«ΘΑΡΡΟΣ» 4 Ιουλίου 1924: Καλαματιανές εικόνες

«ΘΑΡΡΟΣ» 4 Ιουλίου 1924: Καλαματιανές εικόνες

Πυρπολούμεθα. Η πόλις μας ολόκληρος μετεβλήθη εις ένα τεράστιον φούρνον, εις τον οποίον ψήνονται συμπολίται και συμπολίτιδες. Και καβουρδίζονται εις το μεγάλο αυτό καβουρδιστήρι οι Καλαματιανοί και αναλύονται ως κολώνες πάγου και αφήνουν την πόλιν και κατεβαίνουν εις την Παραλίαν και ατενίζουν όλοι προς το βάθος της θαλάσσης με την αυτήν αγωνίαν που ο Οδυσσεύς ίστατο περίλυπος εις την ακτήν της νήσου της Κίρκης δια να ιδή καπνόν αναθρώσκοντα εκ της πατρίδος του.

Και όλα αυτά τα θερμά βλέμματα και τα μανδύλια προς ποίον νομίζετε πως απευθύνονται; Προς τον δροσερόν μπάτην ο οποίος παιγνιδίζει εις την επιφάνειαν της θαλάσσης.

-Η πολυπληθής συντροφιά του άρρενος φύλου εκάθητο γύρω από τα τραπέζια του παραλιακού καφενείου και ανέμενε ματαίως μίαν ριπήν ανέμου. Θρόμβοι ιδρώτος περιέρρεον τα μέτωπα και τα άκρα παράλυτα εζήτουν ημίσειαν ντουζίναν καρέκλες δια να τοποθετηθούν. Έξαφνα επέρασε μία κατάλευκη σιλουέττα, επέρασαν η προσωποποίησις της χάριτος και της δροσιάς. Και αμέσως ένα πνεύμα δροσερού αέρος έπνευσεν εις την συντροφιάν, η οποία εξύπνησεν αμέσως. Μία γυναίκα εδρόσισε με την διάβασίν της την συντροφιάν περισσότερο από κάθε παγωτό και καλλίτερα από τον μπάτην, ο οποίος εβραδυπορούσε παίζων εις την επιφάνειαν της θαλάσσης. Αλλά η γυναίκα αυτή ήτο η γυναίκα. Ήτο αέρινη και σταγών πρωινής δροσιάς.

-Η νυκτερινή Παραλία έχει καθαρώς ιδικήν της φυσιογνωμίαν. Ο κόσμος των θαυμαστών της συγκεντρώνεται εκεί και δέχεται τα δώρα της και απολαμβάνει τας απολαύσεις της. Όσον και αν επικρατή νηνεμία εις την πόλιν, εις την Παραλίαν πνέει πάντοτε ένας δροσιστικός απόγειος άνεμος, ο οποίος μπορεί να ειπή κανείς δεν γίνεται ενοχλητικός εις δριμύτητα μετά τα μεσάνυχτα.

Καϋμένη Παραλία, εάν έλειπες, πόσος κόσμος θα ήτο δυστυχής.

-Θέλετε να περάσετε ολίγας ώρας απολαύσεως και ηδονής; Είναι το ευκολώτερον πράγμα. Αρκεί να πληρώσετε ένα μικρόν ποσόν δια να ανανεωθήτε σωματικώς και πνευματικώς, να πιήτε το μαγικό νερό που είπιε και ο Φάουστ. Όλος ο πυρπολούμενος κόσμος τρέχει εις τα λουτρά και λούεται και απολαμβάνει και γίνεται ευτυχής δι’ ολίγας στιγμάς ή δι’ ολίγας ώρας. Δοκιμάζει κανείς τόσην ηδονήν παραδίδων τον άθλιον και ξεροψημένον από την ζέστην εαυτόν του εις το υγρόν στοιχείον, μέσα εις το οποίον δέχεται και όλα τα φιλιά του μπάτη.

