Η Γκιώνα είναι από τα βουνά που τραγουδήθηκαν ιδιαίτερα από την ελληνική δημοτική ποίηση: “Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας, κι η Λιάκουρα της Γκιώνας
– Βουνό μου, που ‘σαι πιο ψηλά και πιο ψηλά αγναντεύεις,
πού να ‘ναι, τι να γίνονται, οι κλέφτες Ανδρουτσαίοι;
– Τι να σου πω, βρε Λιάκουρα, τι να σου πω, βουνό μου,
την κλεφτουριά την χαίρονται οι ψωριασμένοι κάμποι”.
Ο καλαματιανός σύλλογος είχε οργανώσει ένα ορειβατικό τριήμερο, το τελευταίο του Αυγούστου, για να αποχαιρετίσει το φετινό Καλοκαίρι, να εξορμήσει στη Φωκίδα και στη Βοιωτία, εκτός από τα αξιοθέατα, που γνώρισαν, ανέβηκαν και στην ψηλότερη κορυφή της Γκιώνας, στην Πυραμίδα, στα 2.510 μ. υψόμετρο.
Η Γκιώνα είναι το ψηλότερο βουνό της Στερεάς Ελλάδας και το πέμπτο συνολικά στην Ελλάδα, βρίσκεται στη Φωκίδα ανάμεσα στον Παρνασσό και τα Βαρδούσια. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστή ως Ασέληνον όρος.

Όπως μας περιέγραψαν οι ορειβάτες, η Γκιώνα είναι ένα βουνό με χαρακτήρα καθαρά αλπικό, με αδρό και ξεκάθαρο ανάγλυφο, με βαθιές χαράδρες, ρεματιές και ασβεστολιθικές ορθοπλαγιές που το κάνουν δύσβατο, ενώ διαθέτει τη μεγαλύτερη ορθοπλαγιά των Βαλκανίων, την Πλάκα της Συκιάς, με υψομετρική διαφορά 1.100 μέτρα περίπου.
Η Γκιώνα στα χρόνια της τουρκοκρατίας αποτελούσε ορμητήριο των Κλεφτών και θέατρο ιστορικών συγκρούσεων κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπου και στάθηκε τόπος καταστροφής των τουρκικών δυνάμεων τον Μάιο του 1821.
Ενώ κατά τη Γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, στη μάχη της Καρούτας πάνω στη Γκιώνα, οι αντάρτες κατατρόπωσαν τις δυνάμεις κατοχής.
Σε σπηλιές του βουνού κρύβονταν Άγγλοι που μαζί με τις αντιστασιακές ομάδες του Ναπολέοντα Ζέρβα και του Άρη Βελουχιώτη οργάνωσαν την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου.