Γιάννης Λεμπέσης: Ένας από τους λίγους εναπομείναντες ρεμπέτες μουσικούς σήμερα στο «Θ»

Γιάννης Λεμπέσης: Ένας από τους λίγους εναπομείναντες ρεμπέτες μουσικούς σήμερα στο «Θ»

«Εγώ θα κάνω όνειρα, και αληθινά ας μη γίνουν, αρκεί όμως που προσπάθησα, όνειρα να μη μείνουν»

Ρεμπέτικο τραγούδι ονομάζεται το ελληνικό αστικό λαϊκό τραγούδι που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και απέκτησε τη γνώριμη μορφή του περίπου μέχρι την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Εξελίχθηκε στα λιμάνια πόλεων όπου ζούσε η εργατική τάξη (τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη), ενώ στη συνέχεια πέρασε και σε άλλα αστικά κέντρα. Αναπτύχθηκε μετά το 1922 με την άφιξη των Μικρασιατών στην Ελλάδα.

Ένας από τους λίγους εναπομείναντες ρεμπέτες μουσικούς είναι ο Γιάννης Λεμπέσης, που παλεύει με τον τρόπο του να διασωθεί κάτι που σιγά σιγά σβήνει στο πέρασμα του χρόνου και να μη μείνει μόνο ένα μνημείο άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco.

Συναντηθήκαμε, μιλήσαμε, διαβάστε:

-Λοιπόν Γιάννη, πάμε Εύβοια για λίγο;
Κρεμαστός Εύβοιας, ένα χωριό κοντά στην Κύμη. Από οκτώ χρόνων ήμουνα ψάλτης στην εκκλησία του χωριού μου. Είχαμε έναν φοβερό παπά, ο οποίος όλη μέρα έπινε μπύρες και άκουγε ρεμπέτικα. Είχε μία φωνή, φίλε, φωνάρα και έναν εκπληκτικό ψάλτη. Έρχονταν από άλλα χωριά άνθρωποι μόνο για να ακούσουν τη λειτουργία. Κάπως έτσι γαλουχήθηκα. Είχα και έναν παππού, ο οποίος έπαιζε βιολί στα πανηγύρια. Το βιολί το έφτιαχνε μόνος του, και τραγουδούσε, αγρότης ήταν, αλλά το έκανε παράλληλα με το επάγγελμά του.

Ο παππούς μου έγραφε τραγούδια εκεί, επί τόπου.
Τότε δεν είχαν χαρτούρα, δεν υπήρχαν μεροκάματα. Την ώρα που χόρευε ο πρώτος, εκείνη την ώρα έφτιαχνε το τραγούδι, το δικό του τραγούδι, για να πάρει τα λεφτά. Μία φορά τον ρώτησα, δέκα χρόνων πρέπει να ήμουν, «παππού, από όλα αυτά που γράφεις, τι είναι το πιο ωραίο που έχεις φτιάξει;». Κι άκου τι μου είπε, ρε φίλε, θα ανατριχιάσεις. Θα στο πω για συμβουλή στη ζωή σου. Άκου στίχο ενός ανθρώπου ο οποίος υπέγραφε με σταυρό. Δεν ήξερε γράμματα… «Εγώ θα κάνω όνειρα / και αληθινά, ας μην γίνουν, αρκεί όμως που προσπάθησα, / όνειρα να μη μείνουν».

-Μου έβγαλες τον τίτλο τώρα. Δεν έχω ακούσει κάτι καλύτερο. Από εκεί είναι το DNA σου, ας πούμε, το μουσικό. Πότε ξεκίνησες να «γαργαλάς» μουσικά όργανα;
Από μικρό παιδάκι, 10-11 χρόνων. Ξεκίνησα με τα όργανα που είχε ο παππούς μου. Έφτιαχνα κι εγώ δικά μου, με κάτι σύρματα, και κάτι ξύλα που σκάλιζα και ό,τι έβγαινε. Το πρώτο δικό μου το πήρα όταν ήρθα στην Αθήνα. Τελείωσα το εξατάξιο Γυμνάσιο Κονιστρών. Να κάνουμε και μια παρένθεση. Εφέτος, με μεγάλη μου τιμή έκανα μια συναυλία στις 2 Αυγούστου, φαντάσου, στο προαύλιο του Γυμνασίου που τελείωσα πριν από 50 χρόνια.

