Γνωστός για τις ιστορικές του ανησυχίες και το ενδιαφέρον του για την ελληνική και τοπική μεσσηνιακή παράδοση, ο Χρήστος Ν. Ζερίτης έχει καταπιαστεί και με ένα θέμα που δεν είναι ευρέως γνωστό. Ο λόγος για τις προσπάθειες ανέλκυσης των «θησαυρών» (εξοπλισμών, υλικού, νομισμάτων, ντοκουμέντων κ.τ.λ.) από τα τουρκοαιγυπτιακά πλοία που καταβυθίστηκαν κατά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου από το συμμαχικό στόλο Γαλλίας-Αγγλίας-Ρωσίας, ένα κομβικό πλήγμα κατά των Οθωμανών για την επιτυχία της Επανάστασης του 1821. Πρόκειται για μια εκτενή έρευνα πηγών και δημοσιευμάτων, που είναι μάλιστα επίκαιρη, καθώς στις 20 Οκτωβρίου συμπληρώνεται η 198η επέτειος από την περίφημη ναυμαχία του 1827, η οποία γιορτάζεται εμφατικά κάθε χρόνο με εκδηλώσεις από το Δήμο Πύλου-Νέστορος.
Το «Θ» φιλοξενεί ένα μεγάλο μέρος αυτής της μελέτης του κ. Ζερίτη (στο έντυπο δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχεις στις 4 και 9 Οκτωβρίου 2025), ενώ ολοκληρωμένη μπορούν να τη βρουν οι ενδιαφερόμενοι, μαζί με φωτογραφικό υλικό και τις παραπομπές άντλησης των πληροφοριών, στο: https://taygetos-zeritis.blogspot.com/2025/09/blog-post_30.html.
Ο Χρήστος Ζερίτης αισθάνεται την ανάγκη να ξεκινήσει την παρουσίασή του μνημονεύοντας τον Σωτήριο Ζήση, καθώς ήταν ο πρώτος που περιέγραψε τη Ναυμαχία, μόλις δύο χρόνια μετά τα γεγονότα (στο ίδιο μπλογκ υπάρχει η έκδοση του 1829 του Ζήση Σωτηρίου και στοιχεία για τον σπουδαίο Έλληνα ανιδιοτελή πατριώτη). Επίσης, ο ίδιος εξηγεί ότι η μελέτη του είναι αποτέλεσμα μιας έρευνας που ξεκίνησε το 2019, οπότε «ανακάλυψε» την προκήρυξη διαγωνισμού για την «Άγραν του λιμένα του Νεοκάστρου», που τα μετέπειτα χρόνια χαρακτηριζόταν ως «Άγρα της Πύλου».
Για την «ανάσυρση των “θησαυρών” του Ναυαρίνου» ο Χρήστος Ζερίτης γράφει αναλυτικότερα: «Δεν έχω βρει στη νεοελληνική ιστοριογραφία κάποια ολοκληρωμένη μελέτη για δράσεις σχετικές με την ανάσυρση των υλικών από τα καταποντισμένα πλοία του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στον όρμο του Ναυαρίνου, μετά τη γνωστή ναυμαχία της 20ής Οκτωβρίου 1827.
Ενώ για τη ναυμαχία και τα αποτελέσματά της έχουν γραφεί εκατοντάδες βιβλία.
Στις 20 Οκτωβρίου, μία ηλιόλουστη μέρα με ήρεμη θάλασσα και ελαφρό δυτικό άνεμο, τα συμμαχικά πλοία μπήκαν στον κόλπο. Συνολικά ήταν 27 πλοία (12 αγγλικά, 7 γαλλικά και 8 ρωσικά), από τα οποία 10 της γραμμής, 9 φρεγάτες, 2 κορβέτες, 5 βρίκια και 1 κότερο.
Αυτά αριθμούσαν 1312 πυροβόλα και 9.300 άντρες. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος αποτελούνταν από 3 πλοία της γραμμής, 4 δίκροτες φρεγάτες, 13 απλές, 30 κορβέτες, 28 βρίκια, 3 ημιολίες και 6 πυρπολικά -σύνολο 89 πολεμικά. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε 41 μεταγωγικά, από τα οποία τα 8 ήταν αυστριακά. Το προσωπικό τους υπολογίζεται στους 22.000 ναύτες και τα πυροβόλα σε 2.440.
Η ναυμαχία έγινε “επ’ αγκύρα”, ενώ δηλαδή τα πλοία ήταν όλα αγκυροβολημένα, διήρκεσε περίπου τέσσερις ώρες και έληξε με σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Οι Τουρκοαιγύπτιοι έχασαν περίπου 55 πλοία, από τα οποία άλλα βυθίστηκαν και άλλα έμειναν στην επιφάνεια καιόμενα, μέχρις ότου να καταστραφούν από τις εκρήξεις των πυριτιδαποθηκών τους.
Σύμφωνα με μαρτυρίες σύγχρονων, τα ταλαιπωρημένα από τη μάχη συμμαχικά πληρώματα αναγκάσθηκαν να ξαγρυπνήσουν τη νύχτα, ώστε να αποφευχθεί καταστροφή των συμμαχικών σκαφών από καιόμενα τουρκοαιγυπτιακά σκάφη που έπλεαν ανεξέλεγκτα στον κόλπο. Οι σύμμαχοι δεν έχασαν ούτε ένα πλοίο, ενώ οι απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό ήταν 174 νεκροί, σε αντίθεση με τους Τουρκοαιγυπτίους που είχαν απώλειες περίπου 6.000 ανδρών.
Από την επίσημη σελίδα του Πολεμικού Ναυτικού
Μεταξύ των βυθισμένων αιγυπτιακών πλοίων ήταν και η ναυαρχίδα “Mohamer Bey”, επί της οποίας βρισκόταν ο θησαυρός των 30.000 χρυσών νομισμάτων που προοριζόταν για τις ανάγκες μισθοδοσίας ναυτών και αξιωματικών. Όμως, μαζί με τα χρήματα βρέθηκαν στο βυθό και κανόνια, ξύλα, σχοινιά, κατάρτια, πανιά, έπιπλα και ένα μεγάλο πλήθος από υλικά που ενδιέφεραν το ελληνικό κράτος και το οικονομικό αποτέλεσμα της ανασύρσεώς τους (και πολλών άλλων ναυαγίων από ναυμαχίες) το είχε συμπεριλάβει στον προϋπολογισμό της Ελλάδος του 1828 ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας.
