«Εν τη Γεννήσει σου, σύλληψις άσπορος, εν τη Κοιμήσει σου, νέκρωσις άφθορος…»
Σε Εκείνην που υποτάχθηκε στο θέλημα του Θεού, που συνέργησε στο σχέδιό Του για την σωτηρία του ανθρώπου, που δεν ήταν ένα παθητικό όργανο στα χέρια της Θείας Βουλής, αλλά που πρόσθεσε την δική Της προσπάθεια στην θαυματουργική χάρη Του, ώστε να γίνει ο άνθρωπος φορέας αυτής της Χάριτος, στην Υπεραγία Θεοτόκο είναι αφιερωμένος ο μήνας Αύγουστος, του οποίου διανύσαμε το ήμισυ και φθάσαμε στην μεγάλη εορτή της Κοιμήσεώς Της.
Βέβαια, όσο οξύμωρο και αν φαίνεται σε όσους δεν κατανοούν την έννοια της Κοιμήσεως, έναντι του θανάτου, εν τούτοις η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει την Κοίμηση, μέσα από την λειτουργική και υμνολογική παράδοσή Της, τονίζοντας σε πολλά σημεία την διαφορά της Κοίμησης από τον θάνατο.
Είναι αλήθεια πως σε ολόκληρη την ζωή της Θεοτόκου βλέπουμε παράδοξα και αντίθετα, κατά τον ανθρώπινο νου, να συνυπάρχουν. Στον Ευαγγελισμό συνυπάρχει η σύλληψη και η παρθενία. Στην Γέννηση του Χριστού συνυπάρχει η μητρότητα και η παρθενία και επιβεβαιώνεται το Αειπάρθενον! Στην Υπαπαντή συνυπάρχει ο Θεός και ο Άνθρωπος σε ένα Βρέφος που κρατά στα χέρια Της η Παρθένος μητέρα Του. Αλλά η μεγαλύτερη αντίθεση και το πλέον παράδοξο συναντάται στην Κοίμησή Της όπου συνυπάρχει η ζωή και ο θάνατος και όπου τελικά ο θάνατος αλλάζει και γίνεται Κοίμηση και η απώλεια γίνεται Μετάσταση. Σε όλες αυτές τις αντιθέσεις εξάλλου αναφέρεται ο υμνωδός, λέγοντάς Της: “Νενίκηνται της φύσεως οι όροι, εν σοι Παρθένε άχραντε· παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον Παρθένος, και μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου”.
Αφού λοιπόν η Θεοτόκος έζησε μια ζωή με ταπείνωση και “βιώσασα λάθρα” όλα τα γεγονότα, από τον Ευαγγελισμό μέχρι και την Ανάληψη του Υιού και Θεού Της, έφθασε στο τέλος της επίγειας ζωής Της, δεχόμενη και την έσχατη ταπείνωση που είναι ο θάνατος. Για λίγο βέβαια. Διότι ο θάνατος μετά από την Ανάσταση του Χριστού δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά το τελευταίο σκαλοπάτι της ταπείνωσης, λίγο πριν ανέλθουμε στο βάθρο της αιώνιας δόξας Του. Όπως ο ύπνος αποτελεί ανανέωση και ζωογόνηση και όχι αφανισμό ή απώλεια, έτσι και η κοίμηση πλέον αποτελεί ανανέωση και προετοιμασία για την αιώνια ζωή. Και τονίζοντας την διαφορά αυτή κοιμήσεως και θανάτου, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει: “Ὁ πάλαι βδελυκτός και μισούμενος θάνατος, νυν ευφημείται και μακαρίζεται. Ο πάλαι πένθους και κατηφείας, δακρύων τε και σκυθρωπότητος πρόξενος, νυν χαράς αναδέδεικται αίτιος και πανηγύρεως έμπλεως” .
Πολλοί απορούν “Γιατί να πεθάνει η Παναγία; Δεν μπορούσε να την πάρει ο Υιός Της ζωντανή ή να την αναστήσει όπως αναστήθηκε κι Εκείνος;». Σε αυτό το ερώτημα απαντά ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, λέγοντας “επεί και ο ταύτης δεσπότης την του θανάτου πείραν ουκ απηνήνατο”, ενώ αναφερόμενος στον τρόπο της κοιμήσεως λέγει ότι όπως ο Ήλιος δύει για να ανατείλει ξανά, έτσι και η Θεοτόκος έδυσε μέσα από την Κοίμηση για να ανατείλει μέσα από την Μετάστασή Της στους Ουρανούς. Ενώ ο άγιος πατήρ Νικόλαος ο Καβάσιλας λέγει: ”Ούτω πρώτη σύμμορφος εγένετο τω ομοίω μετά του θανάτου του Σωτήρος και δια τούτο και της αναστάσεως προ πάντων μετέσχεν… Και γαρ έδει δια πασών ελθείν των οδών…», τονίζοντας ότι ουσιαστικά η Θεοτόκος δεν γινόταν να απαλλαγεί του θανάτου, αφού και ο ίδιος ο Κύριος γεύθηκε έστω και διά τριήμερο τον θάνατο.
Δεν πέθανε αλλά κοιμήθηκε λοιπόν η Θεοτόκος, γι’ αυτό “τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν· ως γαρ ζωής Μητέρα, προς την ζωήν μετέστησεν” και η εκδημία έγινε ενδημία του σώματός Της, ώστε να γίνει η ίδια απαρχή και δίδαγμα προς όλους μας και να επαληθεύεται ο Παύλειος λόγος “θαρρούμεν δε και ευδοκούμεν μάλλον εκδημήσαι εκ του σώματος και ενδημήσαι προς τον Κύριον”.
Του αρχιμανδρίτη Φιλίππου Χαμαργιά
Πρωτοσυγκέλλου Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας