Ο Νίκος Χαντζής μιλάει για την ταινία του «Επιστροφή των Creeps»

Ο Νίκος Χαντζής μιλάει για την ταινία του «Επιστροφή των Creeps»

Η «Επιστροφή των Creeps» είναι η ταινία του σκηνοθέτη και dj Νίκου Χαντζή που θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε στο 11ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου (21-30 Νοεμβρίου 2025).

Πρόκειται για «Μια αναδρομή στα 80ς και στην ιστορία της ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας Creep Records που αποτέλεσε καταφύγιο για την ελληνική new wave, post punk & dark wave σκηνή. Μέσα απο προσωπικές αφηγήσεις του ιδρυτή, Μπάμπη Δαλλίδη, και μελών εμβληματικών συγκροτημάτων, το Ντοκιμαντέρ ζωντανεύει την πορεία μιας εταιρείας που άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά της στην ελληνική underground μουσική».

Εν όψει της προβολής της ταινίας στην Καλαμάτα και σε άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, ο δημιουργός μας λέει περισσότερα μέσα από την παρακάτω συνέντευξη:

-Τι σας ώθησε να αφηγηθείτε την ιστορία της Creep Records και της ελληνικής underground σκηνής της δεκαετίας του ’80;
Κατά κύριο λόγο το ενδιαφέρον και η χρόνια ενασχόλησή μου σαν ακροατής για αυτό το είδος μουσικής, αλλά πιο συγκεκριμένα η αγάπη μου για την εν λόγω ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία που μέσα από τον κατάλογό της ξεπήδησαν – θεωρώ – οι πιο σημαντικές μπάντες του σκοτεινού ήχου στην Ελλάδα των 80’s.

-Ποιο ήταν το πιο σημαντικό στοιχείο που θέλατε να αναδείξετε για την επιρροή της Creep Records στη μουσική σκηνή;
Νομίζω το πιο σημαντικό στοιχείο είναι το “αποτύπωμα” που άφησε η συγκεκριμένη δισκογραφική εταιρία στην εγχώρια σκηνή, αλλά και σε μια ολόκληρη γενιά μουσικόφιλων που άκουγε αυτές τις μουσικές ή που τις ανακάλυψε χρόνια αργότερα. Μέσα σε μόλις μία τετραετία βγήκαν από αυτό το label μια σειρά από albums και singles που αναμφισβήτητα στις μέρες μας είναι μουσικά έργα – σημεία αναφοράς για την underground σκηνή του ’80.

Η Creep Records ήταν μία πηγή έμπνευσης επίσης και για τις επόμενες ανεξάρτητες δισκογραφικές που ακολούθησαν στην Ελλάδα, όπως επίσης και ένας λόγος για να δημιουργηθούν πολλά νέα συγκροτήματα καθώς έβλεπαν ότι υπάρχει έδαφος για να ηχογραφήσουν και να κυκλοφορήσουν τις μουσικές τους. Κάτι που με τις μεγάλες εμπορικές εταιρίες ήταν αδύνατον να συμβεί.

-Πώς καταφέρατε να συνδυάσετε τις προσωπικές αφηγήσεις του Μπάμπη Δαλίδη με τις εμπειρίες των συγκροτημάτων;
Δεν ήταν καθόλου δύσκολο να συνδυαστούν όλες αυτές οι αφηγήσεις. Κάθε άλλο! Δημιουργήθηκε θα έλεγα ένα ωραίο κολάζ ιστοριών, όπου κομμάτι κομμάτι συμπλήρωνε το παζλ της Creep. Υπήρχε μια σχέση φιλίας και αγάπης του Μπάμπη Δαλίδη με όλα τα συγκροτήματα που φιλοξένησε στο label του.

Τίποτα σχεδόν δεν έγινε τυχαία. Είχε δημιουργηθεί μια όμορφη “οικογένεια” μεταξύ τους. Τα μουσικά ακούσματά τους ήταν κοινά, οι ανησυχίες τους ίδιες, ζούσαν στην ίδια τσιμεντούπολη, πολλοί ήταν από την ίδια γειτονιά ή το ίδιο σχολείο, τα στέκια που κυκλοφορούσαν και έπαιζαν λάιβ ήταν επίσης κοινά. Μοιραζόντουσαν το ίδιο stage, υπήρχε αλληλοβοήθεια στις ηχογραφήσεις, δανεισμός μουσικών οργάνων, κλπ.

