Μια φορά κι έναν καιρό τα Ελληνάκια…

Μια φορά κι έναν καιρό τα Ελληνάκια…

Από παιδί μού άρεσαν πολύ τα παραμύθια (φαντάζομαι και σε σας). Υπήρχε ένας πολύ σοβαρός λόγος: είχαν τα περισσότερα όμορφο τέλος. Δεν ξέρω πώς, αλλά κοιτώντας τη ζωή που ζούμε σε τούτη τη χώρα, μου ήρθε να γράψω σήμερα κάτι σαν παραμύθι, με τη διαφορά όμως ότι μου βγήκε διαφορετικό από τα παραμύθια των παιδικών μου χρόνων. Έχει άσχημο τέλος και το χειρότερο είναι ότι βγάζει και μερικές αλήθειες.

Διαβάστε και θα με καταλάβετε:

Μια φορά και έναν καιρό σε μια όμορφη και καταπράσινη περιοχή αυτού του πλανήτη ζούσαν κάτι μικρά ανθρωπάκια που τα λέγανε Ελληνάκια.

Η ζωή κυλούσε ήρεμα και απλά, με τα καλά της και τα κακά της, ο ήλιος έβγαινε λαμπρός κάθε πρωί, τα πουλιά τιτίβιζαν πάνω στα δένδρα, στα ποτάμια κυλούσε γάργαρο το νερό, τα παιδιά έτρεχαν χαρούμενα στους δρόμους και έτσι η ζωή κυλούσε σε αυτή την όμορφη και καταπράσινη περιοχή αυτού του πλανήτη.

Μια μέρα κάποια γιαγιά πήγε να βράσει κόλλυβα, κάποιος παππούς πήγε να κάψει κλαδιά και κάποιος άλλος, ο πιο «μεγάλος», πήγε να κάνει εκλογές.

Μια άλλη μέρα ξαφνικά ένας άνεμος σηκώθηκε. Ο άνεμος ήταν δυνατός, λυσσομανούσε, πήρε τη φωτιά απ’ τα κόλλυβα της γιαγιάς και έκαψε τα βουνά, πήρε τη φωτιά απ’ τα κλαδιά του παππού και έκαψε τα λιβάδια, πήρε και τις εκλογές απ’ τον «μεγάλο» και τα έκαψε όλα.

Όνειρα και ελπίδες πάνε στα καμένα, τα Ελληνάκια έμειναν να κοιτούν το μαύρο ουρανό, το μαύρο βουνό, το μαύρο λιβάδι, τη μαύρη τους ζωή.

Όμως, ω τι θαύμα, ο καλός θεός έστειλε έναν άλλο «μεγάλο» και μετά κι άλλον «μεγάλο», «θα σας σώσουμε» είπαν κι οι δύο, θα ξαναγίνει η ζωή, θα ξαναγεννηθείτε. Η γιαγιά θα βράζει τα κόλλυβα κι ο παππούς θα καίει τα κλαδιά του χωρίς να φοβάται τον άνεμο. Τα γυμνά βουνά θα αναγεννηθούν, τα λιβάδια θα καρπίσουν. Τους πίστεψαν κι από τότε ξεκινά πάλι το παραμύθι, με μερικές μικρές διαφορές όμως.

Πάμε ξανά. Μια φορά και έναν καιρό σε μια όμορφη ασπρόμαυρη περιοχή αυτού του πλανήτη ζούσαν κάτι μικρά ανθρωπάκια που τα λέγανε Ελληνάκια.

Η ζωή δεν κυλούσε ήρεμα και απλά, ο ήλιος έβγαινε με μια απορία κάθε πρωί: «τι να φωτίσω;», τα πουλιά δεν τιτίβιζαν πάνω στα δένδρα γιατί δεν είχε δένδρα, στα ποτάμια κυλούσε το νερό χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, τα παιδιά έτρεχαν σε δρόμους γεμάτους στάχτη, σταχτόπαιδα τα έλεγαν.

Και κάπως έτσι η ζωή κυλούσε σε αυτή την περιοχή αυτού του πλανήτη μέχρι να γίνουν αλήθεια αυτά που έταξαν στα Ελληνάκια οι «μεγάλοι» τους.

Μέχρι τότε και κάπως έτσι ζήσαμε εμείς καλά και οι «μεγάλοι» καλύτερα.  

Αν σας δυσκόλεψα, μη δίνετε σημασία, ένα παραμύθι ήταν και πέρασε… Μιλάμε πάλι…                                                                  

Του Κώστα Δεληγιάννη