-Φαντάζομαι συγκίνηση;
Κώστα μου, δυστυχώς, δεν έχει αλλάξει τίποτα. Είναι όπως ήταν τότε ακριβώς. Οι χώροι ίδιοι, το κτήριο ίδιο, τα γήπεδα, ακριβώς το ίδιο πράγμα. Παρ’ όλα αυτά, έκανα μια πολύ ωραία συναυλία και το χάρηκα πολύ. Λοιπόν, το 1975 τελείωσα το Γυμνάσιο και ήρθα στην Αθήνα. Δεν είχα έρθει στην Αθήνα ποτέ στη ζωή μου. Μου φάνηκαν όλα περίεργα. Πήγα τότε που δεν είχε γίνει ακόμα αυτό που είναι τώρα. Ήμουν άριστος σε Μαθηματικά, Φυσική και Χημεία, αυτά που δίναμε, αλλά γράφαμε και έκθεση. Θυμάμαι ακόμα το θέμα της έκθεσης που μας βάλανε. «Η υποκειμενικότης της ανθρώπινης κρίσεως και οι επιπτώσεις αυτές στην επιστήμη και στην κοινωνική ζωή» ήταν ο τίτλος. Αυτά όλα ήταν καθαρεύουσα τότε, πολυτονικό σύστημα και λοιπά. Έτσι γράφω και τώρα. Άμα δεις την αφιέρωση που σου έκανα, είναι με περισπωμένες και λοιπά. Δεν μπορώ να γράψω διαφορετικά. Δεν μπορώ να προσαρμοσθώ με τίποτε. Μάλλον δε θέλω να προσαρμοσθώ. Ψιλές, δασείες, περισπωμένες, οξείες κανονικά.

-Το ρεμπέτικο πώς μπήκε στη ζωή σου;
Εμείς στο χωριό δεν ακούγαμε πολύ ρεμπέτικο, ακούγαμε δημοτικά. Ήμουν επαρχιώτης όταν μπήκα στο Πολυτεχνείο. Τότε υπήρχαν οι ανακοινώσεις στους τοίχους από ένα στέκι όπου μαζεύονταν μουσικοί. «Όποιος ασχολείται με τη μουσική να έρθει εκεί». Πάω στο στέκι που ήταν οι μουσικοί, και βλέπω τον Χρήστο Λεοντή, μαέστρο του Πολυτεχνείου στην ορχήστρα, να μιλά σε έναν έναν. Λέει σε ένα φίλο, τον Γιάννη Κατσαρό: «Γιάννη, εσύ θα αναλάβεις Θεοδωράκη – Χατζηδάκι». Έμενα με ρώτησε: «Εσύ με τι ασχολείσαι;». Λέω «εμένα μου αρέσει το Δημοτικό». «Ωραία», μου λέει, «επειδή είναι πιο κοντά σε εσένα, θα αναλάβεις το ρεμπέτικο». Και πήγα, Κώστα, και βρήκα όλους τους ρεμπέτες.

-Και αυτό σε έβαλε στο ρεμπέτικο;
Βέβαια, το ρεμπέτικο είναι πιο κοντά στο δημοτικό και το σμυρναίικο. Ξεκίνησα, λοιπόν, με τα πόδια και κάποιες φορές με το λεωφορείο, γιατί δεν υπήρχαν λεφτά, να βρω όλους τους ρεμπέτες που ζούσαν. Και ήταν πολλοί τότε. Ο Οδυσσέας Μοσχονάς που είχε πει το «Πριν το χάραμα μονάχος», ο Μιχάλης Γκρίτσας, ο Μιχάλης Γενίτσαρης, που ήμασταν και είκοσι χρόνια συνεργάτες, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Ρένα Στάμου, η Άννα Χρυσάφη, ο Τάκης Μπίνης. Υπήρχαν πολλοί τότε εν ζωή. Και πολλοί από αυτούς γράφανε και τραγουδούσανε προπολεμικά ακόμα, παρακαλώ.

