Μεσσηνιακός Κόλπος: Η χαρτογράφησή του αποκαλύπτει κρυφούς σεισμικούς κινδύνους

Μεσσηνιακός Κόλπος: Η χαρτογράφησή του  αποκαλύπτει κρυφούς σεισμικούς κινδύνους

Μια εντυπωσιακή και αποκαλυπτική επιστημονική εργασία φέρνει στο φως κρίσιμα δεδομένα για τη σεισμικότητα και τη γεωδυναμική εξέλιξη του Μεσσηνιακού Κόλπου, μιας από τις πιο ενεργές τεκτονικά περιοχές της Ελλάδας.

Η μεταπτυχιακή διατριβή της Έφης Βαρώτσου, κόρης του καθηγητή φυσικής Κώστα Βαρώτσου και ανιψιάς του διακεκριμένου σεισμολόγου Παναγιώτη Βαρώτσου, αποτυπώνει με ακρίβεια τον «παλμό» του θαλάσσιου πυθμένα της Μεσσηνίας. Η μελέτη, υπό την καθοδήγηση της καθηγήτριας Γεωλογικής Ωκεανογραφίας Εύης Νομικού, που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα iefimerida, βασίστηκε σε υψηλής ανάλυσης βαθυμετρικά δεδομένα, δημιουργώντας έναν λεπτομερή μορφοτεκτονικό χάρτη του κόλπου και φωτίζοντας τη στενή σχέση του με τον καταστροφικό σεισμό του 1986.

Ο “ασύμμετρος” κόλπος και το ρήγμα των 31 χιλιομέτρων
Η χαρτογράφηση έδειξε ότι ο Μεσσηνιακός Κόλπος δεν είναι συμμετρικός, όπως πιστευόταν έως τώρα. Διαθέτει ήπια δυτική πλευρά και απότομη ανατολική ζώνη, όπου εντοπίζεται κύρια ρηξιγενής ζώνη μήκους 31 χιλιομέτρων, με κατεύθυνση Βορειοδυτικά–Νοτιοανατολικά (ΒΔ–ΝΑ).

«Το ρήγμα αυτό ελέγχει τη γεωμετρία και την εξέλιξη της λεκάνης», εξηγεί η κα Νομικού, προσθέτοντας πως χαρτογραφήθηκαν για πρώτη φορά υποθαλάσσιες χαράδρες και αύλακες μήκους έως 24 χιλιομέτρων, που αποκαλύπτουν τη συνεχή δραστηριότητα του υπεδάφους.

Η μελέτη καταδεικνύει επίσης ότι οι βαθύτερες περιοχές του Κόλπου βρίσκονται πλέον στο κέντρο, γεγονός που αναιρεί προηγούμενες θεωρίες που τοποθετούσαν το μεγαλύτερο βάθος κοντά στην ανατολική ακτογραμμή (νότια των Κιτριών). Η μετατόπιση αυτή αποδίδεται στη συνεχιζόμενη τεκτονική δραστηριότητα και τη σταδιακή παραμόρφωση της υφαλοκρηπίδας.

Ανύψωση της υφαλοκρηπίδας και “κατολισθήσεις μετά το σεισμό”
Σύμφωνα με τη μελέτη, το βορειοανατολικό τμήμα του κόλπου έχει ανυψωθεί κατά 4 έως 31 μέτρα από το τέλος της τελευταίας παγετώδους περιόδου, με μέσους ρυθμούς ανύψωσης από 0,22 έως 1,72 χιλιοστά τον χρόνο.

Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το εύρημα ότι πολλές κατολισθήσεις στον υποθαλάσσιο χώρο συνδέονται χρονικά με το σεισμό του 1986, επιβεβαιώνοντας ότι η σεισμική ενέργεια είχε προκαλέσει σημαντικές διαταραχές στον πυθμένα.

Η ανάλυση αποκαλύπτει πως η τεκτονική δραστηριότητα συνεχίζεται, ενώ η γεωμορφολογία του κόλπου καθιστά την περιοχή ευάλωτη όχι μόνο σε σεισμούς, αλλά και σε πιθανά φαινόμενα υποθαλάσσιων κατολισθήσεων και τσουνάμι.

Μια ημι-τάφρος σε διαρκή μεταμόρφωση
Η μορφοτεκτονική ανάλυση δείχνει ότι ο Μεσσηνιακός Κόλπος λειτουργεί ως “ημι- τάφρος” με κατεύθυνση ΒΒΔ–ΝΝΑ, χαρακτηριζόμενη από απότομες πλαγιές με δυτική κλίση περίπου 40 μοιρών. Η ασυμμετρία αυτή συνδέεται με τη δράση του ανατολικού ενεργού τόξου, το οποίο διαμορφώνει σταδιακά το ανάγλυφο του θαλάσσιου πυθμένα.

Η μελέτη παρέχει πρακτικά εργαλεία για το σχεδιασμό παράκτιων υποδομών και για την εκτίμηση κινδύνων σε παράκτιες περιοχές όπως η Καλαμάτα. Οι ρυθμοί παραμόρφωσης που καταγράφονται συγκρίνονται με εκείνους του Κορινθιακού Κόλπου, μιας από τις πιο σεισμικά ενεργές περιοχές της Ευρώπης.

Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα Multimarex και ο ρόλος της Καλαμάτας
Τα δεδομένα της μελέτης ενισχύουν και το ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα Multimarex, το οποίο χρηματοδοτείται από τα υπουργεία Ενέργειας και Παιδείας της Γερμανίας και υλοποιείται με τη συμμετοχή του ΕΚΠΑ και της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού.

Όπως εξηγεί η κα Νομικού, «το πρόγραμμα αυτό εστιάζει στην ανάλυση θαλάσσιων γεωκινδύνων στον ελληνικό χώρο και έχει επιλέξει δύο περιοχές για εντατική μελέτη: τη Σαντορίνη και την Καλαμάτα».

Η επιλογή της μεσσηνιακής πρωτεύουσας δεν είναι τυχαία: «Η περιοχή διαθέτει ενεργό ρήγμα, έχει ιστορικό σεισμικής δραστηριότητας, κατολισθήσεων και δυνητική ευπάθεια σε τσουνάμι. Στόχος μας είναι να κατανοήσουμε πώς εξελίσσονται οι γεωκίνδυνοι και πώς μπορούν να περιοριστούν οι επιπτώσεις τους σε τοπικό επίπεδο».

Η επιστημονική δουλειά που φέρνει στο προσκήνιο η ομάδα της Έφης Βαρώτσου δεν αφορά μόνο γεωλόγους και σεισμολόγους. Αποτελεί εργαλείο πρόγνωσης και πρόληψης για μια περιοχή που ζει στην «καρδιά» του Ελληνικού Τόξου.

Ο Μεσσηνιακός Κόλπος, όπως δείχνουν τα δεδομένα, δεν είναι μια ήρεμη θάλασσα, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός που μεταμορφώνεται συνεχώς. Η χαρτογράφηση του βυθού είναι στην πραγματικότητα μια χαρτογράφηση του κινδύνου, και ίσως -αν διαβαστεί σωστά- μια ευκαιρία πρόληψης για το μέλλον.
Α.Π.