Α) Η πρώτη, λοιπόν, είδηση πως προκηρύσσεται διαγωνισμός ανέλκυσης δημοσιεύθηκε σε πολλές εφημερίδες το 1833, έξι χρόνια δηλαδή μετά τη Ναυμαχία. Μεταξύ των εφημερίδων που δημοσίευσαν την προκήρυξη του διαγωνισμού ήταν η “Αθηνά” (σ.σ. τα αναλυτικά στοιχεία του είναι αναρτημένα στο μπλογκ του Χρ. Ζερίτη).
Είναι εμφανές πως η προκήρυξη διαγωνισμού δεν προέβλεπε κάποιες σταθερές τιμές και η ασάφεια είναι σαφέστατη. Ίσως αναμενόταν η εκδήλωση ενδιαφέροντος ώστε να γίνει αντιληπτό από το κράτος, μέσα από διαπραγματεύσεις, σε ποία ύψη κυμαινόταν η ανταπόδοση για τον εργολάβο που θα αναλάμβανε το έργο. Δεν υπάρχουν πληροφορίες εάν υπήρξε ανταπόκριση και εάν αναδείχθηκε εργολάβος.
Εκτιμώντας, όμως, τους αυστηρούς όρους, πιστεύω πως δε θα υπήρξε ενδιαφέρον, καθώς το 1833 η Αντιβασιλεία προσπαθούσε να εδραιώσει την θέση της και οι εσωτερικές διεργασίες για την ανάληψη της εξουσίας από τον βασιλιά Όθωνα είχαν δημιουργήσει έκρυθμες καταστάσεις. Όμως, είχαν περάσει μόνο 6 χρόνια από τη Ναυμαχία και ό,τι είχε καταβυθιστεί ήταν σε καλή κατάσταση.
Β) Η 2η απόπειρα για την επιλογή εργολαβίας για την ανάσυρση δημοσιεύεται το 1840 στην εφημερίδα “Φίλος του Λαού”, δηλαδή επτά (7) χρόνια αργότερα (αναλυτικά στο https://taygetos-zeritis.blogspot.com/2025/09/blog-post_30.html).
Στη 2η προκήρυξη τα πράγματα εμφανώς απλοποιούνται. Δεν αναγράφονται τιμές ούτε ποσοστά, όπως στην 1η, που θα είχαν τρομάξει τους ενδιαφερόμενους και ίσως γι’ αυτό το λόγο δεν υπήρξε συμμετοχή.
Τώρα, όμως, υπήρξε ενδιαφέρον και κάποιες προσπάθειες επηρεασμού της Γραμματείας των Ναυτικών για την ανάδειξη του εργολάβου. Όπως θα διαβάσει παρακάτω ο αναγνώστης, και θα εξάγει τα δικά του συμπεράσματα, το ανώτατο όριο των 5 ετών εργολαβίας που δόθηκε για την άγρα των υλικών, δημιούργησε αρκετά προβλήματα, τα οποία αποδελτιώθηκαν από εφημερίδες της εποχής και εμφανέστατα αποδεικνύουν πως το 1840 δεν απέχει και πολύ σε νοοτροπία από το 2025.
Φαίνεται πως κάποιοι ενδιαφερόμενοι προσπάθησαν να προκαταλάβουν την τελική επιλογή του εργολάβου.
Μαθαίνομε, λοιπόν, πως στους ενδιαφερόμενους υπήρξε και ο αξιωματικός του Ναυτικού κ. Κολόμπας με “ωφέλιμες προτάσεις”, όμως άλλος πήρε τη εργολαβία.
Από αυτή την 2η προκήρυξη-δηλοποίηση ανεδείχθη εργολάβος και δούλεψε και αποτελέσματα είχε, διότι σε επιστολή του ο ανταποκριτής του “Φίλου του Λαού” το 1842 ενημερώνει πως: “Κύριε Συντάκτα του ‘Φίλου του Λαού’. Πύλος την 27 Μαΐου 1842. Χθες εσπέρας αφίχθη ενταύθα με εν αγγλικόν Κότερον ο Κ. Πρέσβυς της Αγγλίας. Εξελθών δε υπήγεν εις το φρούριον και μετά μισήν ώραν εμβήκεν εις το πλοίον. Μένει ακόμη εδώ. Πού θα υπάγει δεν γνωρίζω. Η άγρα του λιμένος υπάγει θαυμασίως. Έχουν έως επτά κανόνια προύτζινα και διάφορα άλλα κομμάτια εξηγμένα. Ελπίζεται καλή ωφέλεια του δημοσίου. Άλλ’ οι αγρευταί παραπονούνται διότι τους παίρνει πολύ η Κυβέρνησις”.
Γ) Δε διαθέτω στοιχεία για το αν η εργολαβία 1840-1845 ολοκλήρωσε την 5ετή συμφωνία της και ποία ήταν τα συνολικά αποτελέσματα της άγρας, όμως αμέσως μετά μια νέα εργολαβία ξεκινά το 1847 και διαθέτομε το συμφωνητικό. Πρόκειται για Καλυμνιώτες Πλοίαρχους οι οποίοι ως Συνεταιρισμός αναλαμβάνουν την “Άγρα της Πύλου” (ολόκληρο το κείμενο υπάρχει στα “Καλυμνιακά Χρονικά” στο https://taygetos-zeritis.blogspot.com/2025/09/blog-post_30.html).
Δε βρήκα στοιχεία για τα αποτελέσματα της άγρας. Όμως, η συνέχεια αυτής της περιπέτειας, που δόθηκε
μέσα από τις εφημερίδες της εποχής, μας αποκαλύπτει πόσα ήταν τα οφέλη της. Ας συγκρατήσει ο αναγνώστης τούτου του πονήματος το όνομα του Καλύμνιου εργολάβου Γεωργίου Γιαλάφου, διότι η συνέχεια, όπως θα παρουσιασθεί παρακάτω, είναι ένα ακόμη δείγμα για τον τρόπο που λειτουργεί διαχρονικά το ελληνικό κράτος. Φαίνεται πως οι φιλότιμες προσπάθειες των Καλύμνιων σφουγγαράδων καταδυτών έφερναν αποτελέσματα και η άγρα ήταν επικερδής, γι’ αυτό και κάποιοι που διέθεταν “μπάρμπα στην Κορώνη… & Πύλο”, τον χρησιμοποίησαν για να πάρουν την εργολαβία και να συνεχίσουν την ανάσυρση υλικών.
