«ΘΑΡΡΟΣ» 20 Φεβρουαρίου 1930: Μία επίσκεψις εις τα «απόμερα» και ύποπτα κέντρα, τα ταβερνεία, τα καμπαρέ κ.λπ.

«ΘΑΡΡΟΣ» 20 Φεβρουαρίου 1930: Μία επίσκεψις εις τα «απόμερα» και ύποπτα κέντρα, τα ταβερνεία, τα καμπαρέ κ.λπ.

ΣΤΑ ΚΑΜΠΑΡΕ
Η ελευθεριότης των ηθών εσχάτως έχει εξαιρετική διαστολή. Οι απειράριθμες δυσκολίες συγκροτήσεως οικογενείας έφεραν μοιραίως την κοινωνίαν να υιοθετήση και να νομιμοποιήση ως απαραίτητα ιδρύματα, τα καμπαρέ. Τούτο δεν αποτελεί τι το νέον. Εμάς ενδιαφέρει μόνον και θα μας απασχολήση η τάξη εκείνη των ανθρώπων, η οποία δεν έπρεπε να συχνάζη εκεί. Και αυτή είναι η των ανηλίκων εργατοπαίδων και μαθητών. Η αποκάλυψίς μας αυτή και παράδοξος είναι και απαρέσκει εις τους ενδιαφερομένους. Δεν αδικούμεν κανέναν. Τα φτωχά εκείνα πλάσματα τα προσφέροντα την «συντροφιά» τους στους ανθρώπους αδιαφορούν περί του ποιού των πελατών – και τούτο είναι φυσικόν. Άπαξ ο όλεθρος του λαμπρού μέλλοντος τα συνέτριψε υπό το βαρύ του πέλμα αδιαφορούν τελείως αν εκείνους που θα «κόψουν» είναι μαθητής ή φτωχό εργατόπαιδο… και εν τοιαύτη περιπτώσει πώς θα κατασταλή ο ογκούμενος αυτός υπόνομος.

Εδώ και μόνον έχουν τον λόγο αι αστυνομικαί διατάξεις, αυταί πρέπει να εφαρμοσθούν. Αλλά να εφαρμοσθούν. Κύριε Χωροφύλαξ, συλλάβετε τον νεαρόν, εξακριβώσατε την κοινωνικήν του κατάστασιν και οδηγήστε τον εκ του ωτίου στο σπίτι του. Αυτός δεν θα επαναλάβη το πείραμα και το θλιβερόν θέαμα «μικρού συντροφευομένου» δεν θα ξαναπαρουσιασθή εμπρός μας. Ερευνήστε στα ύποπτα εκείνα κέντρα που δυνατόν να συχνάζουν νέοι. Θα έχωμεν – επαναλαμβάνομεν- όχι ριζικήν θεραπείαν του κακού, αλλά τινά διαστολήν. Μη παρασύρεσαι από την αντίληψιν ότι οι Καλαματιανοί είναι γλεντζέδες και επιτρέπεις το γλέντι χωρίς κανένα μέτρο και σταθμό εις τους νεαρούς Καλαματιανούς.

Πρόσεξε μέχρις ότου παρακάμψει το ακρωτήριο της επικινδύνου ηλικίας. Δια τούτο σε έταξε η κοινωνία.

Αν κανείς έχει την υπομονή ξαγρυπνώντας να γυρίση τα γνωστά και άγνωστα μετά των «οικογενειακών αιθουσών» κέντρα, θα ευρεθή προ νεαρών υπάρξεων οι οποίες διασκεδάζουν μετά γυναικών, πολύ μεγαλειτέρας των ηλικίας και κοινωνικής πείρας και πολύ μικρωτέρας υγείας.

Δεν είμαστε βέβαια τόσον αφελείς και… απρόσεκτοι ώστε να μη αντιλαμβανόμαστε ότι δεν διατρέχουμε τον κίνδυνον να νομισθούμε… διαπράττοντες σκαλάθυρμα με ρηχήν φιλοσοφικήν επίχειρισιν και επιφανειακήν παρατηρητικότητα.

Αυτός που μας παρηκολούθησε ευθύς εξ αρχής θα μας δικαιώση για τους ελιγμούς μας… Σύμφωνοι!

Ωστόσο, ας προχωρήσουμε την έρευνά μας εξετάζοντες τα πράγματα τώρα περισσότερον αντικειμενικά.

Η ΧΑΣΙΣΟΠΟΤΙΑ
Όλοι μας ασφαλώς θα ‘χουμε ακουστά, ή θα ‘χουμε διαβάσει από βιβλία, τα όνειρα και τους οραματισμούς του χασισοπότου κι όλοι μας, ποιος λίγο, ποιος πολύ, θα ξέρουμε τον όλεθρο που τον περιμένει. Περιττό λοιπόν να εκταθούμε σ’ αυτό το σημείο. Εκείνο που πρέπει να μας απασχολήση κυρίως είναι το αν υπάρχουν νεαροί χασισοπόται στην πόλη μας. Όσο για τους εμπόρους και τους προμηθευτάς χασίς, το ζήτημα αυτό ξεφεύγει της ερεύνης μας.

