«ΘΑΡΡΟΣ» 18 Ιανουαρίου 1929: Ένα αποτρόπαιον έγκλημα δια 5-6 χιλ. δραχμάς

«ΘΑΡΡΟΣ» 18 Ιανουαρίου 1929: Ένα αποτρόπαιον έγκλημα  δια 5-6 χιλ. δραχμάς

Ενώπιον του ενταύθα Κακουργιοδικείου δικάζεται σήμερον μία υπόθεσις εις άκρον ενδιαφέρουσα. Πρόκειται περί ενός κυριολεκτικώς αποτροπαίου και φρικιαστικού εγκλήματος το οποίον έλαβε χώραν την 24ην Μαΐου 1928 εις το χωρίον Βερβίτσα, όπου εφονεύθη ο υπάλληλος της εταιρείας των Ραπτομηχανών Σίγγερ 25ετής Δημήτριος Μέγγος εκ Μασκλίνης της Κυνουρίας, υπό τας ακολούθους περιστάσεις.

Περιοδεύων ο εν λόγω υπάλληλος εις τον τέως Δήμον Οινούντος προς είσπραξιν των δόσεων επί πιστώσει πωληθεισών ραπτομηχανών της εταιρείας του, διήλθεν εκ Βερβίτσης την ανωτέρω μνημονευθείσαν ημέραν, όπου προσεφέρθη να τον φιλοξενήση κατά την νύκτα ο Ν. Ματθαίος. Δεχθείς τούτο ο ατυχής Μέγγος διενυκτέρευσεν εις την οικίαν τούτου, πλην από της νυκτός εκείνης εξηφανίσθη, κατόπιν δι’ αναζητήσεως τόσον εκ μέρους της εταιρείας Σίγγερ, όσον και παρά των συγγενών του, επελήφθη σχετικών ανακρίσεων η αστυνομία Σπάρτης, αναλαβόντος την διευκρίνισιν της υποθέσεως του ανθυπομοιράρχου κ.  Αναστασάκου.

Ο Νικ. Ματθαίος και η αδελφή του κληθέντες εις ανάκρισιν περιέπεσαν εις αντιφάσεις, καθ’ όσον ο μεν πρώτος κατέθεσεν ότι ο Μέγγος ανεχώρησεν την εσπέραν της 24ης Μαΐου εκ Βερβίτσης χωρίς να παραμείνη εκεί, η δε δευτέρα ότι ο Μέγγος διενυκτέρευσεν εις την οικίαν των.

Κρατηθείς κατόπιν τούτο ο Ματθαίος και εξαναγκασθείς από της ανακρίσεως ωμολόγησεν ότι ο Μέγγος εφονεύθη παρά του Ν. Κανέλια, το δε πτώμα του μετεφέρθη και ενεταφιάσθη παρά την θέσιν Κούμαρον και ότι αυτά δήθεν όλα τα είπεν εις αυτόν ο ίδιος Κανέλιας.

Κατόπιν τούτου οι ανθ/ρχος Αναστασάκος και ανθ/στής Χαμουζάκος παραλαβόντες τον Ματθαίον των ωδήγησαν εις το ειρημένον δάσος, όπου μετά δώδεκα ωρών κοπιαστικάς αναζητήσεις, διότι ο Ματθαίος απεμάκρυνε πάντοτε τους δύο αστυνομικούς από της θέσεως εις την οποίαν είχεν εγκαταλειφθή το πτώμα του ατυχούς θύματος, κατόρθωσαν να ανεύρουν τούτο εις τινά χάνδακα τελείως κατακρεουργημένον και με αποχωρισμένην την κεφαλήν και τους πόδας.

Τα μέλη του σώματός είχον όλα τοποθετηθή εντός δύο σάκκων, οι οποίοι είχον χωθή εις βάθος 30 εκατοστών του μέτρου.

Επί του πτώματος ενήργησαν νεκροψίαν οι ιατροί Αποστολόπουλος και Τσέλος, τας ανακρίσεις δ’ έκτοτε ανέλαβεν ο ανακριτής Σπάρτης κ. Φωτόπουλος, όστις έφερεν εις φως τας κάτωθι λεπτομερείας του τρομερού αυτού εγκλήματος.

