Γ. Πλεμμένος: «Θα ήθελα κάποτε να αναδείξω με παραστάσεις και στην Ελλάδα τις όπερες με μεσσηνιακή θεματολογία»

Γ. Πλεμμένος: «Θα ήθελα κάποτε να αναδείξω με  παραστάσεις και στην Ελλάδα τις όπερες με μεσσηνιακή θεματολογία»

Ο Μεσσήνιος καθηγητής Εθνομουσικολογίας και ερευνητής στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών μιλά στο “Θ”

Πολλά και ενδιαφέροντα έχει να μας πει για την ελληνική μουσική και τις καταβολές της, για τις σπουδές και το αντικείμενο της εθνομουσικολογίας, για την έρευνα και το Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, που αποτελεί για πάνω από 15 χρόνια το «ορμητήριό» του, ο Μεσσήνιος καθηγητής Ιστορικής Εθνομουσικολογίας, Γιάννη Πλεμμένος. Πρόκειται για έναν ανήσυχο και άοκνο εργάτη στη μελέτη και διάδοση του μουσικού μας πολιτισμού, κάτι που δε θα πρέπει να προκαλεί εντύπωση, καθώς αυτό είναι το δικό του μονοπάτι καρδιάς, με ξεχωριστό «όνειρο» να αναδείξει τις όπερες που έχουν γραφτεί με μεσσηνιακή θεματολογία (με ήρωες τη Μερόπη, τον Αριστόδημο, τον Αριστομένη)! Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο «Ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη», ένα βραβευμένο μυθιστόρημα με διαχρονικά μηνύματα και ταυτόχρονα κιβωτός ιστορικής μουσικής γνώσης. Αεικίνητος ανάμεσα στο πεδίο της έρευνας και τον ακαδημαϊκό κόσμο, έχει συνεισφέρει με πάνω από 100 επιστημονικές έρευνες και συνεχίζει…

Ας γνωρίσουμε λίγο καλύτερα τον κ. Ι. Πλεμμένο, το έργο του και τη μουσική μας…

-Ποια είναι τελικά η ελληνική μουσική;

Πολύ καλή η ερώτησή σας. Η απάντηση, όμως, φοβάμαι ότι δεν είναι ούτε εύκολη ούτε μονοσήμαντη. Για μας σήμερα ελληνικό θεωρείται ό,τι προέρχεται από Έλληνες δημιουργούς ή έστω ό,τι ακολουθεί τις αρχές της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Σε αυτή την κατηγορία μπορούμε να εντάξουμε το λαϊκό τραγούδι (ρεμπέτικο, ελαφρύ κ.λπ.), τη λεγόμενη έντεχνη μουσική (Χατζηδάκι, Θεοδωράκη κ.ά.) – λες και άλλα ρεύματα είναι άτεχνα (γέλια) – και φυσικά άλλα νεότερα μουσικά είδη (ελληνική ροκ, ποπ κ.ά.).

Τι συμβαίνει, όμως, με άλλα πιο παραδοσιακά είδη, όπως η βυζαντινή μουσική ή το δημοτικό τραγούδι; Το Βυζάντιο είναι ένας πιο κοντινός και σίγουρος σταθμός, αφού εκεί βρίσκουμε το ξεκίνημα του δημοτικού τραγουδιού (με τα ακριτικά και τις παραλογές), αλλά και της εκκλησιαστικής μουσικής. Ιδίως η τελευταία θεωρείται (από Έλληνες και ξένους μουσικολόγους) μια πολύ ανεπτυγμένη τέχνη (τουλάχιστον για την εποχή της). Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι οι Βυζαντινοί άκουγαν μόνο θρησκευτική μουσική, απλώς αυτή σώθηκε σε μεγάλο βαθμό λόγω της προστασίας από την Εκκλησία.

Ο κάτοικος του Βυζαντίου γλεντούσε, τραγουδούσε και χόρευε, όπως και σήμερα, αλλά με λίγο πιο οργανωμένο και στοχευμένο τρόπο (κυρίως σε πανηγύρια, επετείους, γιορτές κ.λπ.). Γι’ αυτό και από το Βυζάντιο σώθηκαν μουσικά όργανα, όπως τα τοξωτά (βιολί, λύρα), τα λαουτοειδή (ταμπουράς και η εξέλιξή του, το μπουζούκι) και τα πνευστά (είτε ξύλινα, π.χ., φλογέρα, ζουρνάς είτε χάλκινα).