-Τι πήρες από αυτούς;
Όλα. Την ευλογία τους. Πήρα ένα βασικό πράγμα: δε νοείται να υπάρχει άνθρωπος που ασχολείται με το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι και να κάνει το μάγκα. Πρέπει να είναι απλός, πιο απλός από τον άλλον που έρχεται να ακούσει. Ένα άλλο που πήρα από αυτούς τους ανθρώπους είναι το μεγαλείο. Αυτοί με βάλανε να γράψω δικά μου τραγούδια. Μου λέει ο Γενίτσαρης: «Φαντάσου να μην έγραφα εγώ, να μην έγραφε ο Τσιτσάνης, να είχαμε μόνο τα παραδοσιακά, δε θα υπήρχε συνέχεια».

Εγώ είχα, βέβαια, και το μικρόβιο από τον παππού μου. Από πιτσιρίκος έγραφα, με το στόμα και το μολύβι, τραγούδια. Κι έτσι ξεκίνησα. Είχα βέβαια και τους δασκάλους, τους κριτές. Όταν έγραφα κάτι, το ακούγανε. Δεν τολμούσα να κάνω κάτι. Άμα δεν το εγκρίνανε, το πετούσα.

-Αυτοδίδακτος λοιπόν;
100%. Πουθενά δεν έχω πάει, αλλά ξέρω πολύ καλά τα όργανα που παίζω, μπουζούκι, κιθάρα, μπαγλαμάδες και αυτά όλα. Ξέρω πολύ καλά την αρμονία τους, ξέρω τι παίζω. Αυτά δεν είναι ταλέντο, αυτό είναι κληρονομικό.

Το είχε ο παππούς που έπαιζε στη μάνα μου, πέρασε μέσα μου. Εγώ πιστεύω ότι ο άνθρωπος πρέπει να υπερηφανεύεται για αυτά που απέκτησε με αγώνα. Εμένα μου ήρθαν έτοιμα όλα αυτά, τα είχα μέσα μου. Υπήρχε ένας χαρακτήρας.

-Τι είναι ρεμπέτης και τι ρεμπέτικο; Δηλαδή, ποια είναι η διαφορά του ρεμπέτη από τους άλλους;
Για αυτήν την ερώτηση που κάνεις έχουν γραφτεί τόμοι. Εγώ πιστεύω ότι το ρεμπέτικο δεν ήταν μόνο τραγούδι, ήταν και τρόπος ζωής. Το ρεμπέτικο μπορεί να υπάρχει πάντα, και τώρα και σήμερα. Ας πούμε ένα παράδειγμα. Εγώ δε θεωρώ τον εαυτό μου ρεμπέτη, αλλά μοιάζω με αυτούς τους ανθρώπους, γιατί δε θέλω να προσαρμοστώ με την τεχνολογία, παρότι έχω τελειώσει το Πολυτεχνείο. Δε μου αρέσει η βαβούρα. Θέλω να είμαι μοναχικός. Τα πιο πολλά μου τραγούδια έχουν κοινωνικό περιεχόμενο. Δηλαδή, έχω μια στάση ζωής που μοιάζει με εκείνη που είχαν τότε. Αυτοί, βέβαια, τότε γράφανε και τα λεγόμενα χασικλίδικα. Αλλά τα χασικλίδικα που γράφανε αυτοί, εγώ τα παρομοιάζω με τα κοινωνικά που γράφω. Αυτοί γράφανε «πρέζα όταν πιεις», εγώ γράφω «όλα είναι μια βιτρίνα και να λες καλά το ποίημα».

Δηλαδή και αυτοί αντίδραση είχαν με αυτό που γράφανε. Αντιδρούσαν στο σύστημα που τους κυνηγούσε. Αυτό το πράγμα κάνανε. Έχω γνωρίσει όλους αυτούς τους ανθρώπους, που και πίνανε, και γράφανε τέτοια τραγούδια, και ξέρω πολύ καλά γιατί το κάνανε.

-Ρεμπέτης, δηλαδή, σημαίνει να ζεις με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Είσαι ιδιαίτερος άνθρωπος;
Αυτό δεν είναι απαραίτητα και καλό. Είναι «ιδιαίτερο» αυτό και απλά έχει διάφορα ονόματα. Ακριβώς αυτό που είπες και μόνος σου, χασικλήδες και παραβατικότητα. Και παραβατικοί ήταν πολλοί και φόνους είχαν κάνει. Υπήρχε μια εποχή που ήταν αυτονόητα όλα αυτά για ένα ρεμπέτη. Ενώ εμείς για τη γυναίκα τρέφουμε έναν τρομερό σεβασμό, αυτοί τρέφανε ένα σεβασμό με το δικό τους τρόπο. Για παράδειγμα, είχαν όλοι μια γυναίκα που ήταν η αγαπητικιά τους. Ήτανε αποκλειστικά δικιά τους δηλαδή, κανενός άλλου. Όλοι είχανε. Ήταν ξεκαθαρισμένο αυτό.

