον 7ο αιώνα μ.Χ., οπότε ένα μεγάλο μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χάνεται για πάντα.

Ο Γ. Δεληγιαννάκης μίλησε για τις σχέσεις χριστιανών και εθνικών, αλλιώς πολυθεϊστών ή ειδωλολατρών, τη συμβίωση και τον ανταγωνισμό τους στην πόλη, όπως προκύπτει από τις ανασκαφές που έγιναν παλαιότερα αλλά και πιο πρόσφατα.

Ο επικεφαλής της ανασκαφής εξήγησε πως η χριστιανική κοσμοθεωρία συναντά τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, είτε αυτό αφορά στην πολεοδομική οργάνωση μιας πόλης είτε στις συμπεριφορές των ανθρώπων και τα πιστεύω τους, συμπεριλαμβανομένων και ζητημάτων που αφορούν στην οικογένεια, τη σχέση των ανθρώπων με τον κόσμο που τους περιβάλλει και με το θείο, το δημόσιο και ιδιωτικό βίο κ.ά.

Η μετάβαση, εξήγησε, γίνεται σταδιακά και όχι απότομα, με τη συμβίωση των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων τις περισσότερες φορές να φαίνεται πως γίνεται ειρηνικά, χωρίς βέβαια να αποκλείονται και ξεσπάσματα βίας ή κρατικής καταστολής. Δε θα πρέπει να θεωρηθεί, όμως, όπως είπε, ότι η χριστιανική κοινότητα βρισκόταν περιχαρακωμένη, αλλά αντίθετα συνεργάζεται και συμβιώνει με τους εθνικούς, επικρατώντας σταδιακά.

Εμπειρία ζωής η όποια επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο
Ο εντυπωσιακός και επιβλητικός αρχαιολογικός χώρος οφείλεται στην επί τέσσερις δεκαετίες εξαιρετική ανασκαφή και αναστήλωση από τον καθηγητή Κλασσικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Πέτρο Θέμελη.

Φοιτητής πριν από 20 χρόνια, ο κ. Δεληγιαννάκης είναι σήμερα επικεφαλής ανασκαφικής ομάδας. Σε δύο δεκαετίες οι αλλαγές στον αρχαιολογικό χώρο εντυπωσιάζουν. Δεν είναι μόνο η ανακάλυψη νέων κτηρίων, αλλά και η ανάδειξή τους που κάνουν την Αρχαία Μεσσήνη ένα από τα ωραιότερα αρχαιολογικά πάρκα της Ελλάδας, έχοντας αποσπάσει αρκετά ευρωπαϊκά βραβεία και διακρίσεις.

Όπως εξήγησε, πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους σε έκταση αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα, αφού συμπεριλαμβάνει δημόσια κτήρια όπως αρχαίο Θέατρο, επιβλητικές οχυρώσεις, Ασκληπιείο, Αγορά, Στάδιο, Γυμνάσιο, Βουλευτήριο, εκκλησίες, νεκροταφεία και τόσα άλλα μνημεία, τα οποία μπορείς να θαυμάσεις σε μια μεγάλη έκταση, αλλά και στο τοπικό αρχαιολογικό μουσείο.

Ανακάλυψη ερειπίων πρωτοβυζαντινής εκκλησίας
Τα αποτελέσματα της ανασκαφικής έρευνας, παρουσιάστηκαν στην εκδήλωση του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου για πρώτη φορά στο ευρύ κοινό, πρόσθεσε ο κ. Δεληγιαννάκης, και συνδέονται «με τις υπόλοιπες μαρτυρίες που διαθέτουμε για τη μετάβαση της πόλης από τις αρχαίες λατρείες στο χριστιανισμό και τη συνύπαρξη χριστιανών και πολυθεϊστών στην πόλη κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε σε χώρο όπου είχαν προηγουμένως εντοπιστεί τα ερείπια “βυζαντινής εκκλησίας”, ανατολικά του ιερού τεμένους του Ασκληπιού και ο οποίος ανήκε σε ένα από τα ελάχιστα βυζαντινά/μεσαιωνικά τμήματα της πόλης που δεν είχε προηγουμένως ανασκαφεί ή διαταραχθεί από άλλες δραστηριότητες. Το κτήριο γνώρισε αρκετές οικοδομικές φάσεις και χρήσεις κατά το διάστημα μιας χιλιετίας περίπου.

