Ηλικιακός Ρατσισμός: Ο αόρατος μανδύας των στερεοτύπων πλήττει γυναίκες άνω των 50 και στη Μεσσηνία

Ηλικιακός Ρατσισμός: Ο αόρατος μανδύας των στερεοτύπων  πλήττει γυναίκες άνω των 50 και στη Μεσσηνία

Γυναίκες μέσης ή μεγαλύτερης ηλικίας που διαβιούν στην Καλαμάτα και την ευρύτερη περιοχή μιλούν για τα ρατσιστικά περιστατικά που έχουν βιώσει στο χώρο εργασίας λόγω της ηλικίας και του φύλου τους

Είναι γεγονός ότι ο ηλικιακός ρατσισμός δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Πρώτη αναφορά σε αυτόν, επινοώντας τον όρο “ageism”, έκανε το 1969 ο ψυχίατρος Robert Butler, θέλοντας να αποδώσει τις διακρίσεις που υφίστανται άτομα μεγαλύτερης ή μέσης ηλικίας στο εργασιακό ή κοινωνικό περιβάλλον τους.

Έκτοτε, μελέτες έχουν αποδείξει πως, ενώ αποδέκτες αυτού του φαινομένου μπορεί να είναι εξίσου άντρες ή γυναίκες άνω των πενήντα χρόνων, το πώς επηρεάζεται το κάθε φύλο είναι αυτό που τοποθετεί τις γυναίκες σε περισσότερο μειονεκτική θέση έναντι συνομήλικων αντρών.

Το διαχρονικά ισχυρό στερεότυπο έναντι των γυναικών, διασταυρούμενο με το στερεότυπο της μεγαλύτερης ή μέσης ηλικίας, καθίσταται πολλές φορές τροχοπέδη ακόμη και για την εργασιακή τους ανέλιξη.

Πόσο συχνό, όμως, μπορεί να είναι ένα τέτοιο φαινόμενο στην ελληνική επαρχία, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν επικρατούν οι ρυθμοί ζωής και τα ανταγωνιστικά περιβάλλοντα εργασίας που υπάρχουν στα μεγάλα αστικά κέντρα; Τι γίνεται όταν μια γυναίκα άνω των πενήντα χρόνων έχει να αναμετρηθεί με το χρόνο που κυλά αναπόδραστα και ταυτόχρονα καλείται να αποδείξει την αμετάβλητη εργασιακή ισχύ της;

Προκειμένου να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα απευθυνθήκαμε σε γυναίκες που συνεχίζουν να εργάζονται ή έχουν προσφάτως συνταξιοδοτηθεί δραστηριοποιούμενες σε επίπεδο Μεσσηνίας.

Στην αγορά εργασίας υπάρχει πάντοτε διάκριση εις βάρος των γυναικών παρά τις ποσοστώσεις

Η καθηγήτρια Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και αντιδήμαρχος Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Ισότητας στο Δήμο Αθηναίων, Μαρία Στρατηγάκη, μιλώντας στο “Θ” αναφέρεται στις διακρίσεις που μπορεί να συναντήσει μια γυναίκα αυτής της ηλικιακής κατηγορίας. Κατά την ίδια, ο ηλικιακός ρατσισμός δεν είναι απαραίτητο να προέρχεται μόνο από άντρες συνομηλίκους της (διάκριση βάσει φύλου), αλλά ακόμα και από νεότερους συνεργάτες (διάκριση βάσει ηλικίας).

Σύμφωνα με την κα Στρατηγάκη, οι διακρίσεις που είναι δυνατό να δεχθεί μια γυναίκα άνω των 50, σε ό,τι αφορά το εργασιακό και το κοινωνικό περιβάλλον, αλλά και ευρύτερα, στρέφονται σε πολλές περιπτώσεις γύρω από το φύλο και την ηλικία της. «Καταρχάς, στην αγορά εργασίας υπάρχει πάντοτε μια διάκριση σε βάρος των γυναικών. Παρότι σε πολλά επαγγέλματα μπορεί να υπερτερούν σε ποσοστώσεις, όμως, στην πράξη οι αμοιβές και τα περιθώρια ανέλιξης των γυναικών είναι μη συγκρίσιμα με αυτά των ανδρών», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Εξηγώντας τους λόγους, αναφέρει πως, μεταξύ άλλων, το στερεότυπο ενισχύεται από την άποψη ότι μια γυναίκα άνω των πενήντα, ούσα επιφορτισμένη με τη φροντίδα των οικογενειακών της προσώπων, είναι κουρασμένη πλέον για οποιαδήποτε επαγγελματική πρόοδο, οπότε κρίνεται αυτομάτως σε στάδιο αποδρομής. 