Και ο Γενίτσαρης είχε μια γυναίκα που του άρεσε, τη Σοφία, ήταν η αγαπητικιά του. Όταν την κοπάνισε από την Αθήνα και πήγε στη Θήβα, τη χαράκωσε. Πράγματα με τα οποία εμείς δε συμφωνούμε και ανατριχιάζουμε, αλλά αυτός ήταν ο τότε τρόπος ζωής. Και την κοπέλα αυτή, φίλε, την κυρία αυτή, τη γνώρισα σε μεγάλη ηλικία, όταν μου τη σύστησε ο Γενίτσαρης. Και τον αγαπούσε ακόμα, παρόλο που είχε παντρευτεί άλλη γυναίκα. Είναι μερικά πράγματα που δεν μπορείς να εξηγήσεις, είναι ανεξήγητα.

-Έχω ένα όνομα, Παναγιώτης Κουνάδης, τι έχεις να πεις;
Ο Παναγιώτης είναι αυτός που με καθόρισε όταν ήρθα στην Αθήνα το 1975 που πέρασα στο Πολυτεχνείο. Ήταν κι αυτός πολιτικός μηχανικός. Εγώ τον γνώρισα μέσω του αδερφού του. Είχε μελετήσει πολύ το ρεμπέτικο, ό,τι στοιχείο έχουμε, από τον Παναγιώτη το έχουμε. Ο Παναγιώτης ήταν απλόχερος και το 1975 μου έδωσε περίπου 2.000 ρεμπέτικα τραγούδια. Μην κοιτάς τώρα που είναι όλα στο YouTube και τα παίρνεις από εκεί. Δεν έβρισκες τίποτα τότε. Δεν υπήρχε τίποτα, ομολογουμένως.

-Σε βοήθησαν καθόλου τα βυζαντινά ακούσματα που είχες στην εξέλιξή σου ως ρεμπέτης;
Εκατό τοις εκατό. Από εκεί ήταν όλα. Η αλυσίδα είναι: αρχαία ελληνική μουσική, βυζαντινή, ρεμπέτικο και δημοτικό. Το ρεμπέτικο γεννήθηκε στην Ελλάδα το 1922, που ήταν η χρονολογία της προσφυγιάς. Υπάρχει ένας χαρακτηρισμός που έχει δώσει ο Κουνάδης για το ρεμπέτικο, ότι «είναι η κραυγή των προσφύγων». Ίσως αυτό τα λέει όλα. Και δε χρειάζεται να πούμε τίποτε άλλο.

-Εσύ παίζεις τζουρά, έτσι δεν είναι;
Μπουζούκι έπαιζα, αλλά κράτησα στο τέλος τον τζουρά, που έχει πιο γλυκό ήχο. Αυτό μου αρέσει τώρα, ο χειρισμός είναι ίδιος. Παλιά τα όργανα είχαν μικρό σκάφος και μακρύ χέρι. Τώρα, σιγά σιγά, «μεγάλωσε ο μπαγλαμάς και έγινε σαν βαπόρι». Η καταγωγή των οργάνων αυτών δεν ξέρω ποια είναι, αν και υπάρχει μια συζήτηση, αλλά κανείς δεν έχει καταλήξει κάπου.

Τελικά όμως, όπως φτιάχτηκε το μπουζούκι, είναι 100% ελληνικό όργανο. Γιατί στην Τουρκία το σάζι – λένε πολλοί ότι το μπουζούκι είναι συνέχειά του – έχει άλλα διαστήματα, άλλο παίξιμο, άλλο πράγμα τελείως. Εμείς το έχουμε αλλάξει λιγάκι και έχει γίνει πια ελληνικό 100%. Το φτιάξαμε στις δικές μας κλίμακες.

