Εκάεν και το Τσάμπασιν κι επέμναν τα τουβάρεα γιάρ γιάρ αμάν…

Εκάεν και το Τσάμπασιν κι επέμναν τα τουβάρεα γιάρ γιάρ αμάν…

Δεν ξέρω πόσες Παναγίες γιόρταζαν τις προηγούμενες μέρες, ξέρω όμως ότι η δική μου Παναγιά έρχεται κάθε χρόνο και μου θυμίζει ότι μεγαλώνω και πρέπει να σοβαρευτώ κάποτε. Παρ’ όλα αυτά και με τις φωτιές στα μάτια μου, με φώτισε η Παναγιά μου και έφερε στο μυαλό μου αυτό το υπέροχο και γεμάτο πόνο τραγούδι.

Έχω να γράψω πολλά για τις φωτιές, αλλά λέω να περιοριστώ σήμερα σε αυτό το τραγούδι, αφιερωμένο στους κυβερνώντες μας και όχι μόνο (φαντάζομαι, θα έχουν γυρίσει από τις διακοπές τους).

Εκάεν και το Τσάμπασιν
Εκάεν και το Τσάμπασιν /

κι επέμναν τα τουβάρεα γιάρ γιάρ αμάν

κι επέμναν τα τουβάρεα γιάρ γιάρ αμάν

/ και ν’ ερρούξαν σο γουρτάρεμαν

τ’ Ορντούς τα παλληκάρεα γιάρ γιάρ αμάν / και ν’ ερρούξαν σο γουρτάρεμαν

τ’ Ορντούς τα παλληκάρεα γιάρ γιάρ αμάν…

Απόδοση στα ελληνικά
Κάηκε και το Τσάμπασιν / και μείνανε οι τοίχοι / ωχ… αμάν / και πέσανε να το σώσουν / τα παλληκάρια απ’ την Ορντούς. Και κάηκε και ζεματίστηκε / το λιβάδι (παρχάρ) της Ορντούς / ωχ… αμάν / και εκεί τίποτε δεν απέμεινε / παρά μονάχα αποκαΐδια. Μεγάλο κακό στο Τσάμπασιν / σπίτια δεν θ’ απομείνουν / ωχ… αμάν / μεγάλοι, μικροί, φτωχοί, πλούσιοι / όλοι κάθονται και κλαίνε. Κάηκε και το Τσάμπασιν / Κλαίνε τα πουλιά του θεού / κλαίνε οι πηγές / ωχ… αμάν / κλαίει το Τσαμπλούκ, το Καρακιόλ / κλαίνε τα όμορφα τα έλατα.

Το Τσάμπασι(ν) είναι ένας ορεινός οικισμός σε υψόμετρο 1.850 μέτρων, που αποτελούσε καλοκαιρινό θέρετρο των αστών κατοίκων των Κοτυώρων (τουρκικά: Ordu) στον Εύξεινο Πόντο – από την πόλη των Κοτυώρων απέχει 61 χλμ. Στην περιοχή διατηρούσαν και στάνες αρκετοί βοσκοί των χωριών της περιοχής, μιας και τα παρχάρια της είναι από τα πιο ξακουστά.

Στον ελλαδικό χώρο το Τσάμπασι έγινε γνωστό μέσα από ένα παραδοσιακό ποντιακό τραγούδι που γράφτηκε για την καταστροφική φωτιά του Σεπτεμβρίου του 1913.

Εικάζεται ότι η πυρκαγιά ξεκίνησε τυχαία. Γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη την περιοχή, με αποτέλεσμα να καούν σπίτια και καλύβες και να καταστραφεί ολοκληρωτικά ο οικισμός.

Κάτοικοι και παραθεριστές δεν επέστρεψαν στο Τσάμπασι, αφού το 1914 ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Όπως γράφει το 1943 ο Ξένος Ξενίτας (εκ των δημιουργών του τραγουδιού όπως το ξέρουμε σήμερα): «Ολάκερος σκοπός, μελωδικός και όμορφος γένηκε και ανταποκρινότανε μόνο σε ένα δίστιχο, το πρώτο, με την πυρκαϊά του Τσάμπαση, του 1913. Ο τραγουδιστής μόλις το τελείωνε μοιραία συνέχιζε με άλλα δίστιχα, που δεν είχανε καμία σχέση με την πυρκαϊά. Την έλλειψη αυτή πήρε να συμπληρώσει πρώτος ο Χαράλαμπος Χ. Λεμονόπουλος με τα άλλα τέσσερα δίστιχα, και ο Ξένος Ξενίτας με τα υπόλοιπα» (περιοδικό Χρονικά του Πόντου, Οκτώβρης 1943, τχ 2, σ. 52).

Το διάσημο ποντιακό τραγούδι ερμήνευσε με μοναδικό τρόπο ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο πατέρας του οποίου ήταν από την ευρύτερη περιοχή.

Χωρίς να θέλω να σας προβληματίσω, για κάποιους λογούς κάηκε το Τσάμπασι τότε (τυχαία), όπως και τώρα για κάποιους λόγους καίγεται η χώρα μας απ’ άκρη σε άκρη (τυχαία). Κι αυτοί οι λόγοι, αν σκεφτείτε λίγο, τώρα έχουν «πτερύγια» που δεν υπήρχαν τότε, αλλά για αυτά τα «πτερύγια» θα μιλήσουμε σε άλλο κείμενο. Μιλάμε πάλι…   

Του Κώστα Δεληγιάννη