-Και η σχέση με την αρχαιοελληνική μουσική;

Η σχέση τώρα με την αρχαιότητα είναι λίγο πιο δύσκολο να θεμελιωθεί, λόγω της χρονικής απόστασης και της ύπαρξης λιγότερων τεκμηρίων. Ασφαλώς υπάρχουν τεχνικοί όροι που μας είναι ακόμα οικείοι, όπως μουσικά όργανα (λύρα, κιθάρα κ.λπ.), με τη διαφορά ότι εκείνη την εποχή σήμαιναν διαφορετικά πράγματα. Για παράδειγμα, η λύρα δεν παιζόταν με δοξάρι (όπως σήμερα στην Κρήτη), αλλά με τα δάχτυλα, και ήταν μια διαφορετική κατασκευή (σαν μικρή άρπα). Το ίδιο και η κιθάρα. Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, αρκεί να σημειώσουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν διαφορετική αντίληψη και αισθητική για αρκετά πράγματα, καθώς ο πολιτισμός τους ήταν περισσότερο ανθρωποκεντρικός και λιγότερο θεοκεντρικός όπως στο Βυζάντιο (με το οποίο συγγενεύουμε περισσότερο).

-Εν τέλει μουσικά «ανήκουμε» στη Δύση ή στην Ανατολή;

Το θέμα των δυτικών και ανατολικών επιδράσεων στη μουσική μας σχετίζεται με το ερώτημα: πού νομίζουμε ότι ανήκουμε (πολιτισμικά, καλλιτεχνικά, ιδεολογικά). Κάποιοι βλέπουν περισσότερες συγγένειες με την Ανατολή (λόγω της πιο πρόσφατης Οθωμανοκρατίας), άλλοι θέλουν να πιστεύουν ότι έπειτα από 200 χρόνια ελεύθερου πολιτικού βίου έχουμε αφομοιώσει σε ικανοποιητικό βαθμό τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού. Προσωπικά (και επειδή η αλήθεια είναι συχνά κάπου στη μέση) πιστεύω ότι η Ελλάδα, σαν σταυροδρόμι (γεωγραφικό αλλά και πολιτισμικό), έχει πάρει αρκετά στοιχεία και από τις δύο πλευρές, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από την ποικιλία και ευρύτητα των ειδών και ρευμάτων σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Αυτό δεν είναι καινούργιο στην ιστορική μας διαδρομή, καθώς ο Έλληνας συχνά αφομοίωνε στοιχεία από εδώ και από εκεί και τα «ζύμωνε» με το δικό του τρόπο, δημιουργώντας νέες φόρμες και καλούπια. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε σχετικά εύκολα στο ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι διαφόρων συνθετών (Τσιτσάνη, Βαμβακάρη κ.ά.).

-Ποια μουσική συγκινεί εσάς και γιατί;

Θα έλεγα ότι, όπως συμβαίνει και με άλλους ανθρώπους του χώρου, προτιμώ να κινούμαι περισσότερο οριζόντια στις επιλογές μου παρά κάθετα. Δηλαδή, επιλέγω να ακούσω κάτι όχι τόσο με κριτήριο το είδος της μουσικής όσο την απήχηση που έχει σε μένα ή τη διάθεση στην οποία βρίσκομαι. Ασφαλώς εξαιρώ τα πολύ έντονα ή «σκληρά» μουσικά ρεύματα της εποχής μας! (γέλια) Αν, όμως, έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε όλα, θα πήγαινα προς κάτι πιο κλασικό και μάλιστα ορχηστρικό, είτε κάποιο έργο συμφωνικής μουσικής είτε κάποια οβερτούρα (εισαγωγή) από κάποια όπερα. Με συγκινούν πολύ οι όπερες που έχουν αρχαιοελληνικά θέματα και έχουν δημιουργηθεί από ξένους συνθέτες. Ιδιαιτέρως, μάλιστα, έργα μεσσηνιακής θεματολογίας, όπως η όπερα «Μερόπη, βασίλισσα της Μεσσηνίας», που μελοποιήθηκε από δεκάδες Ευρωπαίους συνθέτες, με πρώτο τον πασίγνωστο Βιβάλντι. Υπάρχουν και έργα που αναφέρονται στον Αριστόδημο και τον Αριστομένη, που δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό. Θα ήθελα κάποτε να αναδείξω αυτά τα έργα και στην Ελλάδα με παραστάσεις.