Κύριοι! Τα λουτρά κατά την εποχήν αυτήν είναι η μόνη απόλαυσις των κατοικούντων την μακαρίαν αυτήν πόλιν και ως τοιαύτην σας την συνιστώμεν. Δεν έχετε παρά να δοκιμάσετε και θα φύγετε εκείθεν αληθινά ξανανιωμένοι.

ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ

__________________

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ
«ΘΑΡΡΟΣ» 19 Ιουλίου 1924
Κανείς αναμφιβόλως συμπολίτης μας, απασχολούμενος με το συμφέρον της πόλεως, δεν θα είχεν αυτάς τας ημέρας την καταδεκτικότητα να επιχειρήση έναν περίπατον μέχρι του Κάστρου. «Ο πέτρινος γίγαντας της δυνάμεως, που είδε την μακράν ζωήν μιας πόλεως και αντήχησεν εις τα βραχώδη στέρνα του το χονδρό πάτημα των Φράγκων πολεμιστών, οι μικρές επάλξεις και οι βαθιές στέρνες που άκουσαν και είδαν τα ειδύλλια των κομψών ιπποτών, οι στενοί δρόμοι και οι σκοτεινοί ηχηροί θόλοι που είδαν τον Βιλλαρδουίνον, είναι τώρα όλα ερειπωμένα και χαλασμένα από το πέρασμα του χρόνου. Και μόνον όταν το απόγευμα ο ήλιος, υπερήφανος λαμπρός βασιληάς, στέλλει τας ακτίνας του στο Κάστρο και ο γηραιός γίγαντας πνίγεται εις χρυσήν αποθέωσιν φωτός, παίρνει κάτι από την παληάν αίγλην του και ο βαρύς όγκος διαγράφεται καθαρά και επιβλητικά εις το ξανθό πέλαγος του ηλίου.

Μόνον που δεν βλέπει κανείς τους κομψούς Φράγκους ιππότας και δεν ακούει το καθαρό γέλοιο των δεσποινών, όπως ακούει το μουρμούρισμα του θολού ποταμιού που βρέχει τα πόδια του παληού γίναντα».

Αυτά θα έλεγα αν ήμουν αισθηματικός πεζός ποιητής, ως εντύπωσιν από μίαν επίσκεψιν εις το Κάστρο την οποίαν απετόλμησα χθες. Εις τον νουν μου ήλθον οι στίχοι του Μαρκορά: «Ω ξάγναντα βγαλμένος, απόμεινα βουβός και σταστισμένος από ωραίο φως».

Δυστυχώς κατά την υλόφρονα εποχήν μας ουδέποτε αι Μούσαι έχουν την συγκατάβασιν να έλθουν και εις την παραμικράν επικοινωνίαν με την στετήν διανοητικότητά μας, η οποία παραμένει απελπιστικώς ξηρά και δεν κατορθώνει να εξέλθη ποτέ από το στενόν όριον της αυστηράς πραγματικότητος και των αναγκών της ζωής.

Κατά συνέπειαν είμαι ηναγκασμένος να αρκεσθώ εις τα πράγματα: Το Κάστρο, καθώς είναι τελευταίως περιποιημένον και πλούσιον εις βλάστησιν, αποτελεί θαυμάσιον περίπατον. Και καταφεύγων εκ δευτέρου εις την υπόθεσίν μου, εθεώρουν τον άθλιον εαυτόν μου ως έναν από τους πολλούς παραλήδες. Αντί να σαπίζω τα χρήματα μέσα εις τον μπεζαχτάν, θα απεφάσιζα να κτίσω εκεί εις το παλαιόν φρούριον όχι ερωτικήν φωλεάν, αλλά ένα μικρό καφενεδάκι με γλυκίσματα και μεζέδες, με την βεβαιότητα ότι δε θα επετούσα τον πολυΰμνητον παράν. Δυστυχώς οι πλούσιοι προτιμούν το ασφυκτικόν χρηματοκιβώτιον από τον καθαρόν αέρα και κατ’ αυτόν τον τρόπον πολλοί ολίγοι έχουν τον ηρωισμόν να ανεβούν εκεί με τον φόβον να πάθουν από την δίψαν και την έλλειψιν κάθε αναψυχής.