Καταγγέλλεται δηλαδή, εν συντομία, πως πρώην κρατικός υπάλληλος (Καθοπούλης) ανέλαβε την εργολαβία πριν από τη λήξη της (ενάμιση έτος), υπό την προστασία του Α. Κριεζή (πρωθυπουργεύοντος και υπουργού Ναυτικών), χωρίς διαγωνισμό, με όρους εις βάρος του Δημοσίου και η ανατεθείσα εργολαβία κατέστη άκυρη με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου κατόπιν πρωτοβουλίας της Βασίλισσας (σ.σ. Για τον έχοντα περιέργεια για λεπτομέρειες αναγνώστη ο κ. Ζερίτης παραπέμπει από το μπλογκ του σε εφημερίδες της εποχής: “Ο Φίλος του Λαού”, “Αιών”, “Ταχύπτερος Φήμη”, “Καλυμνιακά Χρονικά”).
Ο καταγγελλόμενος Καθοπούλης απάντησε μετά λίγες ημέρες αφήνοντας υπονοούμενα για την εφημερίδα “Αιώνα” και απαντώντας στο περιεχόμενο των καταγγελλομένων. Επιλέγοντας τα ουσιαστικά σημεία της μακρόσυρτης επιστολής, ο αναγνώστης θα βγάλει τα συμπεράσματά του, δες:
https://taygetos-zeritis.blogspot.com/2025/09/blog-post_30.html
Η τελευταία, εξ όσων έχω αποδελτιώσει, λοιπόν μεταεπαναστατική είδηση περί της άγρας των υπολειμμάτων του καταβυθισθέντος τουρκοαιγυπτιακού στόλου είναι το 1851. Σκοτάδι καλύπτει τις επόμενες κινήσεις, πιθανότατα, ανάσυρσης. Όμως, δεν έγινε κατορθωτό να βρεθεί κάποιο σχετικό δημοσίευμα. Φαίνεται όμως, από διάφορες πηγές, πως γινόταν ένα είδος ανάσυρσης υλικών από τους ντόπιους.
“[…] Οι Τουρκοαιγύπτιοι με την ήττα τους αυτή δεν άνοιξαν μόνο το δρόμο στους επαναστατημένους Έλληνες για την ανεξαρτησία, αλλά εξασφάλισαν οικοδομική ξυλεία και ξύλινες στέγες στους κατοίκους της περιοχής για πολλά χρόνια. Τα περισσότερα, όμως, από τα πλοία τους ‘κάθισαν’ στον μαλακό πυθμένα του κόλπου, εξάπτοντας τη φαντασία των ντόπιων, οι οποίοι γρήγορα άρχισαν να αναπαράγουν ιστορίες για αμύθητους θησαυρούς που συμπαρασύρθηκαν στο βυθό, για την πανάκριβη ξυλεία από την οποία ήταν κατασκευασμένα τα πλοία και για τους χιλιάδες τόνους σιδήρου, χαλκού και μολύβδου των πυροβόλων και των υπερκατασκευών των βυθισμένων πλοίων…”.
Πηγές αποκαλύπτουν πως οι πρώτες ανασύρσεις κανονιών (προτού δηλαδή σαπίσουν στο βυθό) προκάλεσαν το ενδιαφέρον αγοραστών, οι οποίοι στη συνέχεια έλιωσαν το σίδερο και δημιούργησαν άλλες κατασκευές.
“[…]Ήδη από τους πρώτους μετεπαναστατικούς χρόνους εμφανίστηκαν διάφοροι φιλόδοξοι κυνηγοί θησαυρών, οι οποίοι αφού είχαν εξασφαλίσει τη σχετική άδεια από την κυβέρνηση, προσπαθούσαν με πρωτόγονα τεχνικά μέσα να ανελκύσουν τα απομεινάρια του στόλου”.
Τα πρώτα, λίγα, πυροβόλα από τον κόλπο του Ναυαρίνου που εξήχθησαν από τη χώρα, σε εκείνη την πρώιμη περίοδο των ερευνών, αγοράστηκαν στην Τεργέστη από κάποιον Anton Samassa και από το υλικό τους κατασκευάστηκε η καμπάνα του ναού του Sveti Jost στο Kranjem της Σλοβενίας.
Επιγραφή του ρομαντικού Σλοβένου ποιητή Preseren αναφέρει: “Ο μπρούτζος και ο σίδηρός μου βρέθηκαν στο βάθος της θάλασσας, όταν το βασίλειο της Τουρκίας ηττήθηκε στην Ελλάδα κοντά στο Ναβαρίνο…”.
Οι πληροφορίες όμως πληθαίνουν όσο περνούν τα χρόνια και “…Τον Ιούνιο του 1850 ο Αλεξ. Ραγκαβής με την σύζυγό του Καρολίνα βρίσκονται στο Μόναχο, πρώτο σημαντικό σταθμό στο ταξίδι τους προς την
Βρετανία. Στο Μόναχο το ζεύγος επισκέπτεται ένα χυτήριο: Πήγαμε στο χυτήριο του χαλκού, στο οποίο ο βασιλιάς Λουδοβίκος είχε αναθέσει την κατασκευή ενός οβελίσκου για τους πεσόντες στους Ναπολεόντειους πολέμους Βαυαρούς, και επίσης, την αλληγορία της Βαυαρίας, της οποίας είδαμε να έχει χυθεί ο τεράστιος βραχίονάς της. Το αναγκαίο υλικό προήλθε από τα οθωμανικά πυροβόλα του Ναυαρίνου”.
Πάντως, οι προσπάθειες ανέλκυσης του συνόλου ή μέρους των υλικών με εμπορική αξία από τον βυθισμένο στόλο του Ιμπραήμ συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, με πενιχρά, όμως, αποτελέσματα.
Το 1900 πέθανε ένας Άγγλος που είχε πάρει μέρος στη ναυμαχία και οι εφημερίδες επαναφέρουν το θέμα της ναυμαχίας: “…εις το Λονδίνον απέθανεν προ ολίγων ημερών ένας γέρων ναύτης εις το νοσοκομείον του Αγίου Γεωργίου. Ονομάζετο Ουίλιαμ Νέρομ και οι Άγγλοι τον απεκάλουν συνήθως ο γέρω-Ναυαρίνος. Ήτο ο τελευταίος επιζών εκ της ναυμαχίας του Ναυαρίνου…”.