-Πώς από τη Νομική καταλήξατε στη Μουσική και στην έρευνα;

Ευχαριστώ για την ερώτηση, διότι μου δίνει την ευκαιρία, όχι μόνο να εξομολογηθώ κάποια προσωπικά μου βιώματα, αλλά και να προτρέψω τους νεότερους να ακολουθήσουν την καρδιά τους και να κάνουν αυτό που επιθυμούν. Όλα ξεκίνησαν στην τελευταία τάξη του Λυκείου, όπου (στη Γ’ Δέσμη που ακολουθούσα) έπρεπε να διαλέξω μεταξύ Φιλολογίας, Θεολογίας και Νομικής (τα Παιδαγωγικά τότε θεωρούνταν – κακώς βέβαια – κλάδος Β’ επιλογής). Διάλεξα, λοιπόν, το «μη χείρον βέλτιστον», δηλαδή το λιγότερο «κακό» κατά τη γνώμη μου! (γέλια) Ήδη όμως από το πρώτο έτος διαπίστωσα ότι με ελκύουν τα μη «καθαρά» νομικά μαθήματα, όπως η Κοινωνιολογία του Δικαίου, η Φιλοσοφία του Δικαίου, το Ρωμαϊκό Δίκαιο (που είχε ιστορική προοπτική) κ.λπ. Παράλληλα, όμως, με τις νομικές σπουδές, είχα γραφτεί και στο Ωδείο «Νίκος Σκαλκώτας» της Αθήνας, όπου δίδασκαν γνωστοί καλλιτέχνες, όπως ο Νίκος Παζαΐτης (κιθάρα), ο Θανάσης Πολυκανδριώτης (μπουζούκι), ο Λυκούργος Αγγελόπουλος (Βυζαντινή Μουσική) κ.ά. Με άλλα λόγια, το πρωί δικηγόρος και το βράδυ καλλιτέχνης! (γέλια)

Την τελική μου απόφαση πήρα στο τελευταίο έτος της Νομικής, όταν πήρα μια υποτροφία Erasmus και βρέθηκα στην Αγγλία, όπου διαπίστωσα με έκπληξη ότι δεν ήμουν ο μόνος που σκεφτόταν να μεταπηδήσει από ένα γνωστικό αντικείμενο σε ένα άλλο (ακόμα και εντελώς διαφορετικό), κι ότι αυτό θεωρούνταν προτέρημα! Τότε ήρθα, λοιπόν, σε επαφή με τους δημοφιλείς τότε κλάδους της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Εθνομουσικολογίας, που με μάγεψαν αμέσως και αποφάσισα να τους ακολουθήσω. Μετά το στρατιωτικό μου, επέστρεψα στην Αγγλία, όπου ύστερα από έξι χρόνια παραμονής και επίπονης προσπάθειας, κατάφερα να πάρω μεταπτυχιακό και διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο του Cambridge.

-Οι σπουδές Εθνομουσικολογίας στην Ελλάδα σε τι επίπεδο βρίσκονται; Υπάρχει ενδιαφέρον από τα νέα παιδιά;

Από την εποχή που βρέθηκα στην Αγγλία έχουν γίνει μεγάλα και σημαντικά βήματα στην Ελλάδα για την προώθηση της Εθνομουσικολογίας και γενικότερα των Ανθρωπολογικών Σπουδών (όπου ανήκει). Με λίγα λόγια, όταν μιλάμε για Εθνομουσικολογία, εννοούμε τη μελέτη του μουσικού φαινομένου μέσα στο κοινωνικό της πλαίσιο, με τον ανθρώπινο παράγοντα στο προσκήνιο. Σήμερα στην Ελλάδα έχουν δημιουργηθεί τομείς Εθνομουσικολογίας σε αρκετά πανεπιστήμια (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα) και οι απόφοιτοί τους διακρίνονται τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ακόμα και επαγγελματικά μπορούν να απασχοληθούν, όχι μόνο σε πανεπιστημιακά τμήματα, αλλά και σε άλλα ιδρύματα και φορείς (Μέγαρο Μουσικής, μουσικά αρχεία κ.λπ.).