Ο ΡΙΠ

_____________

ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ
«ΘΑΡΡΟΣ» 22 Ιουλίου 1924
Δια τους ανθρώπους οι οποίοι πιστεύουν ότι εκτός των δρόμων Φαρών και Αριστομένους δεν υπάρχει κανείς άλλος προς την Παραλίαν, κάμνω την γνωστοποίησιν ότι υπάρχει μία ρωμαντική διάβασις, η οποία περνά μέσα από άλση που δεν φαντάζονται όσοι κυκλοφορούν από τους δύο κεντρικούς. Ο δρόμος των περιβολιών που αρχίζει από τον αντιβραχίονα είναι μία όασις μοναδικής ρωμαντικότητος και απολαύσεως. Οι φράχται των περιβολιών είναι καταπράσινοι και εις τις δύο μεριές απλούνται τα περιβόλια της Καλαμάτας, γεμάτα από άνθη, από κόκκινα οπωρικά και χρυσίζοντα λεμόνια. Κρυσταλλένια νερά κυλιούνται δίπλα εις τον ήρεμον δρομαλάκον, τα οσφραντικά νεύρα ερεθίζονται από το πυκνόν άρωμα των ανθέων και το μάτι αναπαύεται εις μίαν άπειρον έκτασιν πρασίνου. Αυτά βλέπει και αυτά αισθάνεται, όποιος θα αποφύγη τους δύο κεντρικούς δρόμους και θα περάση από τα περιβόλια. Εις αυτόν τον δρόμον ήκουσα το προχθεσινό βράδυ, την ώραν όπου όλα ήσαν ήσυχα και καρτερημένα, το πρώτο εφέτος τραγούδι του αηδονιού. Μέσα εις τα κατάπυκνα φυλλώματα μιας λεμονιάς και την ώραν που εσιγοπέθαινεν η ημέρα, ένα αηδόνι παράλυτο από τον έρωτα και από τη χαρά της ζωής, είχε στήσει το ερωτικό του τραγούδι και μεθυσμένο από την ιδίαν του φωνήν, έπαιζεν όλα μαζί τα όργανα και ανέβαινεν εις όλην την μουσικήν κλίμακα πότε με τρελλούς λαρυγγισμούς και πότε με σιγαλούς τόνους.

Μία ορχήστρα την οποίαν δεν κατήρτισε κανένας μουσικός και δεν διηύθυνε κανένας μαέστρος με μπαγκέτα, έπαιζε τα πλέον ώμμορφα κομμάτια, τραγούδια προς την ζωήν και ύμνους προς τον έρωτα, την ώραν κατά την οποίαν εις την πόλιν έπαυεν ο αγών της ζωής και όλοι εζήτουν ανάπαυσιν από τους κόπους της ημέρας, τους αγώνας και τα θυσίας των.

Και εις μίαν πόλιν τεσσαράκοντα χιλιάδων κατοίκων όπου ψυχαγωγικά κέντρα δεν υπάρχουν, όπου η βιωτική σκληρότης αφήνει εις όλα την θανάσιμον σφραγίδα της, όπου όλα πρέπει να φέρουν την ετικέττα της εθιμοτυπίας δια να μη γίνη το μέγα έγκλημα και σπάση ποτέ το περιβάλλον δια να δώση θέσιν εις την λανθάνουσαν φύσιν, ένας περίπατος από τον δρόμον αυτόν είναι από τους ολίγους που δεν θα κάμουν κανέναν να μεταμεληθή.

Εις την βασιλείαν του πρασίνου το μάτι αναπαύεται εξαιρετικά. Και μεταξύ μιας κυανής ταινίας ποικιλμένης εις τα άκρα με κρόσσια λευκά και του απολύτου πρασίνου, ημπορεί κανείς εύκολα να ξεχασθή ολίγον, χωρίς κίνδυνον παρεξηγήσεως.

Ο ΡΙΠ