Και δυστυχώς, υπάρχουν ουκ ολίγοι στον τόπο μας νεαροί που επιδίδονται με ακράτητη επιθυμία και φανατισμό στη χασισοποτία. Με τη γυμνή γλώσσα της αληθείας μάς πιστοποιεί τούτο το αστυνομικό δελτίο. Δεν πέρασε μήνας αφ’ ότου δεκάς ολόκληρη νεαρών χασισοποτών συνελήφθη σε μια τρώγλη της οδού Μεσσήνης, όπου κάθε βράδυ εξεστράτευε στρατιά ολόκληρη νέων και – ας μεταχειρισθούμε τη λέξη τους – «χαρμάνιαζε», και ωδηγήθη στο αυτόφωρο Πλημμελειοδικείο το οποίο επέβαλε ανάλογη ποινή φυλακίσεως και χρηματική ποινή στον καθένα.

Σκέφθηκα πως αν έπαιρνα μια συνέντευξη με κάποιον γέρο που συχνάζει στο συνοικιακό καφενείο όπου παίρνω το πρωινό μου ρόφημα και σας μετέδιδα τη συνομιλία που ανοίξαμε περί χασισοποτίας, δεν θάτανε ενοχλητική ενασχόλησή σας, αν όχι… ευχάριστη διατριβή.

Εξ αφορμή της συλλήψεως της παραπάνω δεκάδος, των χασισοποτών που τα ονόματά των παρήλασαν από τις στήλες του καλαματιανού Τύπου, ασφαλώς δημιουργηθήκανε θόρυβοι, συζητήσεις πλατειές γύρω από τη χασισοποτία.

Πλευρίζω λοιπόν σε μια παρέα της οποίας… προήδρευεν ο γερο-Βασίλης ή η «παληά αμαρτία», όπως τον φωνάζουν οι θαμώνες του καφενείου.

Πολύ εύκολος σε εκμυστηρεύσεις ο φίλος…

-Καλώς τα πολεμάτε, μπάρμπα Βασίλη.

-Ω, καλώς τον. Για πες μας τι έμαθες για τους χασισοπότες που «συλλήψανε» χτες;

-Εσύ πώς τ’ άκουσες το γεγονός.

-Να σου πω. Αυτά είναι παιδάκια και φυσικά πιαστήκανε σαν ποντικοί στη φάκα. Τι να σου πω, βρε παιδί μου, κι εγώ ήμουν κάποια φορά της συνομοταξίας αυτής, αλλά λάβαινα και τα μέτρα μου.

Ακούστε την ιστορία του.

 «Από μικρός και γω παρασύρθηκα σε πολλές αμαρτωλές πράξεις και πρώτα – πρώτα στη χασισοποτία. Οι γονείς μου σαν πληροφορηθήκανε και διαβλέψανε τον όλεθρο που με περίμενε, με ξυλοκόπησαν μια, δυο τρεις, αλλά πού μυαλό ο Βασιλάκης. Άρχισαν πια να βαριεστάνε και μ’ αφήσανε στο έλεος του θεού. Αλλά πώς να μη κάπνιζε κανείς χασίς, αφού το νεανικό μυαλό εύκολα παρασύρεται… Έγινα στην αρχή αχθοφόρος – κι έτσι οικονομούσα λιανά, γραμμή για τον ντεκέ που ήτανε τότε στημένος στην αμμουδιά της Παραλίας. Πολλές φορές μπουκάριζε η Αστυνομία, αλλά είχαμε λάβει όλα τα προφυλακτικά μέτρα και τις περισσότερες φορές την “πουλέβαμε”.

Έτσι διέκρινa από μακρυά αστυνομική σιλουέτα, το νούμερό μας αυθωρεί το σύνθημα “Στον καιρόν”. Χώσιμο οι λουλάδες στην άμμο και τα άλλα σύνεργα, και την κορόιδα. Έλα όμως που πολλές φορές μας πιάνανε σαν ποντικούς στη φάκα και τότε “Θεέ μου, βάλε… την πλάτη σου, γιατί η δική μας λύγισε από τις πολλές βουρδουλιές”! Αλλά τι τα θέλεις αυτά… περασμένα ξεχασμένα.

Δεν θα ξεχάσω όμως μια βραδυά που είχα παραφουμάρει και καθώς ακολουθούσα την οδόν Φαρρών – μεσάνυχτα ήτανε – αν δεν πρόφταινε να μου ξεγλυστρήση ένας διαβάτης, θα τον σκότωνα. Το λέω κι ανατριχιάζω. Και μήπως ξέρω και γω γιατί ήθελα να διαπράξω έγκλημα; Το αφιλότιμο το χασίς βλέπεις άλλους ρίχνει σε βλακώδες γέλοιο, άλλους σε κλάμμα εξακολουθητικό, άλλους τους αντρειώνει, άλλους τους οπλίζει και τους παρακινάει να εγκληματίσουν, άλλοι χασισοπόται ξεκοιλιάζονται μεταξύ τους. Θυμάμαι κάποια φορά…».