Τον Μέγγον εφόνευσαν οι Ν. Ματθαίος και Ν. Κανέλιας εις την οικίαν του πρώτου δια κτυπήματος εκ των όπισθεν εις την κεφαλήν δια ράβδου σιδηράς, επελθούσης ούτω εγκεφαλικής αιμορραγίας. Μετά τον θάνατον του ατυχούς θύματός των οι κτηνώδεις κακούργοι ετεμάχισαν το πτώμα και το μετέφεραν, θάψαντες αυτό εις το δάσος προς συγκάλυψιν του εγκλήματός των.

Σκοπός αυτών ήτο η ληστεία. Ο Μέγγος έφερε μεθ’ εαυτού 5-6 χιλιάδας δραχμάς εκ των εισπράξεων της εταιρείας, τας οποίας οι κακούργοι αφήρεσαν.

Υπό της Αστυνομίας συνελήφθη κατόπιν και ο φυγοδικών Κανέλιας, ούτω δε οι δύο απαίσιοι εγκληματίαι θα δώσουν σήμερον λόγον ενώπιον της Δικαιοσύνης δια την στυγεράν και αποτροπαίαν πράξιν των.

Σημειωτέον ότι ο φονευθείς ήτο ορφανός πατρός και ο μόνος προστάτης της γραίας μητρός του και εξ αδελφών του.


ΤΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΝ ΚΑΛΑΜΩΝ ΕΔΙΚΑΣΕΝ ΕΙΣ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΝ ΕΝΑΝ ΚΑΙ ΙΣΟΒΙΑ ΔΕΣΜΑ ΤΟΝ ΕΤΕΡΟΝ ΤΩΝ ΣΥΝΑΥΤΟΥΡΓΩΝ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΒΕΡΒΙΤΣΗΣ

«ΘΑΡΡΟΣ» 22 Ιανουαρίου 1929
H από τριημέρου διεξαγομένη δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου μας του φρικιαστικού εγκλήματος όπερ έλαβε χώραν την 24η Μαΐου 1928 εις το χωρίον Βερβίτσα ετερματίσθη τας πρωινάς ώρας της Δευτέρας.

Ουδεμία ίσως δίκη εκίνησε τόσον το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης της πόλεώς μας όσον η εν λόγω. Η αίθουσα του Κακουργιοδικείου ήτο κατά την διάρκειαν του τριημέρου ασφυκτικώς πλήρης.

Η ενοχή των απεδείχθη πλήρως κατά την ακροαματικήν διαδικασίαν παρά τας προσπαθείας της χωριστής υπερασπίσεως των κατηγορουμένων και κατόπιν της ετυμηγορίας των ενόρκων τας πρωινάς ώρας της χθες το  δικαστήριον των συνέδρων εξέδωκε την απόφασίν του, δι’ ης κατεδικάζετο επί ληστεία και φόνω ο μεν Ν. Ματθαίος εις την ποινήν του θανάτου, ο δε συναυτουργός του Ν. Κανέλιας εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών, διότι εις αυτόν έδωκαν οι ένορκοι το ελαφρυντικόν της μετρίας συγχύσεως.

Αμφότεροι οι εγκληματίαι ήκουσαν την καταδίκην των μετά κτηνώδους τω όντι αταραξίας. Όταν μετά την ανάγνωσιν της ετυμηγορίας των ενόρκων εκλήθησαν υπό του προέδρου, αριστοτεχνικά τω όντι διευθύνοντος την διαδικασίαν να δηλώσουν αν έχουν τι να προσθέσουν, ο μεν Ν. Κανέλιας, ο οποίος καθ’ όλην την διάρκειαν της διαδικασίας είχε το καλομελετημένο επίπλαστον ύφος ηλιθίου, ουδέν είπεν, ο δε Ν. Ματθαίος, ο οποίος είναι ηλικίας μόλις 28 ετών, περιωρίσθη να είπη τα εξής μόνον: «Εις το ελληνικό δεν υπάρχει Δικαιοσύνη».

Μετά την έκδοσιν της αποφάσεως μετεφέρθησαν εις τας φυλακάς Αλεξανδράκη, όπου και εχωρίσθησαν διότι υπήρχεν έκδηλος κίνδυνος να συμπλακούν.

Την εκδοθείσαν απόφασιν ήκουσεν η κοινή γνώμη λόγω της στυγερότητος του εγκλήματος μετ’ αληθούς ανακουφίσεως.


