«Εκεί όπου τα Δέντρα Δίνουν Κρέας» (2023, διάρκ. 72’), αυτόν τον παράξενο τίτλο επέλεξε ο Alexis Franco για να διηγηθεί με τον κινηματογραφικό του φακό μια οικεία, διαγενεακή ιστορία -εν προκειμένω από τη χώρα του, την Αργεντινή, που θα μπορούσε όμως να εκτυλίσσεται οπουδήποτε στον κόσμο, με προσαρμοσμένες αναλογίες.
Η ταινία του πολυτάλαντου ανερχόμενου σκηνοθέτη που ζει στις ΗΠΑ έχει επίκεντρο την αγάπη, την ανθεκτικότητα και την επιβίωση σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία. Θα έχουμε την ευκαιρία να τη δούμε στην Καλαμάτα την άλλη Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025 (Αμφιθέατρο «Θ. Αγγελόπουλος» του Εργατικού Κέντρου, έναρξη 3 μ.μ.) στο πλαίσιο του 11ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου το οποίο θα ανοίξει αυλαία αυτή την Παρασκευή.
Ο Αλέξις Φράνκο σε συνέντευξή του αναφέρει τα παρακάτω:
-Τι σας ενέπνευσε να αφηγηθείτε την ιστορία αυτής της οικογένειας κτηνοτρόφων;
Η ιστορία προέρχεται απευθείας από τη δική μου οικογένεια — η γιαγιά μου και ο θείος μου είναι οι άνθρωποι που βλέπετε στην ταινία. Μεγάλωσα μέσα σε αυτό το αγροτικό περιβάλλον, περιτριγυρισμένος από τους ρυθμούς της ζωής στο ράντσο και τη βαθιά σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους και τη γη.
Για μένα, το Donde los árboles dan carne δεν είναι απλώς ένα πορτρέτο μιας οικογένειας κτηνοτρόφων· είναι ένα πορτρέτο των δικών μου ριζών — των ανθρώπων και των τόπων που διαμόρφωσαν την κατανόησή μου για τον χρόνο, την εργασία και την αίσθηση του ανήκειν.
Ταυτόχρονα, δεν ήθελα η ταινία να οριστεί από μια συγκεκριμένη γεωγραφία. Δεν έχει σημασία αν εκτυλίσσεται στην Αργεντινή ή αλλού· η πρόθεση ήταν να ειπωθεί μια ιστορία που αγγίζει μια πολύ ευρύτερη ανθρώπινη εμπειρία — μια κοινότητα που υπερβαίνει τα σύνορα.
Αυτό που με ενέπνευσε περισσότερο ήταν η σιωπηλή δύναμη που πάντα έβλεπα στην οικογένειά μου — η αντοχή τους, το χιούμορ τους και η αδιάρρηκτη σχέση τους με τη γη, ακόμη και μπροστά στην ξηρασία και την αβεβαιότητα. Ήθελα να διατηρήσω αυτή τη μνήμη μέσα στην ταινία, αλλά και να εξερευνήσω πώς ένας τρόπος ζωής που κάποτε φαινόταν αιώνιος τώρα στέκει στο χείλος της εξαφάνισης.

-Πώς αποτυπώσατε την ένταση και τις δυσκολίες που φέρνει η ξηρασία στη ζωή τους;
Επειδή μεγάλωσα σε εκείνο το τοπίο, έχω δει με τα μάτια μου τι προκαλεί η ξηρασία —πώς αλλάζει όχι μόνο τη γη, αλλά και τη διάθεση των ανθρώπων, τις συνήθειές τους και ακόμα και την ταυτότητά τους. Όταν άρχισα τα γυρίσματα, δεν παρατηρούσα αγνώστους· κινηματογραφούσα ανθρώπους που αγαπώ, των οποίων τους αγώνες γνωρίζω από παιδί.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι η ξηρασία δεν έρχεται ποτέ μόνη της — μετά την ξηρασία έρχονται οι φωτιές. Κάθε χρόνο αντιμετωπίζουν ξανά αυτή τη μάχη. Η οικογένειά μου, όπως και τόσες άλλες, έχει γίνει φύλακας μιας γης που, με έναν τρόπο, ανήκει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Για να αποδώσω αυτή την ένταση, εστίασα σε μικρές, σχεδόν αόρατες κινήσεις: την επιμονή του θείου μου καθώς ταΐζει τα ζώα, την υπομονή της γιαγιάς μου καθώς ασχολείται με τις δουλειές της, τις σιωπές που λένε περισσότερα από τα λόγια. Η κάμερα παραμένει — όχι για να δραματοποιήσει, αλλά για να τιμήσει την πραγματικότητά τους. Η ξηρασία γίνεται η ίδια ένας σιωπηλός χαρακτήρας -που μπορείς να τον νιώσεις στη σκόνη, στο φως και στον ήχο μιας άδειας ποτίστρας.
-Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες των γυρισμάτων σε ένα τόσο σκληρό φυσικό περιβάλλον;
Το να κινηματογραφείς στον τόπο που μεγάλωσες είναι ταυτόχρονα προνόμιο και πρόκληση. Από τη μια, γνώριζα κάθε γωνιά του τοπίου — το φως του, τις διαθέσεις του, τις σιωπές του. Από την άλλη, η επιστροφή εκεί με μια κάμερα με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο είχε αλλάξει. Η ξηρασία είχε σβήσει κομμάτια της γης που θυμόμουν πράσινα και ζωντανά. Σε πρακτικό επίπεδο, τα γυρίσματα υπό αυτές τις συνθήκες δοκίμασαν την αντοχή όλων — η ζέστη, η σκόνη, η απρόβλεπτη συμπεριφορά των ζώων. Έπρεπε να προσαρμοζόμαστε συνεχώς, δουλεύοντας με ό,τι μας έδινε η φύση.
Αλλά η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν συναισθηματική. Το να κινηματογραφώ τη δική μου οικογένεια σήμαινε να ισορροπώ ανάμεσα στην οικειότητα και την απόσταση — να ξέρω πότε να παρατηρώ και πότε να σταματώ να τραβάω. Δεν αναζητούσα την «ερμηνεία»· αναζητούσα την αλήθεια. Και, στην πραγματικότητα, η αληθινή πρόκληση δεν ήταν δική μου — ήταν δική τους: μιας 93χρονης γυναίκας και ενός μικρού παιδιού, που σήκωσαν το βάρος αυτής της ιστορίας με αξιοσημείωτη δύναμη και χάρη.
-Τι σημαίνει για εσάς η κληρονομιά και η σχέση με τη γη, όπως αναδεικνύεται στην ταινία;
Για μένα, η κληρονομιά δεν είναι μια αφηρημένη έννοια· είναι μια ζωντανή παρουσία. Υπάρχει στον τρόπο που η γιαγιά μου κινείται μέσα στην κουζίνα της, στον τρόπο που ο θείος μου κοιτά τον ουρανό για να προβλέψει τον καιρό. Είναι γνώση που μεταδίδεται μέσα από τις κινήσεις, την επανάληψη, τη σιωπή. Η γη, επίσης, είναι μέρος αυτής της κληρονομιάς. Κρατά τις αναμνήσεις μας· είναι το σημείο απ’ όπου ξεκινούν οι ιστορίες μας. Ακόμη κι όταν η ξηρασία και ο εκσυγχρονισμός απειλούν αυτή τη σύνδεση, ο δεσμός παραμένει άρρηκτος. Μέσα από αυτή την ταινία, ήθελα να τιμήσω αυτή τη συνέχεια — να πω πως, ακόμη κι όταν το χώμα στεγνώνει, οι ρίζες αντέχουν.
– Τι μήνυμα ελπίζετε να πάρει το κοινό σχετικά με την ανθεκτικότητα και την κλιματική αλλαγή;
Ελπίζω το κοινό να καταλάβει ότι η ανθεκτικότητα δεν είναι κάτι θορυβώδες ή ηρωικό —είναι κάτι βαθιά ανθρώπινο, συχνά σιωπηλό και αθέατο. Η οικογένειά μου δεν χρησιμοποίησε ποτέ λέξεις όπως «ανθεκτικότητα» ή «κλιματική αλλαγή», κι όμως ζουν τις συνέπειες κάθε μέρα. Η επιμονή τους είναι ταυτόχρονα πράξη αγάπης και μορφή αντίστασης. Μέσα από την ιστορία τους, θέλω οι θεατές να νιώσουν ότι η κλιματική αλλαγή δεν μεταμορφώνει μόνο τα τοπία — αλλά και τις ταυτότητες, τις παραδόσεις και τον συναισθηματικό πυρήνα των κοινοτήτων.