-Ποιο είναι το κοινό σου, Γιάννη, στα μαγαζιά που δουλεύεις. Κατ’ αρχάς, πού είσαι τώρα;
Αυτή την περίοδο δουλεύω στο «Δρόμο του Μεταξιού» στην Καλλιθέα. Κλείνω φέτος 45 χρόνια στο πάλκο και 40 στη δισκογραφία, με 24 δίσκους. Όσο για το κοινό μου, καταρχάς είναι οι παλιοί μου φίλοι από τότε που ήμουν 20 χρόνων και τώρα είμαι 69. Μαζεύεται όλη η οικογένεια, και βέβαια τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους. Και καμιά φορά, τα παιδιά είναι πιο φανατικά στο ρεμπέτικο από τους γονείς. Συμμετέχουν πιο ενεργά. Οι γονείς το βαρεθήκανε. Όταν τελειώνω, ξέρεις τι λέω όταν είναι οι πιτσιρικάδες από κάτω; «Πηγαίνετε στα σκυλάδικα να πάρετε τους γονείς σας, γιατί το έχουν βαρεθεί το ρεμπέτικο και έχουν πάει εκεί».

-Πιστεύεις ότι τα ρεμπέτικα ήταν, αυτό που λέμε, στιχουργήματα της ζωής;
Τις εικόνες τις κάνανε τραγούδια. Τι εικόνες έχουμε τώρα; Τώρα, δυστυχώς, ελάχιστοι άνθρωποι γράφουν με αυτόν τον τρόπο. Δηλαδή, να έχουν την εικόνα. Εγώ γράφω πάντα βιωματικά, κι αν αυτά τα βιώματα τα έχει και κάποιος άλλος, ακόμα καλύτερα. Δεν γράφω ούτε με κομπιούτερ ούτε με τον τρόπο που βάζουν ένα συνδυασμό στο κομπιούτερ. Εγώ γράφω όπως γράφανε οι παλιοί, δηλαδή έχω το χαρτί, το μολύβι, το μπουζούκι μου.

-Έχεις γράψει και πολλά ερωτικά τραγούδια…
Εντάξει, το ρεμπέτικο βγάζει έρωτα, βγάζει παράπονο. Και πολλά από τα δικά μου το ίδιο. Τα παλιά είναι κοινωνικά τραγούδια. Ο δάσκαλός μου ο Γενίτσαρης έχει γράψει εκπληκτικά κοινωνικά τραγούδια. Όπως και ο Καρδάρας κ.λπ.

-Ο Καζαντζίδης τι είδους τραγουδιστής ήταν;
Ο Καζαντζίδης ήταν ένας γνήσιος λαϊκός τραγουδιστής. Πρωτοεμφανίστηκε με τραγούδια του Παπαϊωάννου, του Τσιτσάνη, του Καλδάρα. Το πρώτο τραγούδι του Καζαντζίδη ήταν ένα του Απόστολου Καλδάρα «για μπάνιο πάω κι αν θέλεις έλα». Πλήρης αποτυχία. Τον βάλανε στην άκρη κι αν δεν υπήρχε ο Γιάννης Παπαϊωάννου, αυτός ο μεγάλος δημιουργός, δε θα υπήρχε ο Καζαντζίδης όπως τον ξέρουμε σήμερα. Ο Παπαϊωάννου κάτι είχε δει στη φωνή του.

Η Κολούμπια ήταν που ήθελε να ηχογραφήσει κάποια τραγούδια του Παπαϊωάννου. Τότε έκανε ό,τι ήθελε αυτός, γιατί τότε έκαναν κουμάντο οι συνθέτες. Πάει στον Μιλιόπουλο που ήταν διευθυντής της εταιρείας και του λέει: «Γράφω αύριο δύο τραγούδια». «Με ποιον γράφεις;» τον ρωτά. «Με έναν καινούργιο τραγουδιστή, τον Καζαντζίδη». «Με ποιον Καζαντζίδη, ούτε για πλάκα, αυτός βελάζει σαν κατσίκι». Κι ο Παπαϊωάννου του λέει: «ή θα γράψω με αυτόν ή δεν γράφω καθόλου». Και έτσι ο Καζαντζίδης έγινε αυτό που έγινε.

-Με την πολιτική ασχολείσαι ή έπαψες;
Ασχολούμαι. Δεν είμαι ενεργό μέλος πια, γιατί τρέχω σαν παλαβός από εδώ και από εκεί με τη δουλειά αυτή, αλλά δεν έχω ψηφίσει κάτι άλλο στη ζωή μου μέχρι τώρα.