«Παρόμοιες συνθήκες μπορεί να υφίσταται και μια γυναίκα η οποία ενδεχομένως να έχει αποσυρθεί από την αγορά εργασίας νωρίτερα, έχοντας μείνει για ένα διάστημα “έξω”, οπότε η επανένταξή της είναι πιο δύσκολη μετά τα πενήντα της χρόνια» συμπληρώνει, για να συνεχίσει: «Προσωπικά, νομίζω ότι το αντίθετο μπορούμε να ισχυριστούμε: ότι, δηλαδή, είναι κάποιες γυναίκες οι οποίες, αφού έχουν ολοκληρώσει κάποιες οικογενειακές τους υποχρεώσεις, έχουν πολύ συσσωρευμένο δυναμικό και θέλουν να το βγάλουν στην αγορά εργασίας. Οπότε, όταν αποκτήσουν μια δουλειά έπειτα από πολλά χρόνια, επενδύουν και την κάνουν με πολύ μεγαλύτερο κέφι και διάθεση από ό,τι εάν είχαν παραμείνει και βρίσκονταν συνεχώς εντός της αγοράς εργασίας μέχρι τα πενήντα.

Εξ ου και θεωρώ ότι μπορεί οι γυναίκες να είναι πολύ καλύτερες εργαζόμενες μετά τα πενήντα, και θεωρώ ότι θα έπρεπε να προτιμώνται οι γυναίκες έναντι των ανδρών σε αυτή την ηλικιακή κατηγορία».

Περνώντας στην «αντίπερα όχθη» των στερεοτύπων, αναφερόμενη η καθηγήτρια στο χάσμα των γενεών σήμερα σε ό,τι αφορά τα εργασιακά, σημειώνει πως εξακολουθεί να είναι υπαρκτό: «Οι εργοδότες έχουν σαφέστατα προτίμηση σε νεότερες ηλικίες. Υπάρχει διάκριση κατά των μεγάλων ηλικιών τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες. Το ζήτημα είναι ότι οι δύο αυτές διακρίσεις, βάσει φύλου και ηλικίας, αθροίζονται και τελικά δημιουργείται πράγματι μια μεγάλη διάκριση στη γυναίκα που έχει την ανάγκη να εργαστεί και να συνεχίσει, ενδεχομένως, την ανέλιξή της μετά τα πενήντα».

Κλείνοντας για την αγορά εργασίας και το “ageism”, η κα Στρατηγάκη παρατηρεί: «Στην αγορά εργασίας το φαινόμενο του ηλικιακού ρατσισμού είναι πολύ μεγάλο σε όλα τα επίπεδα. Το γεγονός ότι μια γυναίκα μπορεί να προκριθεί σε έναν εργασιακό τομέα λόγω της εμφάνισής της, στην πορεία της εργασιακής της ζωής αυτό είναι αναμενόμενο να αντιστραφεί, όταν χάσει φυσιολογικά εκείνα τα χαρακτηριστικά για τα οποία ενδεχομένως να είχε προσληφθεί».


Περίπτωση Ι

Οι νέες γενιές δε δέχονται την εργασιακή εμπειρία των παλιότερων

Μιλώντας για συμπεριφορές που υπέκρυπταν ηλικιακό ρατσισμό, η πρώτη συμμετέχουσα στο ρεπορτάζ σημειώνει: «Τα προηγούμενα χρόνια, πριν από τη συνταξιοδότησή μου, είχα δεχθεί ηλικιακό ρατσισμό στο εργασιακό μου περιβάλλον με τη μορφή σχολίων. Αυτό συνέβαινε, γιατί τα νέα παιδιά δε δέχονται ότι ένας άνθρωπος που έχει δουλέψει περίπου τριάντα χρόνια δικαιούται να παίρνει το μισθό που παίρνει και ο νεότερος που δουλεύει το ίδιο να αμείβεται με λιγότερα χρήματα. Αυτό ήταν έντονο στη δουλειά μου. Τα σχόλια προέρχονταν από άτομα πολύ νεότερης ηλικίας, και από τα δύο φύλα.

