«ΘΑΡΡΟΣ» 31 Αυγούστου 1942: Το βολτάρισμα

«ΘΑΡΡΟΣ» 31 Αυγούστου 1942: Το βολτάρισμα

Πάμε για βόλτες; Πάμε. Και η παρεούλα ξεκίνησε εύθυμα για το βραδινό μαγκανοπήγαδο της πλατείας που οι Καλαματιανοί έχουν συνήθεια να γνωρίζουν, μέχρι κοψίματος ποδιών, λαχανιάσματος και μέχρι εξαντλήσεως και της τελευταίας ρανίδος αντοχής.

Κύριοι, παρακαλώ προσοχή!
Οι Καλαματιανοί νέοι βολτάρουν. Και όταν βολτάρουν μην τους πειράζετε, μην τους κοτσομπολεύετε, μην τους απασχολείτε.

Βρίσκονται στις στιγμές της επισημότερής των ιεροτελεστίας, στην περίοδο της πιο γόνιμης ατραξιόν. Στη βόλτα τους θα δείξουν το τι είναι. Εκεί θα δείξουν πνεύμα, καμάρι, κορμοστασιά, βλακεία, θησαυρούς, ψυχικούς και σωματικούς… Και εκεί τελικά θα βαθμολογηθούν. Ο κάθε κατεργάρης θα πάει στον πάγκο του. Η ώμορφη και ντελικάτη θα πάρει τη θέση που της ανήκει, θα αναγνωρισθή από όλους τους παρατηρητές και πραγματογνώμονες, καθώς και ο κομψευόμενος, ο περιωπής κύριος, ο με ουρά βλάκας, ο ολικής χαλβάς, ο μάπας, ο τετραπέρατος, ο καζανόβας.

Βλέπεις και χαίρεσαι τους βραδινούς σεργιανιστές. Λάμπουν, ευωδιάζουν, αχτινοβολούν. Άψογοι εντελώς, νέοι και νέες, ασχημάτιστα νειάτα με ανυπόφορα αιχμηρά τα βέλη των άγουρων ακόμη καρπών τους. Βουίζουν σαν τα μελίσσια. Κουβεντιάζουν δυνατά, χάσκουν, ποντάρουν, επιδεικνύουν. Και τα μάτια και η γλώσσα βρίσκουν την περίσταση για τη… μαύρη τους αγορά. Χορταίνουν. Αδρά πληρώνεται το ξεποδάριασμα. Είναι αγώι που όχι μόνο ξυπνάει τον αγωγιάτη, αλλά τον κάνει και αητό. Λίγο είναι, φίλοι μου, να έχετε μπροστά στη μύτη σας ένα ζωντανό καλλιτέχνημα να σας πλησιάζει, να σας χαμογελά, να σας κάνει κοπλιμάν, να σας δίδη υποσχέσεις και τέλος να σας χαρίζη τη θεσπέσια θέα των μουσικών του γραμμών και στρογγυλοτήτων;

Τα υπερτροφικά πιτσουνάκια με τα τσίου – τσίου τους, με τα σμιλεμένα τέλεια γαμπάκια τους, με το ευέξαπτο ντύσιμό τους, με τους καταρράκτες των μαλλιών, με το γαλαχτερό προσωπάκι τους, με το υπολογίσιμο στηθάκι τους, είναι μικρή αμοιβή, πενιχρό αντίτιμο γι’ αυτά τα καταναγκαστικά σας έργα!

Μην είσασθε αχάριστοι…

Δεν λείπουν βέβαια και οι γκρίζοι κρόταφοι από την καθημερινή αυτή πανδαισία. Παρόντες είναι κι αυτοί. Σε καμιά καρέκλα των γύρω καφενείων με το φορτίο της πείρας των, θα κάνουν τη δουλειά τους καλύτερα και… πραχτικώτερα. Στρώνονται στο επίκαιρο σημείο, στο πόστο και επισκοπούν. Η εμφάνισις του… εχθρού πέφτει σαν αστροπελέκι στους κύκλους της προχωρημένης συντροφιάς και προξενεί ταραχή κι αναβρασμό στο πλήρωμα των αισθημάτων και θύελλα αλλεπαλλήλων ερωτήσεων.

Ποια είναι αυτή, ρε Μήτσο; Τίνος; Δεν φαίνεται για ντόπια.

Φίνα, μωρέ ψυχή μου. Πέφτουν τα … σάλια μου! Και αυτός ο κουνενές που την συνοδεύει; Είναι ο τάδε.

Για δέστον. Σαν γύφτικο σκεπάρνι καμαρώνει ο χαλβάς!

Αυτά γίνονται στη μεγάλη πλατεία όταν οι Καλαματιανοί βολτάρουν.

Αυτά και άλλα πολλά, που θα τα έγραφα, αν δεν είχα την… γκρίνια του τυπογράφου που – φωνάζει και θέλει – με το δίκηο του – ένεκα ο χώρος – χρονογράφημα μικρό!
Γεώργιος Α. Παπαχρ.