-Κάποια τραγούδια σου είναι γραμμένα με αφορμή την πολιτική;
Όλα είναι. Τα κοινωνικά είναι όλα. Ας πούμε όταν λέω «όλα είναι μια βιτρίνα/και να λες καλά το ποίημα/κλέφτες και παραμυθάδες γίνονται διευθυντάδες/και άλλοι σκλάβοι στις Ελλάδες/ για να ζουν αυτοί πασάδες/ Όλα είναι μια βιτρίνα/ Και να λες καλά το ποίημα/ Κι όμως φέρνουν δυσκολίες /Σου ζητούν φτωχές θυσίες/ Όμως μες’ στις Ελβετίες/ κρύβουν τις περιουσίες».

Ή το άλλο που λέω: Μήπως εγώ είμαι τρελός/ που όλα στραβά τα βλέπω/ Και που σωτήρες και σοφούς/ πλέον δεν τους αντέχω/ Μήπως είμαι παράλογος/ που βλέπω υποκρισία/ Σε αυτούς που τα είχα για καλό/ και είχαν εξουσία, και καταλήγω όμως: Μήπως είμαι συνένοχος/ που δεν βροντοφωνάζω/ Και μόνος ψιλοπράγματα/ μου φτάνει για να βγάζω».

Αυτά τα τραγούδια δεν περνάνε, όμως, πλέον. Δεν περνάνε καθόλου.

-Θέλω να κλείσουμε την κουβέντα μας με την πρώτη μας συνάντηση το 2008, «Ελλαδογραφία», θυμάσαι;
Βέβαια, ήταν το 2008, στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Γιώργο Τσαγκάρη. Ένας σπουδαίος άνθρωπος που «έφυγε» ξαφνικά, 5 Αυγούστου ήταν, αν θυμάμαι καλά. Η «Ελλαδογραφία» ήταν ό,τι πιο σημαντικό έχω κάνει. Ήταν όλη η ιστορία της Ελλάδας μέχρι το 2008 μέσα από το τραγούδι. Ξεκινήσαμε από χίλια τραγούδια, πήγαμε στα πεντακόσια, τα διακόσια και καταλήξαμε στα πενήντα. Ήτανε μια πολύ ωραία και σημαντική παράσταση. Μου έχει μείνει καλά στο μυαλό. Έχω το DVD από το Κάστρο Καλαμάτας και το βλέπω συχνά, ακόμα και τώρα. Πολύ ωραία δουλειά. Εύχομαι να ξαναβγεί. Ήμουνα μόνιμα στην Καλαμάτα από τον Μάιο του 2008 μέχρι τον Οκτώβριο, κι έτσι γνώρισα την πόλη.

-Θέλω λίγα λόγια από εσένα για κλείσιμο, χωρίς ερώτηση.
Εγώ στη ζωή μου έκανα αυτό που ήθελα να κάνω. Δεν έχω φράγκο. Λεφτά δεν έχω καθόλου. Νοικιάζω μια γκαρσονιέρα, έτσι να το ξέρεις αυτό το πράγμα. Μοιράζομαι τα χρήματα που παίρνω με τους συνεργάτες μου. Δεν υπάρχει Λεμπέσης. Παίρνουν όλοι τα ίδια. Είναι δικιά μου αρχή αυτό το πράγμα, αλλά είμαι καλά με τον εαυτό μου, πολύ σημαντικό.

Και θα κλείσω με ένα τραγούδι μου, το οποίο επίσης θα βρεις στο νέο CD. Λοιπόν λέει: Άλλοι ψάχνουν για μεγάλα/ Και άλλοι κυνηγούν πολλά/ Μα εγώ βρήκα ό,τι ποθούσα/ Μες στα λίγα και στα απλά/Μια πενιά από τον μπαγλαμά μου/ και ένα χάδι από τη Μαριώ/ Να έχω πάντα την υγειά μου/ Τίποτα άλλο δεν ζητώ. Αυτό είναι η ρότα της ζωής μου.

-Γιάννη, σε ευχαριστώ για την ωραία κουβέντα που κάναμε κι εύχομαι να σε ξαναδούμε…
Και εγώ θέλω πάρα πολύ. Είχα ξεχωρίσει την παρουσία σου και την ποιότητά σου από τότε.

Του Κώστα Δεληγιάννη