Και επίσης πολύ σημαντικό το ότι ο Μπάμπης Δαλίδης, πέρα από ιδιοκτήτης της Creep, ήταν και μέλος συγκροτήματος (το οποίο δισκογράφησε και αυτό στην Creep). Οπότε όλες οι αφηγήσεις είχαν να κάνουν με μία συγκεκριμένη εποχή που όλοι ήταν “παρών”, και ο καθένας τους την έζησε και την βίωσε με μοναδικό τρόπο. Και ο καθένας φυσικά είχε να την αφηγηθεί μπροστά στην κάμερα με τον δικό του τρόπο.

-Υπήρξαν στιγμές κατά την παραγωγή που σας συγκίνησαν ή σας εξέπληξαν με τις ιστορίες των καλλιτεχνών;
Kάθε γύρισμα, κάθε συνέντευξη ήταν μία έκπληξη για μένα. Ο κάθε συμμετέχων είχε ένα αφηγηθεί κάτι το διαφορετικό, οπότε η εμπειρία ήταν μοναδική. Η συγκίνηση ήταν παρούσα σχεδόν σε κάθε συνέντευξη, δεδομένου ότι οι αναφορές σε πράγματα και καταστάσεις που ανήκουν πλέον στο παρελθόν (και δυστυχώς εξαφανίστηκαν στην λήθη του χρόνου), είναι λογικό να δημιουργούν ένα συγκινητικό κλίμα. Όταν μάλιστα η κουβέντα κατέληγε σε άτομα της Creep τα οποία δεν είναι πια εν ζωή, το συγκινησιακό φορτίο ήταν ακόμα μεγαλύτερο.

-Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε στην ανασύσταση της ατμόσφαιρας της ελληνικής New Wave, Post Punk & Dark Wave σκηνής των ’80s;
Η πρόκληση ήταν ξεκάθαρα το υλικό που είχα στα χέρια μου, το οποίο προέκυψε από τις 20 περίπου διαφορετικές συνεντεύξεις που έκανα. Δεδομένου ότι μιλάμε για τεκμηρίωση και όχι μυθοπλασία, το πραγματικό υλικό το οποίο έχτισε όλο το ντοκιμαντέρ ήταν ξεκάθαρα το υλικό των συνεντεύξεων. Ωστόσο το συνοδευτικό οπτικοακουστικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε (αρχειακό υλικό, κλπ), σε συνδυασμό με το soundtrack (το οποίο είναι οι κυκλοφορίες της Creep φυσικά), θέλω να πιστεύω ότι δημιούργησαν ένα αποτέλεσμα που θυμίζει την ατμόσφαιρα της εποχής.

-Πώς επιλέξατε ποια συγκροτήματα και ιστορίες να συμπεριληφθούν στο ντοκιμαντέρ;
Μέσα από τον κατάλογο της Creep την τετραετία 1982-1986 έκαναν το δισκογραφικό τους πέρασμα 12 συγκροτήματα (11 Ελληνικά και ένα 1 Ελβετικό). Ήταν αρχική μου επιθυμία να συμπεριλάβω συνεντευξιακά και τις 12 αυτές μπάντες. Θεωρώ ότι η κάθε μία ξεχωριστά (με την όποια τους δισκογραφική παρουσία στην Creep), της αξίζει μια σημαντική θέση στην ιστορία της σκηνής.

Είμαι ευγνώμων και χαρούμενος που κατάφερα να πραγματοποιήσω γύρισμα με τις 11 από τις 12. Το υλικό που προέκυψε από τις συνεντεύξεις ήταν ανεκτίμητο και φυσικά πολύ μεγάλης διάρκειας. Θέλω να πιστεύω ότι η επιλογή που έκανα στο μοντάζ ήταν αντικειμενική και “νηφάλια”, προκειμένου να φτιαχτεί ένα ντοκιμαντέρ 98 λεπτών. Έσκυψα με αφοσίωση και σεβασμό πάνω σε αυτό το υλικό και νομίζω ότι το παζλ που δημιούργησα έχει να πει κάτι στους θεατές.

-Τι ρόλο παίζει η μουσική στην αφήγηση της ταινίας και πώς συνδέεται με τα συναισθήματα της εποχής;
Ξεκάθαρα παίζει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ένα μουσικό ντοκιμαντέρ. Η μουσική θα έλεγα η συγκεκριμένη, ήταν και ένα μεγάλο κίνητρο για μένα για να δουλέψω πιο δημιουργικά στο μοντάζ. Είναι μουσική που την έχω μέσα μου αρκετά χρόνια και είμαι συναισθηματικά δεμένος μαζί της. Είμαι ευτυχής που κατάφερα να συμπεριλάβω ένα μεγάλο μέρος από την δισκογραφία της Creep μέσα σε αυτά τα 98 λεπτά της ταινίας.