Η πιο σύγχρονη πλευρά του αντικειμένου αυτού είναι η λεγόμενη Δημόσια Εθνομουσικολογία, που βγαίνει συχνά έξω από το ακαδημαϊκό πλαίσιο και έρχεται σε επαφή με πολιτιστικούς φορείς (συλλόγους, ομάδες), αλλά και με το ευρύ κοινό, δημιουργώντας πρωτότυπες συνέργειες και συνεργασίες. Θα γνωρίζετε, για παράδειγμα, ότι η γνωστή και επιτυχημένη εκπομπή παραδοσιακής μουσικής «Το αλάτι της γης» (ΕΡΤ3) είναι αποτέλεσμα μιας τέτοιας σύμπραξης με το γνωστό εθνομουσικολόγο Λάμπρο Λιάβα και τοπικούς συλλόγους.

-Πείτε μας για το νέο σας βιβλίο, «Ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη»…

«Ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη» είναι ένα αντιπολεμικό και αντιρατσιστικό μυθιστόρημα που βασίζεται σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα (είναι άρα πολύ επίκαιρο!). Πρόκειται για μια τριλογία, που εκτυλίσσεται σε τρεις πόλεις: τη Βαγδάτη, την Κωνσταντινούπολη (που ονομάζεται Σταμπούλ) και την Αθήνα. Αυτό που συνδέει τις τρεις πόλεις είναι ένα μουσικό όργανο, ο ταμπουράς, που περνάει από χέρι σε χέρι: Από τον Ιρακινό κατασκευαστή του, στους περιστρεφόμενους δερβίσηδες, και τέλος στον Μακρυγιάννη.

Τα ιστορικά γεγονότα παραλλάσσονται, ενώ έχει διατηρηθεί το γλωσσικό ιδίωμα του Μακρυγιάννη στο γ’ μέρος. Το διήγημα είχε βραβευτεί με το Α’ Βραβείο Διηγήματος που είχε προκηρύξει η εφημερίδα «Ημερήσιος Κήρυκας» της Λάρισας σε συνεργασία με τον Πολιτιστικό Οργανισμό του Δήμου Λαρισαίων, την Ένωση Βιβλιοπωλών Λάρισας και το Σύνδεσμο Φιλολόγων Λάρισας και επιλέχτηκε μεταξύ 100 υποψηφιοτήτων (2005). Είκοσι χρόνια αργότερα, λοιπόν, ήρθε ο καλός φίλος και Μεσσήνιος στην καταγωγή εκδότης Κώστας Παπαδόπουλος (εκδόσεις «Ταξιδευτής») να μου προτείνει την έκδοση. Το βιβλίο παρουσιάστηκε πρόσφατα στο 53ο Φεστιβάλ Βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως, όπου ακούστηκε για πρώτη φορά ο αυθεντικός ταμπουράς του Μακρυγιάννη (βρίσκεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας)!

-Υπάρχει κάποια έρευνα που θεωρείτε έργο ζωής;

Νομίζω ότι (χωρίς να θέλω να κολακέψω την εφημερίδα σας) θα ξεχώριζα την έρευνά μου στο πλούσιο αρχείο του «Θάρρους», το οποίο βρίσκεται σχεδόν ακέραιο από το 1899 που ιδρύθηκε. Πέρασα εκεί πολλούς μήνες αναζήτησης, εντοπισμού και αντιγραφής (δυστυχώς χειρόγραφα) σε μια εποχή που τα τεχνολογικά μέσα δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένα και διαδεδομένα (αλλά και για λόγους προστασίας των παλιών φύλλων). Δεν είχε ακόμα εκπνεύσει ο 20ός αιώνας (1998-2000), όταν διαπιστώνοντας το κενό που υπήρχε στη βιβλιογραφία για τη μουσική ιστορία της Καλαμάτας, αποφάσισα να αποδελτιώσω όλα τα φύλλα των εφημερίδων που σώζονταν σε βιβλιοθήκες της πόλης.

