Ενθαρρυντική εικόνα σε Πυλία, αλλά η πανελλαδική παραγωγή έχει μειωθεί έως 50% την τελευταία δεκαετία
Η φετινή καλλιεργητική περίοδος για τη μαύρη κορινθιακή σταφίδα στη Μεσσηνία δείχνει καλύτερα σημάδια απ’ ό,τι σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου. Στο Δήμο Πύλου–Νέστορος, οι αμπελώνες άντεξαν την πίεση των καυσώνων και της περιορισμένης άρδευσης, προσφέροντας μια παραγωγή που χαρακτηρίζεται ικανοποιητική.
Ωστόσο, η θετική τοπική εικόνα δεν μπορεί να επισκιάσει τη συνολική πορεία του προϊόντος σε εθνικό επίπεδο: μέσα σε δέκα χρόνια η παραγωγή έχει μειωθεί έως και 50%, με τις φετινές εκτιμήσεις να μιλούν για 10–12 χιλ. τόνους έναντι 22–24 χιλ. τόνων πριν από λίγα χρόνια.
Η μαύρη σταφίδα, που παραδοσιακά στηρίζει το εξαγωγικό αποτύπωμα της Μεσσηνίας – κυρίως προς τη Βρετανία και την Ολλανδία – βρίσκεται αντιμέτωπη με το ίδιο αγκάθι που ταλανίζει όλη την αγροτική παραγωγή: την τιμή. Όπως εξηγεί ο παραγωγός Κώστας Αποστολόπουλος στην ΕΡΤ, τα 2–2,10 ευρώ/κιλό της περσινής χρονιάς δεν επαρκούν για να καλύψουν το αυξημένο κόστος. «Για να συνεχιστεί η καλλιέργεια θα χρειάζονταν τουλάχιστον 3 ευρώ/κιλό», σημειώνει, θυμίζοντας ότι στο παρελθόν η τιμή είχε κατρακυλήσει ακόμη και στα 0,70 λεπτά.
Η συρρίκνωση της παραγωγής δεν είναι μόνο οικονομικό ζήτημα. Αφορά και sτην πολιτιστική μνήμη: η κορινθιακή σταφίδα είναι προϊόν με βαθιές ρίζες στην ελληνική διατροφή, με ιστορία αιώνων και υψηλή θρεπτική αξία. Η προοπτική να χαθεί ένα τέτοιο αγροτικό κεφάλαιο θα ήταν πλήγμα τόσο για τους αμπελουργούς όσο και για την ταυτότητα της περιοχής.
Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, η ενίσχυση της εγχώριας κατανάλωσης αποκτά στρατηγική σημασία. Η αναβίωση της χρήσης της σταφίδας στην κουζίνα – από τα κλασικά γλυκά μέχρι παραδοσιακές σούπες και συνταγές που τείνουν να λησμονηθούν – μπορεί να αποτελέσει αντίβαρο στην αβεβαιότητα των εξαγωγών. Εάν οι καταναλωτές ξαναθυμηθούν τη γεύση και τη θρεπτική αξία της, ίσως η μαύρη σταφίδα να βρει νέα στήριξη, όχι μόνο από τις ξένες αγορές, αλλά και μέσα από την ίδια την ελληνική κοινωνία.
Α.Π.