Οι πιο παρατηρητικοί θα προσέξουν ότι η μουσική καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας, σχεδόν δεν σταματά καθόλου. Παραμονεύει σχεδόν μόνιμα στο background. Και μόνο τυχαίο δεν είναι αυτό φυσικά. Είναι σαν ένα dj set που ξεδιπλώνεται κατά την διάρκεια της θέασης της ταινίας.

-Πιστεύετε ότι η Creep Records έχει αφήσει κληρονομιά που εξακολουθεί να επηρεάζει τη σύγχρονη ελληνική μουσική;
Η Creep ξεκάθαρα έχει επηρεάσει πολλές μπάντες της εποχής (που είτε δεν κατάφεραν να δισκογραφήσουν, είτε δισκογράφησαν σε άλλες εταιρείες), αλλά και σε πολλές σημερινές φυσικά που αναβιώνουν τον παλιό ήχο. Λίγο πολύ παντού συμβαίνει αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία 15 χρόνια έχει αναβιώσει παγκοσμίως όλο αυτό το εναλλακτικό σκοτεινό είδος μουσικής. Η κληρονομιά που έχει αφήσει η Creep θεωρώ είναι ανεκτίμητη.

Γενικώς όλο αυτό ρευμα (ή αν θες τρίπτυχο) που ονομάζουμε Post Punk – New Wave – Dark
Wave έχει αφήσει ανεξίτηλη σφραγίδα στην σκηνή την ελληνική. Αφενός γιατί συμβάδιζε χρονικά με τις αντίστοιχες σκηνές του εξωτερικού (σχεδόν σε πραγματικό χρόνο και όχι με χρονοκαθυστέρηση όπως συνέβαινε με άλλα είδη μουσικής), αφετέρου γιατί δεν είχε να ζηλέψει απολύτως τίποτα με άλλες μπάντες απ’ έξω.

Μπορεί οι συνθήκες παραγωγής και ηχογράφησης να μην ήταν οι καλύτερες του κόσμου, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μοναδικό. Και με την έλευση του διαδικτύου φυσικά, όλα αυτά τα ελληνικά διαμάντια – που είχαν μείνει λίγο στο περιθώριο λόγω εποχής και συγκυριών – απέκτησαν ένα φανατικό fan base τόσο σε Ελλάδα όσο και εξωτερικό.

-Υπήρξαν στιγμές κατά τις συνεντεύξεις που αποκαλύφθηκαν ιστορίες ή λεπτομέρειες που δεν ήταν ευρέως γνωστές;
Ναι αρκετές στιγμές. Όπως πχ κάποιες ιστορίες με σχέδια που δεν πήγαν καλά και τα οποία οδήγησαν στο κλείσιμο της Creep.

– Τι θέλετε να κρατήσει το κοινό μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ σχετικά με την ανεξάρτητη μουσική σκηνή και την πολιτιστική κληρονομιά της δεκαετίας του ’80;
Το κοινό είναι ελεύθερο να νιώσει και να κρατήσει ότι θέλει μετά την θέαση της ταινίας. Αν θα ήθελα να κρατήσει κάτι… Ίσως θα ήθελα να κρατήσει αυτό το συναίσθημα το οποίο περιβάλει κι εμένα τον ίδιο. Μία ευγνωμοσύνη και ένας απεριόριστος σεβασμός σε όλους αυτούς τους μουσικούς ήρωες που κατέθεσαν τις ανησυχίες τους, τα όνειρά τους, την ψυχή τους και την νιότη τους μέσα στα αυλάκια των βινυλίων. Και φυσικά τους συνοδοιπόρους τους (δισκογραφικά label, στέκια, καταλήψεις, fanzines κλπ) σε αυτό το ταξίδι και την τρέλα που ονομαζόταν ανεξάρτητη ελληνική σκηνή.

-https://peloponnisosdocfestival.com/index.php?lang=el

Νίκος Χαντζής-Βιογραφικό
Σκηνοθέτης & DJ. Γεννήθηκε το 1987. Σε κάθε νέο έργο προσπαθεί να συνδυάσει τις δύο του αγάπες, τη μουσική και τον κινηματογράφο. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τη δημιουργία μουσικών βίντεο για ελληνικά συγκροτήματα της dark alternative σκηνής (Doric, Incirrina, Kalte Nacht, Paradox Obscur, κ.ά.). Το 2019 δημιούργησε το πρώτο του ντοκιμαντέρ σχετικά με τη σκηνή Minimal Synth & SynthPunk στην Ελλάδα. Το “Return Of The Creeps” είναι το δεύτερο μουσικό του ντοκιμαντέρ.