Ίσως δημιουργηθεί ένα νέο τουριστικό προϊόν, αυτό του αειφόρου τουρισμού

Ίσως δημιουργηθεί ένα νέο τουριστικό προϊόν, αυτό του αειφόρου τουρισμού

Οι τελευταίες μεγάλες περιβαλλοντικές αλλαγές, που αντιμετωπίζει ολόκληρηη Μεσογειακή λεκάνη, δημιουργούν σημαντικές εξελίξεις στην περαιτέρω ανάπτυξη και τη διαχείριση του τουρισμού, όπως τον γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.

Χιλιάδες τουρίστες, πλέον, αρχίζουν και προτιμούν να ταξιδεύουν πιο βόρεια, καθώς δεν αντέχουν τις τόσο υψηλές θερμοκρασίες.

H κλιματική κρίση, πλέον, δείχνει να επηρεάζει όλο και πιο πολύ μια από τις πιο βασικές πηγές εσόδων της Ισπανίας, τον τουρισμό.Το ίδιο αναμένεται να συμβεί και σε άλλες χώρες, με αντίστοιχες κλιματολογικές συνθήκες.

Οι ουρές και η ταλαιπωρία στους αρχαιολογικούς χώρους τις ημέρες του καύσωνα τουλάχιστον, και όχι μόνο, ήταν η χειρότερη εμπειρία για τους επισκέπτες μας. Ας αφήσουμε τους τουρίστες στη Ρόδο, που τους έβαλαν σε ημιφορτηγά βοσκών προκειμένου να γλιτώσουν την πύρινη λαίλαπα.

Παραδοσιακά, οι τουρίστες επιλέγουν τη Νότια Ευρώπη για τον ήλιο και τις καλές θερμοκρασίες. Ωστόσο, φέτος το καλοκαίρι, οι τουρίστες που επισκέφθηκαν χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Γαλλία, εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους, λόγω του καύσωνα, καθώς ξεπέρασε κάθε προσδοκία τους.

Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ταξιδιών (ETC), ο αριθμός των ανθρώπων που αναμενόταν να ταξιδέψει στην περιοχή της Μεσογείου από τον Ιούνιο έως τον Νοέμβριο έχει ήδη μειωθεί κατά 10% σε σύγκριση με το περασμένο έτος.

Όσο περίεργο και αν φαίνεται, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Δανία και η Τσεχία αποτελούν πλέον νέους καλοκαιρινούς προορισμούς. Ακόμη και στη Μεσσηνία, ο κόσμος προτιμάει τις ορεινές περιοχές, προκειμένου να αποφύγει τη ζέστη.

Ο τουριστικός κλάδος πιστεύει ότι μόνο η ποιότητα και η βιωσιμότητα των προορισμών μπορούν να σώσουν την κατάσταση, ώστε οι τουρίστες να μπορούν να απολαύσουν «το πιο δροσερό καλοκαίρι της ζωής τους», αλλά βεβαίως και την ασφάλειά τους. Χαρακτηριστικές είναι οι αποφάσεις λιμενικών αρχών στη Νάξο και τα Κουφονήσια, που απαγορεύουν πλέον τη χρήση πλωτών μέσων στην περιοχή τους.

Είναι αναμφισβήτητο ότι όλες οι παράκτιες περιοχές της Μεσογείου και πρωτίστως της χώρας μας, με τα περισσότερα χιλιόμετρα ακτών, θα αντιμετωπίσουν τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά προβλήματα από τις αλλαγές που βιώνουμε.

Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, η αύξηση της θερμοκρασίας, η επιταχυνόμενη τήξη των πάγων, η συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής λόγω ακραίων επαναλαμβανόμενων ατμοσφαιρικών φαινομένων μεγαλύτερης διάρκειας και συχνότητας, δημιουργούν ασφυκτικές πιέσεις, κυρίως στις παράκτιες περιοχές με πολύ χαμηλά υψόμετρα.

Αν συμπεριλάβουμε και τις ιδιαίτερα ακραίες δυσμενείς συνθήκες με επακόλουθο τις ανεξέλεγκτες πυρκαγιές στις αγροτοδασικές ζώνες κατά την περίοδο που διανύουμε, αντιλαμβανόμαστε ότι οι καταστροφές αυτές φοβίζουν ανεπανόρθωτα τα εκατομμύρια τουριστών που επισκέπτονται την κάθε Μεσογειακή χώρα και τη δική μας.

Οι παράκτιες ζώνες έχουν τη μεγαλύτερηδόμηση και επισκεψιμότητα, με συγκέντρωση του συνόλου σχεδόν του πληθυσμού τους θερινούς μήνες.

Η πρόσβαση και η κατοικία σήμερα είναι εφικτή, αλλά τα επόμενα 100 χρόνια θα δυσκολέψει σταδιακά και οι πληττόμενες περιοχές θα καταστούν δυσπρόσιτες με σημαντικές γεωμορφολογικές αλλαγές, με αποτέλεσμα την ερημοποίηση της εσωτερικής αλλά και της παράκτιας ζώνης.

Ακόμα και η επάρκεια αγαθών και ασφαλούς κατοικίας και υποδομών θα είναι υπό αμφισβήτηση.

Άρα, θα υπάρξουν σημαντικές μεταβολές και μετακίνηση του ενδιαφέροντος σε περιοχές που θα καλύπτουν πλέον υψηλά περιβαλλοντικά κριτήρια.

Ίσως δημιουργηθεί και ένα νέο τουριστικό προϊόν, αυτό του αειφόρου τουρισμού, που θα έχει μόνο θετικές και όχι αρνητικές συνέπειες στο ήδη διαταραγμένο φυσικό περιβάλλον.

Δηλαδή μηδενικά απόβλητα και ρύπους, χρήση αποκλειστικά ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αειφόρα συστήματα διαβίωσης και εξασφάλιση της βιοποικιλότητας, αντιμετώπισητων χωροκατακτητικών ειδών κλπ.

Αυτός, λοιπόν, ο τουρισμός θα είναι ευπρόσδεκτος και επωφελής.

Το μοντέλο, άλλοι παίρνουν τα χρήματα και άλλοι παίρνουν τα απόβλητα και την απώλεια των φυσικών πόρων, δεν είναι αποδεκτό.

Αρκεί να σκεφτούμε ότι η πρόληψη απαιτεί επενδύσεις, οι οποίες, ωστόσο, εξοικονομούν πολλαπλάσια ποσά από αυτά που απαιτούνται για την αποκατάσταση των φυσικών καταστροφών από πυρκαγιές και πλημμύρες που είναι συχνότερες και πιο καταστροφικές για τον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον.

Του Μιχάλη Αντωνόπουλου, γεωλόγου – γεωτεχνικoύ περιβάλλοντος. Μ.Sc.,
Δημοτικό Σύμβουλο