Τα στοιχεία του πρώτου επταμήνου του 2025 από το ΓΕΜΗ, όπως αναφέραμε πριν από κάποιες εβδομάδες στο «Θ», έδειχναν ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα στη Μεσσηνία παραμένει έντονη: 530 νέες επιχειρήσεις, 106 λουκέτα, ισοζύγιο +424. Στην επιφάνεια, σημειώναμε, η εικόνα μοιάζει αισιόδοξη. Όμως, πίσω από τους αριθμούς αποκαλύπτεται η ίδια παλιά ιστορία: επιχειρηματικότητα χωρίς στρατηγική, καινοτομία ή προοπτική.
Σχεδόν οι μισές νέες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στο εμπόριο και την εστίαση. Μικρές, εποχικές, εξαρτημένες από τον τουρισμό και τη χαμηλόμισθη εργασία. Πρόκειται για μια τοπική οικονομία που τρέφεται από την κατανάλωση, όχι από τη δημιουργία αξίας. Αντί για παραγωγή, εξωστρέφεια και τεχνολογική εξέλιξη, η Μεσσηνία επιλέγει την ασφάλεια της μετριότητας, ένα τοπικό μικροσύμπαν που αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τη γενικότερη ελληνική πραγματικότητα.
Στη μεγαλύτερη εικόνα και σε εθνικό επίπεδο συμβαίνουν τα ίδια, όπως δείχνει η πρόσφατη μελέτη του London School of Economics (LSE). Η μελέτη αναλύει πώς η Ελλάδα μετασχηματίζεται σε «Οικονομία των Καφετεριών». Με την κωδική αυτή ονομασία περιγράφεται η γιγάντωση του τομέα Καταλυμάτων και Εστίασης, στον οποίο περιλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες που είναι συναφείς με τον τουρισμό: Εστιατόρια, Μπαρ, Ξενοδοχεία, Διασκέδαση, Βραχυπρόθεσμες μισθώσεις κ.ά.
Επιλέγοντας το χαρακτηρισμό Cafe Economy, οι επιστήμονες που συνυπογράφουν τη μελέτη (Μιχάλης Νικηφόρος, Βλάσσης Μισσός, Χρίστος Πέρρος, Νικόλαος Ροδοσάκης) μιλούν για τον ελέφαντα στο δωμάτιο που κάνουμε ότι δε βλέπουμε: Ότι παρά τα μεγάλα λόγια για το νέο «αναπτυξιακό υπόδειγμα», η Ελλάδα την τελευταία δεκαπενταετία μοιάζει εγκλωβισμένη σε ένα μοντέλο ανάπτυξης με «πήλινα πόδια».
Η Ελλάδα έχει πλέον μετατραπεί σε μια «Cafe Economy»: Κλάδοι χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλών μισθών και ελάχιστης καινοτομίας απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος της απασχόλησης. Το αποτέλεσμα είναι μια ανάπτυξη εύθραυστη, εξαρτημένη και κοινωνικά άδικη.
Η μελέτη του LSE δείχνει ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 16% από το 2009 ως το 2024, ενώ οι πραγματικοί μισθοί κατέρρευσαν έως και 35%- στον τουρισμό, μάλιστα, πάνω από 60%. Η χώρα μοιάζει να έχει εγκλωβιστεί σε ένα «δυιστικό» οικονομικό μοντέλο: λίγοι κερδίζουν από τη φτηνή εργασία των πολλών, ενώ η πλειοψηφία απασχολείται σε θέσεις κατώτερες των προσόντων της.
Το φαινόμενο της «οικονομίας των καφέ» δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και πολιτισμικό. Αντικατοπτρίζει μια κοινωνία που επαναπαύεται στην επιφανειακή ευημερία, στην κατανάλωση και στον εύκολο εντυπωσιασμό. Από τη Μεσσηνία μέχρι την Αθήνα, όλοι πανηγυρίζουν για «ανοίγματα» και «επενδύσεις», χωρίς να βλέπουν ότι η πραγματική ανάπτυξη δεν είναι οι αριθμοί, αλλά η ποιότητα, η παραγωγικότητα, η καινοτομία, η αξιοπρεπής εργασία.
Η Ελλάδα των «καφετεριών» και των μικρομάγαζων ανάγκης δεν είναι απλώς μια στατιστική πραγματικότητα. Είναι ένα πολιτικό και κοινωνικό αδιέξοδο. Η αδράνεια της περιφέρειας, όπως της Μεσσηνίας, συναντά τη στρατηγική τύφλωση του κέντρου: μια χώρα που εξαντλεί την ενέργειά της στο να ανακυκλώνει το ίδιο μοντέλο χαμηλών μισθών και υψηλής εξάρτησης.
Αν κάτι χρειάζεται επειγόντως, είναι μια εθνική και τοπική στρατηγική παραγωγικής ανασυγκρότησης, που θα συνδέει την καινοτομία με την εκπαίδευση, τον τουρισμό με την ποιότητα και τον πρωτογενή τομέα με τη μεταποίηση. Διαφορετικά, η Μεσσηνία –όπως και η Ελλάδα– θα συνεχίσει να πανηγυρίζει για νούμερα που δε λένε τίποτα για το μέλλον της.
Γιατί όσο παραμένουμε εγκλωβισμένοι στην «οικονομία των καφέ», η χώρα θα σερβίρει ανάπτυξη… με το κουταλάκι του γλυκού.
Α.Π.