Ο ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΕΙΣ ΕΙΣ ΘΑΝΑΤΟΝ ΜΕΤΑΦΕΡΕΤΑΙ ΕΙΣ ΠΥΛΟΝ
«ΘΑΡΡΟΣ» 25 Ιανουαρίου 1929
Ο καταδικασθείς παρά του Κακουργιοδικείου εις θάνατον κατηγορούμενος επί φόνω και ληστεία του Νικ. Ματθαίου εκ Βερβίτσης, διαταγή του κ. Εισαγγελέως χθες την πρωίαν συνοδεία του Ανθυπασπιστού κ. Βιργινίου και 4 χωροφυλάκων παρελήφθη εκ των φυλακών Αλεξανδράκη όπου εκρατείτο προσωρινώς και μεταφέρεται εις Πύλον, ίνα εγκαθειρθή εις τας εκεί φυλακάς.

Όσον αφορά στον συναυτουργόν του Ν. Κανέλιαν ο οποίος κατεδικάσθη εις ισόβια δεσμά δεν ελήφθη εισέτι απόφασις δια την μεταφοράν του.


Η ΕΚΤΕΛΕΣΙΣ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
-Όλαι αι λεπτομέρειαι από της προηγουμένης της εκτελέσεως
-Αφάνταστος ψυχραιμία του τυφεκισθέντος
Του παρακολουθήσαντος αρχισυντάκτου μας κ. Γ. Περσοπούλου
«ΘΑΡΡΟΣ» 26 Οκτωβρίου 1929

Χθες την 8ην ακριβώς εγένετο η θανατική εκτέλεσις του Ν. Ματθαίου εις Πύλον και εις απόστασιν εκατόν μέτρων από του εκεί Φρουρίου.

Την προηγουμένην της εκτελέσεως
Ο μελλοθάνατος πληροφορηθείς ότι θα ετυφεκίζετο την επομένην (χθες) είχε προμηθευθή ξυράφιον, αμφίστομον μάχαιραν και λίθους, ηπείλησε δε ότι δεν θα επιτρέψη εις ουδένα να πλησιάση εις το κελί του. Παρ’ όλας τας παρακλήσεις, συστάσεις και τέλος απειλάς των αρχών, ότι δεν τον συνέφερε να τηρήση τοιαύτην στάσιν καθόσον θα τον επυροβόλουν και εντός του κελίου του, επίτηδες να του σπάσουν ή χείρας ή πόδας, ο μελλοθάνατος εξηκολούθει να απειλή.

Τέλος, όμως καλέσας πολλούς συγκαταδίκους του τους ηρώτησε «αν είναι τίμιον» να παραδοθή εις τας αρχάς ή να κρατήση άμυναν.

Οι συγκατάδικοί του τον συνεβούλευσαν να παραδοθή διότι κατ’ αυτόν τον τρόπον θα εδείκνυε ότι είναι «γνήσιος Λάκων και άφοβος!».

Εξομολόγησις, μετάληψις
Το εσπέρας εζήτησε τροφήν και οίνον, ήτις και τω παρεσχέθη εις αρκετήν ποσότητα, μεθ’ ο ιερεύς των φυλακών εισέρχεται εις το κελί του Ματθαίου και μηδεμιάς αρνήσεως αντιτάξαντος τούτου, τον εξωμολόγησε και τον εκοινώνησε των αχράντων μυστηρίων.

Αι αρχαί εις τας φυλακάς προς παραλαβήν του
Την 7ην πρωινήν χθες ο εισαγγελεύς κ. Α. Αλεξανδρόπουλος μετά του ειδικού επί της εκτελέσεως γραμματέως κ. Ανδρέα Καραμούζη και του εκτελεστικού εκ 12 ανδρών, με επί κεφαλής τον υπολοχαγόν Δεμίρην αποσπάσματος, μεταβαίνουν εις τας φυλακάς δια να παραλάβουν τον μελλοθάνατον όστις ευθύς ως τους είδε απεκαλύφθη, τους «καλημέρισε» και εμειδίασε…

Καθ’ οδόν… χαιρετισμοί, μειδιάματα
Αφού επέρασαν κατόπιν τας χειροπέδας εις τας χείρας του, ολόκληρος η συνοδεία, μετά του ιερέως, εκφωνούντος καθ’ οδόν την νεκρώσιμον ακολουθίαν διευθύνεται εις τον τόπον της εκτελέσεως.

Εις τον τόπον της εκτελέσεως
Ωστόσο η συνοδεία φθάνει εις τον τόπον της εκτελέσεως. Τα πλήθη εν τω μεταξύ ολονέν ογκούνται.