Το 1901 μια εταιρεία συμφώνησε με το Δημόσιο να αναλάβει το έργο της ανέλκυσης, αλλά η χρήση εκ μέρους της εκρηκτικών, για την αποκόλληση των πλοίων από τον πυθμένα, οδήγησε τις αρμόδιες Αρχές να κηρύξουν έκπτωτη από την εργολαβία. Η διάδοχος στο έργο εταιρεία του μηχανικού Απόστολου Χέλμη δήλωσε μετά μερικά χρόνια οικονομική αδυναμία.
Το 1907 ο Χέλμης πούλησε τα ερευνητικά δικαιώματα στον δαιμόνιο Κυθήριο επιχειρηματία Μίνωα ή Μηνά Κυπριάδη (Κύθηρα, 1845-Αθήνα, 1919), ο οποίος είχε σχηματίσει μεγάλη περιουσία στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ο Κυπριάδης συνέστησε την “Ναυαγοσωστικήν Υποβρύχιον Εταιρεία Ποσειδών” με την οποία φιλοδοξούσε να πετύχει την ανέλκυση των αντικειμένων από τα πλοία. Επιδίωξε να οργανώσει την εργασία της ανέλκυσης με επιστημονικό τρόπο και για αυτό θέλησε να καθορίσει με ακρίβεια τις θέσεις των πλοίων που ήταν βυθισμένα στον κόλπο της Πύλου. Αγόρασε από τη Γερμανία ειδικά σκάφανδρα τελευταίου τύπου, και εκπαίδευσε συστηματικά ομάδα δυτών, φιλοδοξώντας να ανελκύσει ολόκληρα τα πλοία και όχι κομμάτια τους.
Το δαιμόνιο πνεύμα του Κυπριάδη αποτυπώνεται σε αναφορά του προς το υπουργείο των Οικονομικών για τον τρόπο εκτέλεσης του έργου της ανέλκυσης: “Προτείναμε να αδειάσει από το θαλάσσιο νερό, με ατμαντλίες, το λιμάνι της Πύλου, αφού όμως πρώτα αποφραχθούν τα δύο στόμιά του που σχηματίζει η νήσος Σφακτηρία. Με αυτό τον τρόπο οι εργάτες θα μπορούσαν να εργαστούν αποτελεσματικά. Το εγχείρημα όμως αυτό κρίνεται πολυδάπανο, αν όχι αδύνατο. Αντί για αυτό προτείνουμε την αφαίρεση με απορρόφηση της λάσπης που βρίσκεται μέσα στα κήτη των πλοίων, έτσι τα πλοία θα γίνουν ελαφρύτερα, στη συνέχεια θα περιδεθούν με ασκούς και με βαρούλκα θα υψωθούν κοντά στην επιφάνεια. Έτσι θα καταστή ευκολότερη η έρευνα του περιεχόμενου τους”.
Ο Κυπριάδης, όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με το εγχείρημα, ήταν ήδη εξήντα ετών και είχε αναδειχθεί σε ιδιαίτερα πρωτοπόρο και πετυχημένο επιχειρηματία. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πως δύσκολα ένας επιχειρηματίας αναλαμβάνει ένα τόσο μεγάλο κίνδυνο, εάν δεν είναι σίγουρος πως η επένδυσή του θα πιάσει τόπο.
Μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι ο Κυπριάδης, κατά τη μακρά παραμονή του στην Αίγυπτο, είχε ασφαλείς πληροφορίες από επιζώντες του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, οι διηγήσεις των οποίων εξήψαν τη φαντασία του ρηξικέλευθου Τσιριγώτη και όταν του δόθηκε η ευκαιρία, έσπευσε να αγοράσει τα δικαιώματα ανέλκυσης.
Ο Κυπριάδης μετέβη στο Λονδίνο σε αναζήτηση ειδικών και κεφαλαιούχων, οι οποίοι θα συνέπρατταν στην εταιρεία, δε βρήκε όμως την ανταπόκριση που περίμενε. Αυτό δεν τον εμπόδισε στα 70 του χρόνια να φορέσει το σκάφανδρο και να κατέβει στο λιμάνι της Πύλου για να διαπιστώσει ο ίδιος την κατάσταση των πλοίων!
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, όμως, ανέκοψαν τις προσπάθειες του Κυπριάδη, ο οποίος πέθανε το 1919 από την ισπανική γρίπη».
Το 1903 υπήρχαν νεότερες εξελίξεις. Γράφτηκε στην εφημερίδα Αθηνών «Άστυ», φύλλο 22/7/1903, σχετικά με την ανασκαφή του βυθού του Ναυαρίνου: «…εζητήσαμε πληροφορίας παρά προσώπου έχοντος σχέσιν με την αναλαβούσαν εταιρίαν το έργο τούτο και δυναμένου ως εκ της παρ’ αυτή θέσεώς του να γνωρίζη καλώς τα περί τούτου, το οποίον ηυηρεστήθη να μας είπη τα εξής: Ουχί άπαξ οι Κυβερνήσεις της Μεταπολιτεύσεως και εντεύθεν είχον παραχωρήσει το δικαίωμα εις εμπεροτέχνας προς ανίχνευσιν υλικού διεσπαρμένου εν τω βυθώ του Ναυαρίνου συνεπεία της ναυμαχίας του 1827, αλλ’ ένεκα των ατελών μέτρων τα οποία διετέθησαν προς τούτο οι εργολάβοι εζημίωναν. Οι τελευταίοι αναλαβόντες το προνόμιον υπό της Κυβερνήσεως κ.κ. Γαλάτης μηχανικός και Δ. Αμπατζόγλους δύτης, υποστηριχθέντες για κεφαλαίων συνεννοήθησαν μετά του διασήμου Άγγλου μηχανικού κ. Πάρκερ, ναυαγοσώστου, ανελκύσαντος πλην άλλων και το θωρηκτόν “Παρίσιοι”, όπως διευθύνη την εργασίαν και κάμη χρήσιν τελειοτάτων μηχανημάτων προς μέγα όφελος του Δημοσίου το οποίον θα λαμβάνη 53,50% χωρίς ευθύνην δαπανών. Το Υπουργείον εννοείται ότι έδωκεν απόλυτον πληρεξουσιοδότητα εις την αναλαβούσαν εταιρίαν ίνα εργασθή όπως κρίνη καταλληλότερον καλούσα και όποιον δήποτε (δυσανάγνωστον)… μη δια τούτο και ως τοιούτου κριθέντος του κ. Πάρκερ. Αι εργασίαι θα αρχίσουν μετ’ ού πολύ, θα διαρκέσουν δ’ αναλόγως των αποκαλύψεων και του ευνοϊκού καιρού ή μη προς τοιαύτην εργασίαν».
