Αρχαίος και Νέος Λοιμός

Αρχαίος και Νέος Λοιμός

Κανείς δε θα μπορούσε να προβλέψει, ούτε φυσικά κι αυτός ο τόσο οξυδερκής Περικλής, τη φοβερή επιδημία που ενέσκηψε απρόσμενα στην Αθήνα εκείνο το εφιαλτικό καλοκαίρι του 430 π.Χ. και με την ανεπίσχετη μολυσματική της ορμή θέρισε αδιακρίτως το ένα τρίτο σχεδόν του πληθυσμού της πόλης.

Στη γνωστή ιστορική πραγματεία του για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ο Θουκυδίδης περιγράφει με εκφραστική δεινότητα και, θα λέγαμε, με κλινική ακρίβεια την ανατριχιαστική συμπτωματολογία αυτής της λοιμώδους νόσου – της οποίας μάλιστα η ταυτότητα παραμένει έως σήμερα εν πολλοίς απροσδιόριστη — και ορθώς συγκαταλέγει την αιφνίδια εμφάνισή της μεταξύ εκείνων των τρομακτικών φυσικών φαινομένων, όπως είναι οι ισοπεδωτικοί σεισμοί, οι δυσοίωνες εκλείψεις του ηλίου, οι καταστρεπτικές ξηρασίες και οι συνακόλουθοι ολέθριοι λιμοί, τα οποία υπερακοντίζουν κάθε προληπτικό μέτρο και συνάμα καταδεικνύουν πόσο ευάλωτοι και τρωτοί είμαστε όλοι εμείς οι θνητοί μπροστά στην παντοδυναμία της φύσης.

Ωστόσο, ο ίδιος ιστορικός με ασύγκριτη αφηγηματική δεινότητα και ρητορική ευστροφία επιχειρεί να αντιτάξει στη συνθλιπτική ραγδαιότητα του θανατηφόρου νοσήματος την άκαμπτη αποφασιστικότητα και την αλύγιστη αγερωχία του πρώτου πολίτη της Αθήνας, του Περικλή, ο οποίος κατόρθωσε να αναπτερώσει το κλονισμένο ηθικό των συμπολιτών του και, κατά συνέπεια, να μην αναθεωρηθεί η πολιτική που είχε προτείνει έναντι των Πελοποννησίων εξαιτίας της απρόβλεπτης εκείνης δοκιμασίας. Έτσι, λοιπόν, στη συγκλονιστική αγόρευσή του, την τρίτη και τελευταία δημηγορία του (ΙΙ.60-64), προς τον αποκαρδιωμένο και βαρύθυμο αθηναϊκό λαό, ο φωτισμένος εκείνος ηγέτης κατέβαλε κάθε προσπάθεια να τονώσει το καταρρακωμένο φρόνημα των συμπατριωτών του και ταυτοχρόνως να αυτοπροβληθεί ως αξιομίμητο παράδειγμα φιλοπατρίας και εντιμότητας, προφανώς εν αντιθέσει προς εκείνους τους δειλούς και καιροσκόπους Αθηναίους που επέλεξαν να διαπραγματευθούν από θέση αδυναμίας με τον αντίπαλο την άνευ όρων κατάπαυση των εχθροπραξιών και, έτι σπουδαιότερον, προς κάποιους πολίτες που επέδειξαν άκρως μεμπτή και αντικοινωνική συμπεριφορά λόγω των ομολογουμένως καταλυτικών συνεπειών αυτού του φονικού λοιμού στον ψυχισμό των Αθηναίων και ιδίως εκείνων που επλήγησαν από την ίδια τη μεταδοτική ασθένεια.

Πάντοτε σε κρίσιμες ώρες δοκιμάζεται κατά κύριο λόγο η ανθεκτικότητα της πολιτικής ηγεσίας και συνάμα κρίνονται στο μέγιστο βαθμό η ικανότητα και η ετοιμότητα των εκάστοτε ιθυνόντων, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με βαρύτατο έργο και τεράστια ευθύνη έναντι του λαού. Λαμβάνοντας αφόρμηση από την απρόβλεπτη εκδήλωση της μιασματικής νόσου ο Θουκυδίδης, ο οποίος και ο ίδιος υπέστη το πλήγμα της φοβερής αυτής λοιμικής, υπενθυμίζει άλλη μία φορά τη σπουδαιότητα της ιστορικής καταγραφής του και σε αυτό το θέμα για τις επόμενες γενιές. Γιατί, όπως ο ίδιος επισημαίνει, όχι μόνον η εμπερίστατη εκδιήγηση των πολεμικών γεγονότων, αλλά και η διεξοδική παρουσίαση αυτών των πρωτόγνωρων επιδημιών θα αποτελέσουν πηγές πολύτιμων γνώσεων για εκείνες τις ανθρώπινες κοινότητες, οι οποίες πιθανότατα θα έλθουν αντιμέτωπες με παρόμοια γεγονότα είτε στο εγγύς είτε στο απώτερο μέλλον.