Από την άλλη πλευρά, ο ανταγωνισμός και μεταξύ συνομήλικων υπάρχει πάντοτε. Τόσο υποχθόνιος όσο φανερός, και όχι μόνο. Αρκεί να ειπωθεί ότι αυτής της μορφής τα σχόλια δε γίνονταν μόνο προς το πρόσωπό μου, αλλά και προς άλλες συναδέλφους που είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά με εμένα. Την ηλικία, για παράδειγμα, ή τα χρόνια εργασίας στο συγκεκριμένο τομέα».

Δίνοντας τη δική της θέση επί του θέματος, αναφέρει: «Η δική μου θέση είναι αντίθετη προς αυτές τις συμπεριφορές. Βεβαίως και η νέα γενιά δικαιούται ένα χρηματικό ποσό, μιας και είναι περισσότερο μορφωμένη ή εξειδικευμένη στον τομέα της. Συμφωνώ απόλυτα ότι η νέοι είναι αδικημένοι σε ό,τι αφορά τη μισθολογική και ιεραρχική τους εξέλιξη. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει δώσει τριάντα χρόνια από τη ζωή του σε έναν εργασιακό χώρο δε δικαιούται να αμείβεται, να έχει την εμπειρία του και να τυγχάνει σεβασμού κι εκτίμησης».

Για το εάν εκτιμά πως το φαινόμενο αυτό τείνει να αναπαράγεται σήμερα περισσότερο από ό,τι άλλοτε, σημειώνει: «Θεωρώ ναι. Η νέα γενιά είναι σαν κάποιος να της χρωστάει. Νιώθω ότι τα νέα παιδιά δεν έχουν την υπομονή να αποδείξουν ότι αξίζουν τα χρήματα, ότι αξίζουν γιατί έχουν τα πτυχία ή τις γνώσεις που είναι απαραίτητα. Πλέον το θεωρούν δεδομένο ότι θα πρέπει να αμείβονται. Δεν εννοώ ότι δεν πρέπει να λαμβάνουν χρήματα, αλλά χρειάζεται η υπομονή και οι αποδείξεις για να μπορέσει κάποιος να ανέβει ιεραρχικά και μισθολογικά. Δε φταίνε οι γηραιότεροι και εμπειρότεροι συνάδελφοι σε αυτό, μιας και σε πολλές περιπτώσεις είναι εκείνοι που έχουν τη διάθεση (τουλάχιστον σε ό,τι με αφορούσε) να ανοίξουν δρόμο στις νεότερες γενιές».


Περίπτωση ΙΙ

Ο έμφυλος ρατσισμός στο χώρο εργασίας οδήγησε στην ψυχική εξουθένωσή μου

Μια ακόμη εργαζόμενη γυναίκα που δέχθηκε να μας περιγράψει το βίωμά της, αναφέρει:«Έχω δεχθεί ρατσισμό βάσει του φύλου μου στο εργασιακό μου περιβάλλον από μεμονωμένα άτομα, αλλά και ομαδικά. Αναδύθηκε στο πλαίσιο της λειτουργίας με βάση τους θεσμικούς ρόλους και τις θέσεις εργασίας που κατείχαμε μέσα στο φορέα που συνυπηρετούσαμε. Ξεκίνησε με την επίδειξη αγενούς συμπεριφοράς προς το πρόσωπό μου, με κλιμακούμενη συχνότητα και ένταση. Κατ’ επανάληψη, και συνήθως παρουσία τρίτων, γινόμουν άμεσα αποδέκτρια φραστικών προσβολών σε προσωπικό επίπεδο, απόρριψης και υποτίμησης της επαγγελματικής μου εμπειρίας και της επιστημονικής μου επάρκειας. Ιδιαίτερα απαξιωτική και κακόβουλη κριτική δεχόμουν για τις διοικητικές μου ικανότητες, καθώς και τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων μου.