Το πλούσιο υλικό που συγκέντρωσε η ανασκαφική ομάδα προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για την ιστορία της βυζαντινής/μεσαιωνικής Μεσσήνης και φωτίζει πτυχές της μετάβασης μιας κοινωνίας οργανωμένης σύμφωνα με τις αρχές της ελληνορωμαϊκής πόλης σε βυζαντινή/μεσαιωνική».

Σκιαγράφηση της μετάβασης της κοινωνίας από ελληνορωμαϊκή σε χριστιανική
«Σκοπός μας ήταν να διαβαστεί το έδαφος βήμα βήμα, στρώμα στρώμα. Η ρυμοτομία της πόλης, το μνημειακό τοπίο αλλάζει. Πάνω στα ερείπια των λαμπρών μνημείων αναπτύσσεται ένας συνοικισμός από μικρά σπίτια, πυκνά δομημένα με σημείο αναφοράς της χριστιανικής αυτής πόλης τις εκκλησίες της. Έχουν μέχρι σήμερα ανακαλυφθεί τρεις εκκλησίες, στον τύπο της ξυλόστεγης βασιλικής, από τις οποίες μία έχει ανασκαφεί συστηματικά. Η δική μας ανασκαφή εστιάζει σε μία εκ των τριών εκκλησιών, με τα πρώτα συμπεράσματά της να δείχνουν πως κτίστηκε ίσως τον 5ο αιώνα και συνεχίζει να χρησιμοποιείται για περίπου μισή χιλιετία.

Κάποια στιγμή το κτήριο γκρεμίζεται και περιορίζεται η χρήση του χώρου ως λατρευτικού μόνο στο ανατολικό κομμάτι ως ένα αυτόνομο παρεκκλήσι και σιγά σιγά αναπτύσσονται ταφές, γίνεται δηλαδή ένας κοιμητηριακός ναός. 

Στη συνέχεια ο χώρος αλλάζει χρήσεις και εκτός από ένα μεσαιωνικό νεκροταφείο, φιλοξενεί βιοτεχνικές δραστηριότητες, ένα πατητήρι για παραγωγή κρασιού, καθώς και άλλους μικρότερους λατρευτικούς χώρους». 

Ο κ. Δεληγιαννάκης μίλησε, μάλιστα, για τους ιδιοκτήτες επαύλεων, τα αγάλματα που τοποθετούσαν και τις διακοσμήσεις των αιθουσών τους, αλλά και τις σχέσεις τους με τον αυτοκράτορα Μεγάλο Κωνσταντίνο. «Ερμηνεύοντας τα μνημεία και ευρήματα, μπορούμε να σκιαγραφήσουμε προσωπικές ιστορίες και συνδυαστικά ολόκληρης της πόλης. Μια πολύ σημαντική ανακάλυψη από τη συνοικία του θεάτρου, είναι μια διακοσμημένη έπαυλη με ψηφιδωτά, η οποία τον 3ο αιώνα μετατρέπεται σε ένα χώρο χριστιανικής λατρείας. Η έπαυλη αυτή μετατρέπεται σε μια εν οίκω εκκλησία, όπως μας δείχνουν οι επιγραφές στα ψηφιδωτά του δαπέδου που αναφέρονται σε έναν αναγνώστη και ένα επίσκοπο, ενδεχομένως τον πρώτο επίσκοπο της πόλης. Αυτός ο χώρος αργότερα καταστρέφεται, η κεντρική αίθουσα επεκτείνεται και η κοινότητα των χριστιανών μεγαλώνει».