Ξεκίνησα από τη Λαϊκή Βιβλιοθήκη, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ύλης που συγκεντρώθηκε προήλθε από το αρχείο του «Θάρρους». Θυμάμαι ακόμα με νοσταλγία και ευγνωμοσύνη τη βοήθεια της εκδότριας-διευθύντριας κας Άντας Αποστολάκη (που μου έδωσε άδεια να μελετήσω), αλλά και την αμέριστη συμπαράσταση του προσωπικού της εφημερίδας. Το αποτέλεσμα ήταν η συγγραφή και έκδοση του βιβλίου «Καλλιτεχνικώς προοδεύομεν: Η διείσδυση της ευρωπαϊκής μουσικής στην ελληνική επαρχία 1880-1920» (εκδόσεις Έλυτρον, Καλαμάτα 2005), που διανεμήθηκε και ως πανεπιστημιακό σύγγραμμα.

-Ποια είναι τα «μυστικά» του καλού ερευνητή;

Εδώ ερχόμαστε σε ένα φλέγον και κρίσιμο ζήτημα, που δεν αφορά βέβαια μόνο σε έναν κλάδο, αλλά γενικότερα την έρευνα. Εδώ πρέπει να διακρίνουμε τον επιστήμονα ερευνητή από τον ερασιτέχνη, που ασχολείται περιστασιακά με την έρευνα, αν και μπορεί (και πρέπει) να συμβουλεύεται και να συμπράττει με τον πρώτο. Το πρώτο, λοιπόν, προσόν είναι οι καλές σπουδές, όχι με την έννοια των τυπικών προσόντων, αλλά της βαθιάς γνώσης της μεθοδολογίας που πρέπει να ακολουθείται και αντίληψης των πραγμάτων, με βάση την παλιότερη εμπειρία. Έπειτα έρχεται ο καλός δάσκαλος, σε προπτυχιακό, αλλά κυρίως σε μεταπτυχιακό επίπεδο (ιδίως στα διδακτορικά, όπου γίνεται έρευνα εις βάθος). Το τρίτο είναι η αγάπη του ερευνητή για το αντικείμενό του (όποιο και αν είναι αυτό), που θα τον βοηθήσει να αντεπεξέλθει κάθε δυσκολία και εμπόδιο που μπορεί να βρεθεί μπροστά του.

-Πείτε μας λίγα λόγια για το Ερευνητικό Κέντρο όπου υπηρετείτε και για τη σχέση του με τη Μεσσηνία;

Το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας (όπως λέγεται επίσημα) ανήκει στην Ακαδημία Αθηνών και το υπουργείο Παιδείας, και είναι ισότιμο με τα ελληνικά πανεπιστήμια (Τριτοβάθμια Εκπαίδευση), με τη διαφορά ότι το βάρος πέφτει περισσότερο στην έρευνα και λιγότερο στη διδασκαλία. Οι περισσότεροι όμως επιστήμονες του Κέντρου Λαογραφίας διδάσκουν παράλληλα σε πανεπιστήμια, όπως το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (όπου έχω και ο ίδιος διδάξει για αρκετά χρόνια). Ιδρύθηκε το 1918 από τον «πατέρα» της Ελληνικής Λαογραφίας και διάσημο συμπατριώτη μας Νικόλαο Πολίτη (με καταγωγή από το Ελαιοχώριο Μεσσηνίας). Σώζεται, μάλιστα, στο ισόγειο του κτηρίου που στεγαζόμαστε το παλιό γραφείο του με τα προσωπικά του αντικείμενα (κοντυλοφόροι, μελανοδοχεία, καρτέλες κλπ.).

Μετά τον Πολίτη διευθυντές του Κέντρου διετέλεσαν μεγάλα ονόματα της Λαογραφίας, όπως ο Γεώργιος Μέγας (συγγραφέας των Ελληνικών Παραμυθιών) και πιο πρόσφατα η κα Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, μέλος της Εθνικής Επιτροπής για την Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της UNESCO. Το Κέντρο Λαογραφίας διαθέτει ένα πολύ πλούσιο αρχείο με χιλιάδες ηχογραφήσεις, φωτογραφίες και κείμενα σχετικά με το δημοτικό τραγούδι και το λαϊκό πολιτισμό.