Το ωρολόγιον δεικνύει την 7.30. Ο γραμματεύς αναγινώσκει την απόφασιν, μεθ’ ο μελλοθάνατος παραδίδεται εις τον υπολοχαγόν Δεμίρην προς εκτέλεσεν, όστις λέγει εις τον Ματθαίον να ετοιμασθή δια να του  κλείση τα μάτια με ύφασμα, ως είθισται.

Ο μελλοθάνατος αντιτάσσει άρνησιν μη δεχόμενος επ’ ουδενί λόγω, λέγων: «Οι Σπαρτιάται δεν δέχονται να τους δένουν τα μάτια». Το εκτελεστικόν απόσπασμα ίσταται εις απόστασιν δέκα βημάτων από του μελλοθανάτου μεθ’ ο δίδεται ο λόγος εις αυτόν να ομιλήση ελευθέρως.

Τα τελευταία του λόγια
Ο Ματθαίος κατά την επί 20 λετπά της ώρας διαρκέσασαν αγόρευσίν του κακίζει την πολιτείαν διότι τον ηδίκησε και αρνείται ότι διέπραξε το έγκλημα. Με βροντώδη και ηχηράν φωνήν λέγει εν περιλήψει: «Δεν τον εσκότωσα εγώ τον υπάλληλον, αλλ’ ο Κανέλιας. Σε λίγο παραδίδομαι στον Θεόν, γιατί να ψευσθώ; Αλλά και αν υποτεθεί ότι εξετέλεσα εγώ το αδίκημα, πάλιν η πολιτεία με αδικεί, διότι είμαι ο φτωχός Ματθαίος και όχι κανένας από τους Ρεντζαίους που κάνανε 33 φονικά και η πολιτεία τούς αφήνει ελευθέρους».

Τέλος, παρακαλεί τους άνδρας του εκτελεστικού αποσπάσματος να τον κτυπήσουν εις το στήθος δια να μη βασανισθή λέγων ότι αυτοί δεν πταίουν καθόσον διατάσσονται και αφού υψώνει τας χείρας του και πετά την τραγιάσκαν του εις αρκετήν απόστασιν με ένα μειδίαμα, είπεν: «είμαι έτοιμος.

Η εκτέλεσις και ο ενταφιασμός
Δεν παρέρχονται τρία λεπτά της ώρας και ο υπολοχαγός διατάσσει «προσοχήν». Νεκρική σιγή! Τα μέχρι της στιγμής εκείνης θορυβούντα, συνωστιζόμενα πλήθη, δια μιας ως να εδίδετο το παράγγελμα και δι’ αυτά σιωπούν, δεν αναπνέουν, αλλά μόνον διευθύνουν τα βλέμματά των ανήσυχα πότε εις τον μελλοθάνατον, πότε εις το απόσπασμα. Ο υπολοχαγός διατάσει «επί σκοπόν», ενώ ο Ματθαίος μειδιών προτείνει τα στήθη του και μετά παρέλευσιν δευτερολέπτων «Πυρ». Μία ομοβρονδία πυροβολισμών ακούεται και ο Ματθαίος κάμνει στροφήν του σώματός του, και πίπτει νεκρός.

Εκ των ριφθέντων πυροβολισμών μία σφαίρα έπηξε τούτον εις την κεφαλήν, δύο εις το στήθος, μία άνωθεν του ομφαλού και άλλη μία εις το πρόσωπον. Τα μέχρι της στιγμής εκείνης «άστομα» πλήθη σπρώχνονται συνωστίζονται και πάλιν δια να ίδουν τον νεκρόν του Ματθαίου.

Μεθ’ ο μετά την «θανατικήν βολήν» ο ιατρός Ζησιμόπουλος πιστοποιεί τον επελθόντα θάνατον του Ματθαίου, το σώμα του οποίου μετ’ ολίγον παραλαμβάνεται υπό της υπηρεσίας των φυλακών, διότι ουδείς οικείος του παρευρέθη κατά την εκτέλεσίν του και ενταφιάζεται εις το από της προτεραίας ανοιγέντα λάκκον περί τα 20 μέτρα από του τόπου της εκτελέσεως απέχοντα.

Ο Εισαγγελεύς μετά του γραμματέως της Εισαγγελίας και μετά του εκτελεστικού αποσπάσματος επανήλθον ενταύθα αργά το απόγευμα μέσω Κυπαρισσίας.