Ελπίζω η ταινία να θυμίσει ότι εκείνοι που βρίσκονται πιο κοντά στη φύση είναι συνήθως οι πρώτοι που νιώθουν τον πόνο της — και ότι η αντοχή τους αξίζει αναγνώριση, όχι αορατότητα.
-Πώς συνδέει η ταινία τις προσωπικές ιστορίες με το ευρύτερο κοινωνικό και περιβαλλοντικό πλαίσιο;
Η ταινία ξεκινά από κάτι βαθιά προσωπικό — τη δική μου οικογένεια, την καθημερινότητά τους, τον άρρητο δεσμό τους με τη γη — αλλά αναπόφευκτα επεκτείνεται σε κάτι πολύ μεγαλύτερο. Η εμπειρία τους αντικατοπτρίζει αυτήν αμέτρητων οικογενειών σε όλη τη Νότια Αμερική και πέρα, που αντιμετωπίζουν τις ίδιες περιβαλλοντικές αλλαγές και οικονομικές πιέσεις που απειλούν τις παραδοσιακές μορφές ζωής. Με το να αφηγηθώ την ιστορία της οικογένειάς μου με ειλικρίνεια, ήθελα να γεφυρώσω το προσωπικό με το οικουμενικό. Δεν είναι μόνο η «δική μας» ξηρασία, αλλά μια κοινή ανθρώπινη κατάσταση που συνδέει την κλιματική αλλαγή, τον εκσυγχρονισμό και την απώλεια.
Tο τοπίο γίνεται μεταφορά τόσο της μνήμης όσο και της αντοχής, ένας τόπος όπου η προσωπική ιστορία συναντά τη συλλογική μοίρα.
Και θα προσθέσω και κάτι ακόμα: ο πλανήτης αλλάζει με απίστευτη ταχύτητα. Το όριο ανάμεσα στο πραγματικό και το υπερπραγματικό αρχίζει να θολώνει. Σύντομα, η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορεί να αναπαράγει κάτι σαν το Star Wars μέσα σε δευτερόλεπτα. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο, αυτό που θα παραμείνει πραγματικά δικό μας είναι η απλότητα της ανθρώπινης ζωής — η καθημερινότητα, η αγάπη, η αλήθεια. Το «πραγματικό» θα αποκτήσει ξανά σημασία, γιατί είναι το μόνο που μας συνδέει με τον ίδιο μας τον εαυτό.
—
Where the Trees Bear Meat-Περίληψη
Το Where the Trees Bear Meat είναι μια ωμή και υποβλητική ταινία που διαδραματίζεται στην καρδιά της Αργεντινής, όπου ένας σκληρά εργαζόμενος κτηνοτρόφος, ο Ομάρ, βρίσκεται βυθισμένος σε έναν αδυσώπητο αγώνα ενάντια στις αμείλικτες δυνάμεις της φύσης. Μια παρατεταμένη ξηρασία —που επιδεινώνεται από τις αυξανόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής— απειλεί να σβήσει τον τρόπο ζωής των γκαούτσο, αφήνοντας τη γη ξερή και τα ζωντανά να πεθαίνουν. Καθώς ο Ομάρ παλεύει να κρατήσει τα ζώα του ζωντανά, γινόμαστε μάρτυρες των σπαρακτικών αποφάσεων που πρέπει να λάβει για να διατηρήσει ό,τι έχει απομείνει από την κληρονομιά της οικογένειάς του.
Παράλληλα με το ταξίδι του Ομάρ, γνωρίζουμε τη 95χρονη μητέρα του, η οποία έχει αρχίσει να προετοιμάζεται για την αναπόφευκτη αναχώρησή της. Προσεύχεται για βροχή για να σώσει τα ζώα, αν και κατανοεί βαθιά την παροδικότητα και τη σκληρότητα της ζωής. Η γαλήνια ανθεκτικότητα και η σοφία της προσφέρουν μια αίσθηση συνέχειας και σταθερότητας — τις βαθιές ρίζες από τις οποίες το οικογενειακό δέντρο μεγαλώνει και αντέχει.