Άλλη μια προσπάθεια ανέλκυσης δεν απέδωσε και το 1905 ξεσπάει ένα μεγάλο «σκάνδαλο». Έτσι μαθαίνονται πολλές λεπτομέρειες για άλλη μία προσπάθεια ανέλκυσης των υπολειμμάτων στον όρμο του Ναυαρίνου. Συγκεκριμένα, ο αιφνίδιος θάνατος στη Βιέννη του συμβολαιογράφου Αθηνών, και εκλεκτού μέλους της αθηναϊκής κοινωνίας, Ιωάννου Γαϊτάνου, και οι φήμες για την κατασπατάληση ποσών τα οποία επενδυτές τού είχαν παραδώσει, είναι στις πρώτες σελίδες των αθηναϊκών εφημερίδων. Κατά τους τότε νόμους δεν επιτρεπόταν στους συμβολαιογράφους να διαχειρίζονται περιουσίες ή μετρητά από πελάτες τους. Εισαγγελέας ερεύνησε το αρχείο του συμβολαιογράφου και δεν βρήκε κάτι μεμπτό. Φήμες, όμως, διέδιδαν πως τα απωλεσθέντα κεφάλαια που του είχαν δώσει άγνωστοι επενδυτές, δεν τα διαχειριζόταν ως συμβολαιογράφος, αλλά ως ιδιώτης-επιχειρηματίας. Και η είδηση καταλήγει πως «[…] μεταξύ των απωλεσθέντων χρημάτων ήσαν και αύτα που του είχον δοθεί δια την επιχείρησιν της ανελκύσεως των λειψάνων της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου…».
Το επόμενο διάστημα οι αποκαλύψεις υπήρξαν καταιγιστικές και οι αποδείξεις έφεραν τον αποθανόντα Γαϊτάνο ως έναν εκ των μετόχων επενδυτικής εταιρείας η οποία ατύχησε στην «επένδυση» της ανάσυρσης των λειψάνων της ναυμαχίας στο Ναυαρίνο, αλλά και σε κάποιες άλλες παρόμοιες «επενδύσεις».
Οι «μέτοχοι» της εταιρείας είχαν απλώσει τα πλοκάμια τους και έπειθαν αφελείς, οικονομικά εύρωστους, να καταθέτουν-επενδύουν τα χρήματά τους στην επιχείρηση ανέλκυσης «των θησαυρών του Ιμπραήμ».
Η κατάληξη της υποθέσεως ήταν πως και ο Γαϊτάνος έπεσε θύμα ραδιούργων συμβούλων, που τον χρησιμοποίησαν και κατασπατάλησαν σε αμφιλεγόμενες «επενδύσεις», ληστεύοντας-δίκην εξόδων- ουσιαστικά τις καταθέσεις αφελών, εύπιστων και άπληστων καταθετών, οι οποίοι ανέμεναν να μοιραστούν τα κέρδη από την ανάσυρση «των θησαυρών του Ναυαρίνου».
Το 1913, στις 24 Αυγούστου, το εβδομαδιαίο εικονογραφημένο ελληνικό περιοδικό «ΝΙΚΗ» στη Νέα
Υόρκη, δημοσιεύει την είδηση για μια νέα απόπειρα ανέλκυσης υλικών από αγγλική εταιρεία: «ΠΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΝ ΤΩΝ ΥΠΟΒΡΥΧΙΩΝ ΘΗΣΑΥΡΩΝ:
Είναι αδύνατον νά παρέλθη καλοκαίρι είς τήν Αγγλίαν χωρίς να αγγελθή ο σχηματισμός ενός τουλάχιστον συνδικάτου πρός εξερεύνησίν του βυθού της θαλάσσης και ανέλκυσιν εις την επιφάνειαν των εν αυτή κεκρυμμένων θησαυρών, προερχομένων είτε εκ ναυαγίων, είτε εκ ναυμαχιών. Μέχρι τούδε υφίσταται μία εταιρία, ήτις συνεστήθη ίνα ανέλκυση τόν θησαυρόν τής Ισπανικής Αρμάδας, ήτις κατετοντίσθη εις τινά μεμακρυσμένον όρμον της Σκωτίας κατά τήν εποχήν τής Βασιλίσσης Ελισάβετ. Υπάρχει επίσης μία άλλη εταιρία πρός ανεύρεσιν άλλου θησαυρού, τον οποίον εμπεριείχον αι Ισπανικαί γαλέραι αίτινες κατεποντίσθησαν παρά τον κόλπον τού Βίγκου, είς τα παράλια της Πορτογαλίας. Μία τρίτη εταιρία ανανεώνει κατ’ έτος τάς έρευνας της είς τάς νήσους Κόκος πρός ανακάλυψιν του μέρους όπου υποτίθεται είναι κεκρυμμένος θησαυρός εκ πολλών εκατομμυρίων. Είς τάς εταιρίας αυτάς και είς πλείστας άλλας παρόμοιας ρύσεως έρχεται νά προστεθή ήδη ένα συνδικάτον όπερ προτίθεται να εξερευνήση τον βυθόν του λιμένος του Ναυαρίνου όπου ως γνωστόν κατεστράφη ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος υπό των ηνωμένων ναυτικών δυνάμεων της Γαλλίας, Αγγλίας καί Ρωσσίας τό 1827.
Τό συνδικάτον αυτό δεν ενδιαφέρεται τόσον διά τήν ανεύρεσιν θησαυρών και εκατομμυρίων, όσον δια τόν ορείχαλκον, τον χαλκόν, τον σίδηρον, τον μόλυβδον, την ξυλείαν κα τά λοιπά υλικά της καταποντισθείσης τουρκοαιγυπτιακής αρμάδας.