Το θουκυδίδειο χρονικό του αθηναϊκού λοιμού έρχεται να εμβολιάσει με τα ισχυρότατα θεματολογικά μοσχεύματά του τον κορμό της παρεπόμενης περίκλειας δημηγορίας. Αξιοπαρατήρητο είναι πράγματι ότι, μέσα από μίαν εκπληκτική αλληλοτροφοδότηση διαπιστώσεων και συμπερασμών, και ο ίδιος ο Περικλής στη συγκλονιστική ομιλία του ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου υπογραμμίζει με εξαιρετική έμφαση τη σημασία της γνώσης της πραγματικής κατάστασης, και ειδικότερα της συνείδησης των εκάστοτε δυνατοτήτων της πολιτείας, προκειμένου ο κάθε πολίτης, και ιδίως ο πολιτικός ταγός, να επιχειρήσει στεγανές προγνώσεις και έγκυρες προεικασίες.

Σε εξόχως συναισθηματικά φορτισμένη αποστροφή του προς τους καταβεβλημένους συμπολίτες του τονίζει χαρακτηριστικά ότι ο άνθρωπος πάνω απ’ όλα οφείλει να στηρίζεται «στη γνώση της δύναμής του, που καθιστά ασφαλέστερες τις προβλέψεις του».

Μολονότι ο Θουκυδίδης περιέργως δεν αναφέρεται στη βαρύτατη βλάβη που θα επέφερε αυτονόητα αυτό το νόσημα στις γυναίκες και στους δούλους – επειδή πιθανότατα επικεντρώνει το ενδιαφέρον του κυρίως στους οπλίτες και ναυμάχους λόγω άλλωστε της ειδικής φύσης της εξιστόρησής του -, η περιγραφή του είναι αξιοθαύμαστη, γιατί παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίον η άγνωστη αυτή επιδημική ασθένεια όχι μόνον υπέσκαπτε τη σωματική σφριγηλότητα των νοσούντων, αλλά το χειρότερο διάβρωνε τις ηθικές αντιστάσεις τους σε τέτοιο σημείο, ώστε δυστυχώς «η στιγμιαία ευχαρίστηση και το άμεσο κέρδος κατάντησαν να θεωρούνται και αγαθό και χρήσιμο»!

Εν αντιθέσει όμως προς αυτόν τον αυτιστικό ευδαιμονισμό κάποιων συμπολιτών του, ο Περικλής, ο μετρημένος αλλά και εύτολμος αυτός ηγέτης, συμπληρώνοντας την προγενέστερη ιστορική επιτάφια ομιλία του στον Κεραμικό, διατρανώνει την αταλάντευτη πίστη του στη στρατιωτική ισχύ της πατρίδας του, η οποία περιφρουρεί και διασφαλίζει το δημοκρατικό τρόπο ζωής των Αθηναίων και τα πνευματικά επιτεύγματα της πόλης τους.

Σήμερα η χώρα μας καλείται να αντιμετωπίσει μία παραπλήσια πανδημική λοιμική μέσα σε επικίνδυνο περιβάλλον αστάθειας και αβεβαιότητας. Σκόπιμο είναι να αντλήσουμε γνώσεις και σε αυτό το σημείο από την ακένωτη δεξαμενή ιδεών και εμπειριών, που τόσο απλόχερα προσφέρει ο μέγιστος των ιστορικών.

Η ενσκήψασα ασθένεια θα δοκιμάσει και τώρα σωματικές και ψυχικές αντοχές, όμως τεράστια είναι πράγματι η ευκαιρία για τον ελληνικό λαό και το έως τώρα νηφάλιο και ψύχραιμο πολιτικό σύστημα να σφυρηλατήσουν σε χαλύβδινο κράμα την ατομική ευθύνη και το συλλογικό συμφέρον προς όφελος, όχι μόνο των συγκαιρινών, αλλά και των μελλοντικών γενεών της πατρίδας μας.

Του Ανδρέα Γ. Μαρκαντωνάτου

-Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου (Καλαμάτα)