-Καλά, καλά, τον διακόπτω. Και γιατί να καπνίζεις;

-Την αρχή όλα εκείνα, που κατόπιν καταντούν έτσι στον άνθρωπο, του φαίνονται αστεία διασκέδαση. Μα ύστερα όμως του γίνονται πάθος ανίατο κι έτσι ακολουθάει το πεπρωμένο! Εγώ όμως εξαιρετικά αν κάπνιζα, κάπνιζα γιατί «πολλοί καιροί με δέρνανε».

Στην πόλη μας υπάρχουν πάρα πολλοί νεαροί χασισοπόται. Ακαταμάχητον επιχείρημα η προ μηνός συλληφθείσα δωδεκάς χασισοποτών νέων.

Τα αίτια του κοινωνικού αυτού παραστρατήματος είναι και απλά και γνωστά, αίτια τα οποία αντικρύζουμε καθημερινώς και προσπερνάμε χωρίς ν’ αποδίδωμεν την πρέπουσαν σημασία. Τέτοιοι έκφυλοι νέοι είναι μάλλον εκ των εργατικών τάξεων. Παιδιά φτωχών οικογενειών που η ανεργία τα έφερε στα λαϊκά καφενεία που συχνάζονται από ανθρώπους, όχι βεβαίως στην ολότητα, που το λεξιλόγιό τους καθώς χαρτοπαίζουν αποτελείται από λέξεις και φράσεις που εξάπτουν την φαντασία του νεαρού ακολουθούντος.

Οι νέοι αυτοί είναι άπειροι. Αποδεδειγμένος είναι ο υπαινιγμός για κάτι απαγορευμένο που γίνεται το δημιουργό χέρι του ολέθρου ή της μεγαλουργίας όταν αυτός που κάθε υπαινιγμός εγράφη στην ψυχή του ευρεθή με ελεύθερο πεδίο δράσεως να πειραματισθή, να συνεχίση και να συνηθίση κάθε κακό ή καλό.

Οι νεαροί έχουν πειραματισθεί. Έχουν πλευρίσει και το γεροντόμαγκα που ξέρει «από τέτοια». Τα λίγα χρήματα που πήρανε, τι να τα πρωτοκάνουν; Και προτιμούν να ξεχάσουν τις πίκρες της ζωής, μια και δεν μπορούν να απολαύσουν τις χαρές της.

Και σαν σουρουπώσει καλά γλυστράει στη σκοτεινιά ατάραχη, από αστυνομική επίβλεψη, η θλιβερή ομήγυρη νέων με το «γέρο», ξαπλώνονται και φουμάρουν…

Μα έχουν ακόμα κι άλλα μέρη που η σκιά των χωροφυλάκων δεν φθάνει μέχρις εκεί. Η αμμουδιά της Παραλίας, τα χωράφια του «Καλαμιτσιού», οι καλαμιώνες του Νέδοντος και τόσες άλλες «χούνες»… Είναι μέρη που οι νέοι αυτοί εύκολα τα καταφέρνουν «να φουμάρουν» χωρίς να συσπειρώνονται σε γωνιές ερειπίων που θα τους προσβάλλει το κρύο.

Μα το κακό δεν θάταν τόσον απελπιστικόν αν το θράσος των ανθρώπων αυτών και η αστυνομική ανεπάρκεια δεν τους άφηνε να φουμάρουν και στα καφενεία των απομεμακρυσμένων συνοικιών. Στα λεγόμενα αυτά καφενεία και στα μικρομάγαζα τα χωρίς επιγραφή που κατέχει ένας «μακαντάσης», πολλοί, πάρα πλλοί ανενόχλητοι φουμάρουν. Με το οχύρωμα το «απαραβίαστο των ασύλων» εκατοντάδες στην Καλαμάτα επιδίδονται στο ολέθριο αυτό πάθος.

Τα λαϊκά καφενεία και ταβερνεία με το «ιδιαίτερο» προτιμώνται από τους νέους, γιατί εκεί στρίβουν το «τσιγαριλίκι» και υπάρχει και νούμερο που δίνει το σύστημα κινδύνου!

Και εξαπατάται κανείς εύκολα, γιατί νομίζει πως το τσιγάρο του νέου εκείνου εργάτη είναι ένα τσιγάρο σαν τα άλλα – κι όχι πως έχει μέσα το δηλητήριο χασίς κι έτσι ο αστυνομικός προσπερνάει και φεύγει…

Είπαμε και εις την αρχή της ερεύνης μας ότι οι πληγές αυτές της κοινωνίας θα εχρειάζοντο ριζοσπαστικώτερα μέτρα, αλλά επί του παρόντος ό,τι επιβάλλεται να γίνη επαφίεται εις την Αστυνομία εξ ολοκλήρου. Όχι για την τελεία θεραπεία του κακού – το τονίζουμε – αλλά για κάποια καταστολή.

Έτσι το κακό θα μετριασθή και τώρα – και σήμερα – εφ’ όσον έχει τις ενδείξεις εκείνες, εφ’ όσον υπάρχουν καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον των απανθρώπων αυτών, έχει το δικαίωμα, υποχρεούται να τους απελάση. Τι περιμένει;