Κατά την ναυμαχίαν του Ναυαρίνου κατεποντίσθησαν περί τα εκατόν τουρκικά και αιγυπτιακά σκάφη, το υλικόν των οποίων αντιπροσωπεύει σήμερον αξίαν αρκετών εκατομμυρίων. Τά βυθισμένα σκάφη βλέπονται σχεδόν όλα από την επιφάνειαν τής θαλάσσης εν καιρώ νηνεμίας, και ως εκ τούτου το έργον της εξερευνήσεως αυτών δεν καθίσταται λίαν δυσχερές. Κατά τούς ισχυρισμούς των Αγγλικών εφημερίδων η σχηματισθείσα αυτή εταιρία συνήψεν συμβόλαιον μετά της Ελληνικής κυβερνήσεως του οποίου η ισχύς επεκτείνεται μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου του 1920. Διά τον σκοπόν αυτόν παρηγγέλθη ήδη μία καταδυτική μηχανή βάρους 35 τόννων, διά της οποίας πιστεύεται ότι θα καταστή δυνατή η εξερεύνησις του θαλασσίου βυθού και εις πολύ μεγάλα βάθη. Η μηχανή αυτή είναι εντελώς νέου συστήματος, θα είναι δε ετοίμη κατά τας αρχάς του προσεχούς Σεπτεμβρίου, ότε θα γείνη έναρξις και των εργασιών».
Περαιτέρω: Διαπιστώνοντας πως στα περιεχόμενα των Γ.Α.Κ. – Τμήμα Μεσσηνίας βρίσκεται φάκελος σχετικός με την έρευνά μου, πήγα στις 20/12/2019 και τον αναζήτησα. Ευγενέστατη η τότε διευθύντρια Αναστασία Μηλίτση-Νίκα και όλοι οι υπάλληλοι με βοήθησαν και αποκόμισα σφαιρική αντίληψη για το περιεχόμενο του φακέλου, ο οποίος τιτλοφορείται «ΑΝΕΛΚΥΣΗ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥΡΚΟΑΙΓΥΠΤΙΑΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΣΤΟΝ ΟΡΜΟ ΝΑΥΑΡΙΝΟΥ ΠΥΛΙΑΣ» και είναι της περιόδου 1923-1939.
Από αυτόν το φάκελο φωτοτύπησα κάποια έγγραφα. Ομοίως επισκέφθηκα πάλι τα Γ.Α.Κ. στην Καλαμάτα την 29η/9/2025 και ο διευθυντής κ. Παναγιώτης Ανδριανόπουλος με εξυπηρέτησε θέτοντας πάλι στη διάθεσή μου τον φάκελο, προκειμένου να φωτογραφίσω έγγραφα τα οποία είχα με δει στην επίσκεψη 2019, αλλά δεν είχα δώσει την απαιτούμενη προσοχή.
Σε σχετική ανάρτηση στις 20/9/2025 των Γ.Α.Κ-Τμήμα Μεσσηνίας «Ο θησαυρός του Ναυαρίνου» αναφέρεται: “Ήδη, αμέσως μετά τη ναυμαχία, οι Γάλλοι του στρατηγού Μαιζών έκαναν έρευνες στα βυθισμένα πλοία, ενώ και την περίοδο του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια το ελληνικό Δημόσιο συνεχίζει τις έρευνες αποκομίζοντας κέρδη χιλιάδων φοινίκων. Το 1840 το ελληνικό κράτος χορηγεί άδεια ανέλκυσης του θησαυρού του Ναυαρίνου, κάτι που κάνει και τα επόμενα χρόνια».
Επίσης, το 1921 το ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε το δικαίωμα ανέλκυσης των πλοίων του τουρκοαιγυπτιακού στόλου που βυθίστηκαν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας του Ναυαρίνο σε έναν Άγγλο επιχειρηματία. Αργότερα, το δικαίωμα αυτό μεταβιβάστηκε από τον επιχειρηματία στη βρετανική εταιρεία Navarino Recovery Ltd, η οποία άρχισε τις εργασίες εξερεύνησης του βυθού και της ανέλκυσης των ναυαγίων μέσω της εταιρείας Navarino Salvors Ltd και μετά μέσω του δικού της πλοίου “La Nina”. Από τη βρετανική εταιρεία η αξία του θησαυρού υπολογιζόταν σε 10.000.000 λίρες Αγγλίας.
Το 1925 οι εργασίες ανέλκυσης σταμάτησαν, αφού η σύμβαση θεωρήθηκε άκυρη από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Το ελληνικό κράτος κήρυξε διεθνή διαγωνισμό για την εκχώρηση του δικαιώματος ανέλκυσης, με την Navarino Recovery Ltd να ακολουθεί τη νομική οδό θεωρώντας έγκυρη τη σύμβαση του 1921 και ως η μόνη που έχει το αποκλειστικό δικαίωμα ανέλκυσης.
Τα επόμενα χρόνια άρχισε ένας κυκεώνας δικαστηρίων σε Αγγλία και Ελλάδα ανάμεσα στις δύο βρετανικές εταιρείες και το Ελληνικό Δημόσιο. Η ανέλκυση του θησαυρού μετατράπηκε σε χρηματιστηριακό σκάνδαλο στην Αγγλία αφού οι μέτοχοι των δύο εταιρειών έχασαν τα λεφτά τους. Το 1977 ο Ζακ Κουστώ εξερεύνησε τον βυθό του κόλπου του Ναυαρίνου, εντόπισε πέντε πλοία από τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο, αλλά δε βρήκε κάποιον θησαυρό λόγω και του λασπώδους βυθού.
Διαπιστώνεται, με το εν λόγω έγγραφο εκ των Γ.Α.Κ., πως 100 χρόνια μετά τη φημισμένη ναυμαχία, συνεχίζεται το ενδιαφέρον διαφόρων εταιρειών για την ανέλκυση των ειδών εκ των πλοίων στο βυθό.
Ο Άρις Δημητριάδης (αντιπρόσωπος της εταιρείας Navarino Recovery LTD) με την καταγραφή των ανασυρθέντων ειδών, στις 8 Φεβρουαρίου 1926, δίνει ένα σημαντικό στοιχείο για το τι διεσώθη από τις απόπειρες ανέλκυσης την πρώτη 20ετία του εικοστού αιώνα και τα οποία φυλάσσονταν σε αποθήκη του Πύλιου Γεωργίου Μπούκουρα.
Το 1931, στις 24 Ιουνίου, ο Οικονομικός Έφορος Πύλου, σε επιστολή του προς την Διοίκησιν Δημοσίων Κτημάτων, αναφέρει πως δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον Άρι Δημητριάδη, εκπρόσωπο της αναδόχου εταιρείας που είχε κάνει ανελκύσεις ειδών, διότι «…τυγχάνει άγνωστος η διεύθυνσις…», προκειμένου, όπως τον είχαν διατάξει, να «…προβεί εις την διανομήν των ανελκυσθέντων και φυλασσομένων ειδών».