Ο τρόπος εκδήλωσης του έμφυλου ρατσισμού δεν περιορίστηκε στο φραστικό επίπεδο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ψυχική εξουθένωσή μου, την ηθική μου μείωση και τον τραυματισμό της αξιοπρέπειάς μου. Είμαι πεπεισμένη ότι η εκδήλωση έμφυλου ρατσισμού την οποία υπέστην, σε όλες τις εκφάνσεις της (φραστική, ψυχολογική, έμπρακτη), συνδέεται απόλυτα με τη φυλετική μου ταυτότητα, είχε ως απώτερο σκοπό να θίξει την αξιοπρέπειά μου, να με ταπεινώσει επιστημονικά, να με οδηγήσει σε αποτυχία όσον αφορά στην υπηρέτηση του θεσμικού μου ρόλου και, τέλος, να με χειραγωγήσει. Το βέβαιο είναι πως συνετέλεσε στη δημιουργία ενός εχθρικού για εμένα και συνολικά αρνητικού εργασιακού περιβάλλοντος, το οποίο λειτουργούσε ως μια δυναμική απειλή για τη σωματική και την ψυχική μου υγεία».

Για το αν παρατηρούνται παρόμοιες συμπεριφορές και σε άλλες γυναίκες με τα ίδια ηλικιακά χαρακτηριστικά, σημειώνει: «Έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου παρόμοια περιστατικά στον ίδιο εργασιακό χώρο, σε άτομο του ίδιου με εμένα φύλου και σε παράλληλο χρόνο».

Ερωτηθείσα για το ποια είναι η προσωπική της θέση απέναντι σε τέτοιου είδους συμπεριφορές, σχολιάζει: «Κατά την άποψή μου, όσον αφορά στην εκδήλωση έμφυλης βίας, επιρρεπείς είναι προσωπικότητες με χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοέλεγχο, καταπιεσμένες από το οικογενειακό ή το κοινωνικό περιβάλλον τους, ασταθείς, μη δυνάμενες να ισορροπήσουν σε προσωπικό επίπεδο. Τα άτομα αυτά μετακυλούν τις κάθε μορφής και αιτιολογίας πιέσεις, δυσκολίες, προβλήματα (προσωπικά κοινωνικά, επαγγελματικά οικονομικά, υγείας κ.ά.) που υπόκεινται, επιλεκτικά και μόνο σε αποδέκτες – πρόσωπα συνήθως με χαμηλό προφίλ, “εύκολους στόχους”, τα οποία προέρχονται από το περιβάλλον της καθημερινής τους συναναστροφής. Όταν αντιληφθούν ότι υπάρχουν στο χώρο τους κι άλλοι “ομοϊδεάτες”, δηλαδή, αρχίζει να καλλιεργείται η ιδέα μιας ομάδας με κοινή βάση, τότε μπορεί να εκδηλώσουν συμπεριφορά μεγαλύτερης προσωπικής έκθεσης και να προβούν σε ενέργειες αυξημένης έντασης, χάνοντας την αίσθηση του χώρου και του χρόνου.

Μέσα από την εκδήλωση έμφυλης βίας τα πρόσωπα που ενεργούν, εκτονώνουν τις κάθε μορφής πιέσεις που δέχονται ως κοινωνικά όντα, δικαιολογούν τον εαυτό τους για πιθανές ευθύνες τους, μετατοπίζοντας την ευθύνη σε άλλους, επιδιώκουν την ενδυνάμωση του “εγώ” τους, μειώνοντας συνήθως την αξία του “θύματός” τους και αποζητούν εναγωνίως την κοινωνική αποδοχή».


Περίπτωση ΙΙΙ

Αδιάκριτη αναπαραγωγή ρατσιστικών συμπεριφορών

Η τρίτη συμμετέχουσα στο ρεπορτάζ εξηγεί πως παρότι η ίδια δεν έχει δεχθεί διάκριση με βάση την ηλικία της από νεότερο συνάδελφο, έχει αντιληφθεί διακρίσεις λόγω φύλου μεταξύ συνομήλικων: «Δεν μπορώ να πω ότι είχα βιωματική εμπειρία ηλικιακού ρατσισμού από νεότερους/ες συναδέλφους σε προσωπικό επίπεδο. Αυτό συνέβη είτε λόγω του περιβάλλοντος εργασίας στο οποίο εργαζόμουν για χρόνια μέχρι τη συνταξιοδότησή μου πριν από δύο χρόνια, είτε λόγω του χαρακτήρα μου, μην αφήνοντας περιθώρια να συμβεί κάτι τέτοιο.