Στο νεότερο κλαδί αυτού του οικογενειακού δέντρου βρίσκεται η Λιμπερτάντ, η αθώα τετράχρονη εγγονή του Ομάρ, που λαχταρά τον απόντα πατέρα της. Παρά τις αντιξοότητες γύρω της, καταφέρνει να βλέπει την ομορφιά και το θαύμα σε αυτή την απομακρυσμένη γωνιά του κόσμου. Ο Ομάρ αναλαμβάνει τον διττό ρόλο του προστάτη και του τροφοδότη, προφυλάσσοντάς την από τις σκληρές πραγματικότητες μιας γης σε κρίση.
Καθώς η κλιματική αλλαγή διαταράσσει τους ρυθμούς της φύσης και απειλεί παραδόσεις αιώνων, αυτή η ταινία γίνεται όχι μόνο ένα πορτρέτο της οικογενειακής δύναμης αλλά και ένα ισχυρό σχόλιο για την ανθρώπινη τρωτότητα και ανθεκτικότητα μπροστά στην περιβαλλοντική κατάρρευση. Είναι μια συγκινητική μαρτυρία για την ικανότητα του ανθρώπινου πνεύματος να προσαρμόζεται, να αντέχει και να διατηρεί την ελπίδα — ακόμα κι όταν η ίδια η γη αρχίζει να υποχωρεί.
—
Αλέξις Φράνκο-Βιογραφικό
Ο Αλέξις Φράνκο γεννήθηκε στην Αργεντινή και σήμερα ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου εργάζεται στον κινηματογράφο και την αρχιτεκτονική. Έχει συμμετάσχει σε πολυάριθμα διεθνώς αναγνωρισμένα πρότζεκτ, όπως τα Stop the Pounding Heart, The Other Side και What You Gonna Do When the World’s on Fire?, όπου συνεργάστηκε με τον καταξιωμένο σκηνοθέτη Ρομπέρτο Μινερβίνι ως βοηθός σκηνοθέτη. Οι ταινίες αυτές έκαναν πρεμιέρα στα Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών και της Βενετίας και στη συνέχεια προβλήθηκαν παγκοσμίως.
Εργάστηκε επίσης στο ντοκιμαντέρ El Quijote del Caribe στην Κούβα και αργότερα διετέλεσε εκτελεστικός παραγωγός της ταινίας Dirty Feathers, η οποία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, παράλληλα με την ιαπωνική ταινία Yasuo (El Amo del Jardín).
Ο Αλέξις σπουδάζει φιλοσοφία, κι αυτό υποκινείται από την έντονη αίσθηση ευθύνης του ως αφηγητή. Προηγουμένως, σπούδασε μουσική στο American Musical Institute, όπου απέκτησε τον τίτλο του Καθηγητή Μουσικής. Ως αρχιτέκτονας, είναι διεθνές μέλος του American Institute of Architects. Στο Χιούστον του Τέξας, εργάζεται στην εταιρεία Collaborative Designworks, της οποίας τα έργα έχουν λάβει εθνικά βραβεία και αναγνώριση.
Σκηνοθέτησε την μεγάλου μήκους ταινία Where the Trees Bear Meat, η οποία κέρδισε το Μεγάλο Χρυσό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Τρέντο της Ιταλίας, το 2025. Η ταινία, που υποστηρίχθηκε και βραβεύτηκε από το Austin Film Society, γυρίστηκε στην Αργεντινή και έκανε πρεμιέρα στην επίσημη επιλογή του διαγωνιστικού τμήματος του Visions du Réel στην Ελβετία το 2024. Οι επόμενες ταινίες του ως σκηνοθέτη, που βρίσκονται τώρα σε προπαραγωγή, είναι τα The Embryonic Phase (ΗΠΑ) και The Foreign Horse (Τέξας, ΗΠΑ).
Ο Αλέξις θεωρείται ένας από τους ανερχόμενους σκηνοθέτες που αντιπροσωπεύουν τόσο την Αργεντινή όσο και τις Ηνωμένες Πολιτείες.