Το 1935 η Δόμνα χήρα του Γεωργίου Μπούκουρα και ο γιος του Ιωάννης, κάτοικοι Πύλου, στέλνουν ένα
εξώδικο «μετά διαμαρτυρίας» προς το Υπουργείο Οικονομικών και τη Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων, με το οποίο ενημερώνουν πως «[…]η ισόγεια αποθήκη τους στην Πύλο (με σύνορά της, οικία κληρονόμων Μπούκουρα, κληρονόμων Παναγιώτη Σπυρόπουλου και Δημήτρη Μυσιρλή) νοικιάστηκε την 26 Δεκεμβρίου 1924 από τον Αρίστο Δημητριάδη, εκπρόσωπο της εταιρείας Navarino Recovery LTD, με μίσθιο 4.200 δραχμές, με σκοπό να αποθηκευτούν διάφορα αντικείμενα ανελκυσθέντων εκ του πυθμένος του Ναυαρίνου, και δεν πήραν άλλο ενοίκιο εκτός από το α΄ εξάμηνο.
Ο δικηγόρος της οικογένειας Μπούκουρα, Ν. Κουρεμπανάς, σημειώνει ακόμη πως οι εντολείς του ζητούν εντός ενός μηνός: α) 20.000 δραχμές για καθυστερημένα ενοίκια και β) το άδειασμα της αποθήκης τους, διαφορετικά θα βγάλουν στον δρόμο το περιεχόμενο, το οποίο και κατέγραψαν, «απεκδυόμενοι πάσης ευθύνης δια την απώλειαν ή φθοράν τούτων…».
Καταθέτουν ακόμη και το, με ημερομηνία 1η Οκτωβρίου 1924, πρωτόκολλο καταγραφής και ζύγισης των 41 αντικειμένων που αποθηκεύτηκαν (τα χειρόγραφα του καταλόγου υπάρχουν αναρτημένα στο https://taygetos-zeritis.blogspot.com/2025/09/blog-post_30.html).
Δεν έγινε κάτι σημαντικό αλλά ούτε η οικογένεια Μπούκουρα άδειασε την αποθήκη της και ο Ιωάννης Μπούκουρας έρχεται πάλι διαμαρτυρόμενος το 1937 και με επιστολή του προς το νομάρχη Μεσσηνίας τον καλεί να αδειάσουν την αποθήκη του και να του πληρώσουν τα μισθώματά της, απλήρωτα από το 1924.
Ο νομάρχης Παπαδήμας απευθύνεται στο υπουργείο Οικονομικών, στη Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων και ζητά το ξεκαθάρισμα της υπόθεσης.
Το 1935 ο Αντώνιος Θ. Ταρσούλης είχε αιτηθεί προς την Εφορίαν Πυλίας «την χορήγησιν αδείας ανέλκυσης χυτοσιδηρών πυροβόλων εκ του κόλπου του Ναυαρίνου» και το υπουργείον Εμπορικής Ναυτιλίας του απαντά πως «είναι δυνατόν να χορηγηθή η άδεια ανελκύσεως των εν θέσει Παναγούλα της νήσου Σφακτηρίας-Ναυαρίνου, ευρισκομένων εις τον βυθόν της θαλάσσης παλαιών πυροβόλων»
Το 1938 γίνεται νέα πρόταση από τον αντιναύαρχο εν αποστρατεία Κάρολο Βρυάκο, εκπρόσωπο μεγάλης εταιρείας, για την εκχώρηση του «αποκλειστικού δικαιώματος ανελκύσεως των ναυαγίων του εν Ναυαρίνω καταποντισθέντος Τουρκοαιγυπτιακού στόλου…».
Τα τελευταία χρόνια ένας φιλότιμος Πύλιος, ο Δημήτρης Πανοσκάλτσης, προσπαθεί να διασώσει την ιστορική μνήμη με διάφορους τρόπους, τονίζοντας την ανάγκη να δημιουργεί ένα «υπαίθριο ναυτικό μουσείο τοπικής ιστορίας στο χώρο της ανάπλασης» αντί η πολιτιστική μας κληρονομιά, όπως είναι κανόνια από τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, να είναι πεταμένα εδώ κι εκεί ή να γίνεται δέστρες για βάρκες…
Σε ένα άλλο σημαντικό σημείωμα που περιέχεται στο σχετικό φάκελου στα ΓΑΚ Μεσσηνίας, διευκρινίζονται πολλές πτυχές όλου αυτού του παροξυσμού για την ανέλκυση ειδών των βυθισμένων πλοίων. Πρόκειται για δακτυλογραφημένη σημείωση «Μετάφρασις εκ του βιβλίου του φιλέλληνος Γάλλου συγγραφέως RENE PUAUX, εκδοθέντος το 1932 υπό το τίτλον “Ας επανέλθωμεν εις την Ελλάδα”, εις του οποίου την σελίδα 222, όπου το κεφάλαιον “Το Μουσείον του Ναυαρίνου”, σημειώνονται τα παρακάτω σημαντικά στοιχεία: “[…] το 1929 εις Γάλλος μηχανικός ηθέλησε να αναλάβη εις χείρας την επιχείρησιν (ανέλκυσης των υποτιθεμένων χρηματοκιβωτίων των οθωμανών ναυάρχων). Εις τους ενδεχομένους μετόχους του δεν υπέσχετο σάκκους επί σάκκων πλήρεις χρυσών νομισμάτων, τα οποία θα ανέλκυον οι δύται του, αλλά μόνον μίαν καλήν υφυπηρέτησιν των κεφαλαίων των από την πώλησιν, εις τους κατασκευαστάς “παλαιών” επίπλων, των δρυίνων δικών αι οποίαι, κατόπιν παραμονής επί ένα και πλέον αιώνα εντός θαλασσίου ύδατος, είχον μεταβληθή εις έν είδος εβένου, καθώς και από την πώλησιν των ορειχαλκίνων πυροβόλων…”».
Στη συνέχεια της διηγήσεως αναφέρεται πως το ελληνικό κράτος και η αγγλική εταιρεία «Ναυαρίνο σεηλβόρς» ζητούσαν πολλά χρήματα για να συναινέσουν σε νέα εργολαβία (30% το Κράτος και η Εταιρεία που είχε τα δικαιώματα ανέλκυσης για να τα μεταβιβάσει στους Γάλλους). Εκτός τούτων η αγγλική εταιρεία ζητούσε 1.000.000 φράγκα για να πουλήσει όλα όσα είχε ανελκύσει και τα οποία αναφέρθησαν σε κατάσταση παραπάνω. Συν τοις άλλοις, η αγγλική εταιρεία διέδιδε μέσω φιλικών της εφημερίδων πως «τα ήδη ανελκυσθέντα εκ των ναυαγίων αντικείμενα ήσαν, ως επί το πλείστον, εξαιρετικού ενδιαφέροντος και ότι υπάρχουν μεταξύ τούτων πιστόλια με λαβάς χρυσοποικίλτους και αργυροποικίλτους».