Παρότι ανήκω στο τρίτο ηλικιακό στάδιο της ζωής μου, δεν είχα νιώσει κάποιου είδους ρατσισμό από νεότερους σε ό,τι αφορά την ηλικία μου.

Γενικότερα, όμως, είναι μια πραγματικότητα αρκετά συχνή, ιδιαίτερα στα εργασιακά περιβάλλοντα. Δε θα διαφωνήσω στο γεγονός ότι οι νέοι σήμερα είναι πιο ευέλικτοι και ίσως με περισσότερες γνώσεις στο εργασιακό τους κομμάτι, όμως αυτό δε σημαίνει ότι οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας δε φέρουν δεκάδες χρόνια εμπειρίας, κάνοντάς τους εξίσου χρήσιμους».

Σε ό,τι αφορά τον έμφυλο ρατσισμό, εξηγεί: «Από την άλλη πλευρά, ο ρατσισμός στο πλαίσιο του ανταγωνισμού μεταξύ συνομηλίκων (έχοντας κοινά χαρακτηριστικά όπως η ηλικία ή ο χρόνος εργασίας τους) σε ένα εργασιακό περιβάλλον υπάρχει σχεδόν πάντοτε. Πολύ περισσότερο στα αστικά κέντρα, σε σχέση με πιο απομακρυσμένες ή εκτός του αστικού ιστού περιοχές. Θεωρώ ότι είναι ένα στερεότυπο που προβάλλουν σε μεγάλο βαθμό τα κοινωνικά μέσα και αναπαράγεται από μεγάλο μέρος του κοινωνικού γίγνεσθαι».


Women On Top

Να σημειωθεί πως και τα συμπεράσματα της έρευνας που πραγματοποιήθηκε το προηγούμενο διάστημα από τον Οργανισμό Women On Top για τις γυναίκες της Μεσσηνίας φανερώνουν μια παρόμοια πραγματικότητα μεταξύ των διαφόρων περιοχών του νομού.

Μεταξύ της πληθώρας συμπερασμάτων αξίζει να σταθεί κανείς στα εξής:

-Πολλές συμμετέχουσες από την Καλαμάτα, από όλες τις ηλικιακές ομάδες, έκαναν λόγο για ύπαρξη στερεοτυπικών αντιλήψεων σχετικά με το αν μια γυναίκα μπορεί να αναλάβει ηγετικούς ρόλους, καθώς και για το συχνό φαινόμενο να επιλέγονται για τις θέσεις αυτές άνδρες με λιγότερη εμπειρία από τις αντίστοιχες υποψήφιες γυναίκες

-Όλες οι συμμετέχουσες από την Καρδαμύλη συμφώνησαν ότι υπάρχουν διαφορετικές προσδοκίες από τους άνδρες και διαφορετικές από τις γυναίκες. Οι άνδρες φαίνεται να είναι εκείνοι που όχι μόνο λαμβάνουν τις περισσότερες αποφάσεις για όλα τα μέλη της οικογένειας, τόσο για την προσωπική και όσο και για την επαγγελματική τους ζωή, αλλά τείνουν και να μην αναλαμβάνουν ιδιαίτερες ευθύνες φροντίδας, οι οποίες βαραίνουν τις γυναίκες, εμποδίζοντάς τες να αναπτυχθούν (και) επαγγελματικά. Οι περισσότερες ανέφεραν ότι πολλές γυναίκες, λόγω των ευθυνών φροντίδας, περιορίζονται στο σπίτι και δεν τους μένει ελεύθερος χρόνος για να εξασκήσουν τα ενδιαφέροντα τους, να βγουν έξω ή να συμμετάσχουν σε κάποια δράση.

Της Χριστίνας Μανδρώνη