-Τι άλλα ενδιαφέροντα κάνετε αυτό τον καιρό και τι άλλο ετοιμάζετε;

Το έργο ενός επιστήμονα δε σταματάει παρά μόνο όταν τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του! (γέλια) Η σταθερή ενασχόλησή μου είναι οι συμμετοχές σε διεθνή συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό (μίλησα πρόσφατα σε μεγάλο συνέδριο στην Ιρλανδία), η διεξαγωγή επιστημονικών αποστολών (πρόσφατα γύρισα από την Ικαρία απ’ όπου συγκέντρωσα πλούσιο λαογραφικό υλικό), η δημοσίευση επιστημονικών άρθρων σε ακαδημαϊκά περιοδικά με κριτές (οι δημοσιεύσεις μου ξεπερνούν πλέον τις 100) κ.ά. Συμμετέχω σταθερά σε εκλεκτορικά καθηγητών ΑΕΙ και σε επιτροπές επίβλεψης διδακτορικών διατριβών. Ασχολούμαι επίσης εντατικά με την εκπροσώπηση της Ελλάδας σε διεθνείς οργανισμούς, ως πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής της Ελλάδας στο Διεθνές Συμβούλιο Παραδοσιακής Μουσικής και Χορού (ICTMD). Εδώ θα ήθελα να αναφέρω και τη συμμετοχή μου στα Πρακτικά Επιστημονικής Λαογραφικής Διημερίδας «Λαϊκός πολιτισμός της Μεσσηνίας», που διοργάνωσαν το Κέντρο Λαογραφικών Μελετών της Καλαμάτας και η Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία στην Καλαμάτα (25-26 Μαΐου 2024) και ήταν μια πολύ σημαντική εκδήλωση. Επίσης, προσπαθώ να βρω χρόνο για να στέλνω κείμενά μου και στον τοπικό Τύπο της Μεσσηνίας, όταν κρίνω αυτό είναι χρήσιμο και απαραίτητο.

Σύντομο βιογραφικό

Ο Γιάννης Πλεμμένος είναι διδάκτωρ Ιστορικής Εθνομουσικολογίας του Πανεπιστημίου του Cambridge, με υποτροφία της Βρετανικής Ακαδημίας του Λονδίνου. Έχει διδάξει σε διάφορα ελληνικά πανεπιστήμια (Ιόνιο, Αιγαίου, Κρήτης, Πελοποννήσου, ΕΑΠ), ενώ το 2009 εξελέγη Κύριος Ερευνητής στο Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (είναι υποψήφιος Διευθυντής Ερευνών). Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής στο Universite Laval στο Μόντρεαλ του Καναδά. Έχει κάνει πολυάριθμες ανακοινώσεις σε διεθνή συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ διαθέτει εκτενείς δημοσιεύσεις σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά (British Journal of Ethnomusicology, Musicological Annual, Musicology Today, Bulletin of the Institute of Ethnography κ.ά.).

Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία (τα τρία σε αθηναϊκούς εκδοτικούς οίκους), έχει επιμεληθεί τρεις τόμους για την Ακαδημία Αθηνών και τρεις τόμους για το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, έχει μεταφράσει μέρος του έργου του μεγάλου Δανού φιλοσόφου Sοren Kierkegaard, ενώ η διδακτορική του διατριβή έχει εκδοθεί στη Γερμανία (2010). Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι η μυθιστορηματική παραλλαγή «Ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη» από τις εκδόσεις «Ταξιδευτής», που παρουσιάστηκε στο 53ο Φεστιβάλ Βιβλίου στο Πεδίο του Άρεως (10/9/2025).

Έχει προσκληθεί σε εκπομπές για το BBC Radio3, το Radio Romania, την ΕΡΑ, την ΕΡΤ, τον Σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος κ.ά. Έχει συνεισφέρει σε μουσικά λεξικά και εγκυκλοπαίδειες (Grove Music Online, Oxford Handbook of Orthodox Theology κ.ά.). Είναι πρόεδρος της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής του Διεθνούς Συμβουλίου για την Παραδοσιακή Μουσική και τον Χορό (ICTMD), μέλος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας και της συμβουλευτικής επιτροπής του περιοδικού Journal of Interdisciplinary Music.

Της Χριστίνας Ελευθεράκη