Ο φιλέλλην συγγραφέας σημειώνει, έχοντας κάνει επιτόπια έρευνα, πως «ο Ιωάννης Νικητόπουλος, οικονομικός Έφορος Πύλου, διαφυλάσσει εν αποθήκη τα ευρήματα ταύτα, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει πραγματικώς παρά εν μόνον πιστόλιον, και τούτο πολύ βεβλαμμένον. Το υπόλοιπον των σκωριασμένων τούτων αντικειμένων, αποτελείται από μερικά τεμάχια χυτοσιδήρου, μερικά χάλκινα σκεύη, δεκαπέντε σιδηρά πηρούνια και δύο ορειχάλκινα, δύο χυτοσιδηρά καλύμματα χυτρών, επτά πηλίνους καπνοσύριγγας, δύο πινάκια, εν δοχείον βουτύρου, διαφόρους πηλίνους υδρίας, τεμάχια ξύλου, τροχαλίας και θραυσμάτων ομοίας φύσεως. Υπάρχει βεβαίως τεραστία διαφορά μεταξύ των ως άνω υλικών και του θησαυρού αξίας 400.000 χρυσών λιρών στερλινών, τον οποίον η ΝΑΒΑΡΙΝΟ ΣΕΙΛΒΟΡΣ ΛΤΔ υπέσχετο εις τους μετόχους της ως δυνάμενος να ανελκυσθή.
Τέλος, μάρτυρες επιτόπιοι με εβεβαίωσαν ότι, ως είναι γνωστόν, οι πέριξ του κόλπου του Ναυαρίνου κατοικούντες ήρχισαν ενελκύοντες αντικείμενα από την επαύριον ήδη της ναυμαχίας.
Πράγματι ο Ντυώμ έγραφε το 1828: «εις μικράν απόστασιν από την παραλίαν, οι ναύται των Τριών Κρατών, Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσσίας, επιβαίνοντες λέμβων, εργάζονται καθημερινώς δια την ανέλκυσιν ορειχαλκίνων πυροβόλων των βυθισμένων πλοίων και κερδίζουν σημαντικά ποσά εκ της εργασίας ταύτης…».
Ολοκληρώνοντας το παρόν συμπεραίνεται πως σταδιακά και από την επαύριον της Ναυμαχίας είχε αρχίσει η ανέλκυση των βυθισμένων ειδών. Οι απόπειρες που έγιναν μετά το 1900 ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν, διότι τίποτε με αξία δεν υπήρχε για να ανελκυσθεί. Καθίσταται σχεδόν σίγουρο πως τα χρυσά νομίσματα που υπήρχαν στα τουρκοαιγυπτιακά πλοία ανεσύρθησαν άμεσα από τους νικητές πρωταγωνιστές, αφού μόνο αυτοί ήσαν παρόντες στη βύθισή τους και γνώριζαν πού ακριβώς να ψάξουν οι επιδέξιοι δύτες τους. Βέβαια, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως τα μετέπειτα χρόνια επιτήδειοι κομπιναδόροι εκμεταλλεύτηκαν τη φήμη των «θησαυρών του Ναυαρίνου» και έστησαν βρωμοδουλειές στους αφελείς επενδυτές τους.
Η μελέτη του βυθού από την Ελληνική Γεωγραφική Εταιρεία το 1999 απέδειξε περίτρανα πως το ελληνικό κράτος αδιαφόρησε και δε φρόντισε να προστατεύσει την περιοχή, ώστε να μετατραπεί σε «Θαλάσσιο Ιστορικό Μουσείο» με όλα τα οφέλη που θα είχε η περιοχή.
Το συμπέρασμα της μελέτης αυτής δείχνει την τραγική μοίρα που είχε ο όρμος του Ναυαρίνου: «…Οι θαλάσσιες γεωφυσικές μέθοδοι έρευνας (τομογράφος υποδομής πυθμένα, ηχοβολιστής πλευρικής σάρωσης, κατευθυνόμενο βαθυσκάφος) χρησιμοποιήθηκαν για την αποτύπωση της επιφανείας του πυθμένα του κόλπου της Πύλου, όπου έλαβε χώρα η ιστορική ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827). Εντοπίστηκαν συντρίμμια ναυαγίων του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, ενώ διαπιστώθηκε ότι η σύρση των αγκυρών σύγχρονων εμπορικών πλοίων που αγκυροβολούν στον κόλπο, έχει καταστροφικά αποτελέσματα στα υπολείμματα των ναυαγίων.
Η εμπορική χρήση του υποθαλάσσιου αρχαιολογικού χώρου του κόλπου της Πύλου, χωρίς προηγουμένως την εκτέλεση θαλάσσιων γεωφυσικών ερευνών, οδήγησε στην καταστροφή σημαντικής ιστορικής κληρονομιάς, αποτελώντας έτσι τυπικό παράδειγμα μη ορθολογικής διαχείρισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος…».
-Πληροφορίες για τον Κυπριάδη και την καταγωγή του αντλούνται από: Νικηταρίδης Ν. Η Αιγυπτιώτικη οικογένεια Κυπριάδη-Από τη Μάνη σε μια ζωή σαν παραμύθι: Όπως ανέφερε στα 1958 ο διευθυντής του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου Αλεξανδρείας Τ. Παλαιολόγος, η οικογένεια Κυπριάδη καταγόταν από τη Μάνη και έφερε αρχικά το όνομα Καπετανάκη. Μέλη της ασχολούμενα με τη ναυτιλία, περί τα μέσα του 18ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, όπου αναπτύχθηκαν οικονομικά. Όταν όμως η Κύπρος άρχισε να υφίσταται τις επιδρομές των πειρατών και κυρίως των Άγγλων, έφυγαν εκ νέου και εγκαταστάθηκαν στα Κύθηρα, όπου και έλαβαν το όνομα Κυπριάδη.
Ο Μίνως (ή Μηνάς) Κυπριάδης γεννήθηκε το 1845 στο χωριό Καραβάς των Κυθήρων.