Χάρη στην αχαλίνωτη γλώσσα σου (δηλαδή… μου)! – Ευθυμογράφημα του Φ.Κ. Παπαδημητρίου

Χάρη στην αχαλίνωτη  γλώσσα σου (δηλαδή… μου)! – Ευθυμογράφημα του Φ.Κ. Παπαδημητρίου

Φεβρουάριος 1979. Εγώ ήμουν φοιτητής, ενώ ο αδελφός μου διένυε τους πρώτους μήνες της στρατιωτικής του θητείας. Μια μέρα μού ζήτησε να τον συνοδεύσω το ίδιο βράδυ σε μία ταβέρνα, όπου, εκτός από κάποιον με τον οποίο συνυπηρετούσαν στην Αεροπορία, δε γνώριζε απολύτως κανέναν άλλον και γι’ αυτό βαριόταν να πάει μόνος του. Απάντησα ότι το επόμενο πρωί θα έδινα εξετάσεις εξαμήνου στη σχολή μου.

«Πρώτον, κερνάω εγώ και, δεύτερον, σου υπόσχομαι ότι το αργότερο στις έντεκα και μισή θα αποχωρήσουμε!». Δέχθηκα.

Στις εννιά ακριβώς ήμασταν στην ταβέρνα. Εκτός από το συνάδελφο του αδελφού μου, υπήρχαν ακόμα έξι με επτά τύποι. Ανάμεσά τους ένας υποχόνδριος, που διαρκώς παραπονιόταν ότι έκανε αφόρητη ζέστη μέσα στην ταβέρνα, και ένας με πολύ χαζή φάτσα, που πότε πότε πέταγε και καμία κοτσάνα στα αγγλικά, προφανώς μόνο για να δείξει ότι, τάχα, τα μιλούσε.

Ο αδελφός μου αρχικά συνομιλούσε, κυρίως, με το μοναδικό γνωστό του, που όντας πολύ παλαιότερός του, μόλις το ίδιο πρωί είχε πάρει απολυτήριο, ενώ εκείνος (ο αδελφός μου) ακριβώς την επομένη θα παρουσιαζόταν στην όχι πολύ μακριά απ’ το σπίτι μας νέα του μονάδα. Σταδιακά, πάντως, εμπλακήκαμε όλοι μας στην κουβέντα κι έτσι η βραδιά κύλησε περισσότερο ευχάριστα απ’ όσο περίμενα, αλλά, επωφελούμενος από μία «κοιλιά» που έκανε η παρέα λίγο μετά τις έντεκα, σκούντηξα κρυφά τον αδελφό μου κάτω απ’ το τραπέζι για να του υπενθυμίσω ότι η μεταξύ μας συμφωνημένη ώρα αποχώρησης πλησίαζε. Πράγματι, εκείνος, χωρίς ίχνος διαμαρτυρίας ή χρονοτριβής, ξερόβηξε ελαφρά για να τραβήξει την προσοχή των υπολοίπων και να τους ενημερώσει ότι –δυστυχώς, τάχα– έπρεπε οι δυο μας να φύγουμε πια, καθώς εγώ μεν πρωί πρωί την επομένη έδινα εξετάσεις, ο ίδιος δε έπρεπε να ξεκινήσει ακόμα πιο νωρίς από μένα για τη νέα του μονάδα.

Τα άλλα μέλη της παρέας διαμαρτυρήθηκαν ευγενικά που έπρεπε να φύγουμε, με εξαίρεση τον υποχόνδριο που, χωρίς να του δίνει σημασία κανείς, δήλωσε ότι ήθελε κι εκείνος να φύγει από την ανυπόφορα ζεστή αίθουσα το συντομότερο. Ο αδελφός μου, βέβαια, επέμεινε και, ως όφειλε, έκανε την απαραίτητη ερώτηση: «Τι χρωστάμε, ο Φ….. κι εγώ;».

Ο πρώην πια συν-σμηνίτης του ήταν ανένδοτος. «Πλάκα μού κάνεις;» ρώτησε με ευγενή αγανάκτηση: «Κερνάω εγώ σήμερα για το απολυτήριο! Και… άντε να σας πω και το άλλο που σας έκρυψα: σήμερα έχω και γενέθλια!»

Όλοι ανεξαιρέτως τού ευχήθηκαν ενθουσιωδώς «καλός πολίτης» και να τα χιλιάσει, αλλά εγώ έκανα στο… παρά πέντε την απόλυτη γκάφα της βραδιάς.

«Εκπληκτικό! Τι σύμπτωση! Αύριο έχει γενέθλια ο αδελφός μου!» τους πέταξα με ενθουσιασμό.

«Περίφημα!..» είπε αρπάζοντας αμέσως την ευκαιρία ο εορτάζων και άρτι απολυθείς και γύρισε προς τον αδελφό μου: «Φίλε μου, ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν! Αύριο όλη η παρέα, στην ίδια αυτή ταβέρνα, την ίδια ώρα! Βάλε το πορτοφόλι σου στην τσέπη τώρα, σε παρακαλώ, και αύριο βράδυ το κέρασμα θα είναι όλο δικό σου!».

«Τέλεια!» φώναξαν ο ένας μετά τον άλλον απ’ τους υπόλοιπους.

«Same time – same place!» πέταξε την αγγλικούρα του ο τύπος με τη χαζή φάτσα.

«Μήπως να πηγαίναμε κάπου αλλού; Εδώ κάνει αφόρητη ζέστη…» ψιθύρισε δειλά ο υποχόνδριος.

«Θα σε σκοτώσω, κάθαρμα!» μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του ο αδελφός μου.

Ακολούθησαν επευφημίες και εύθυμη ατμόσφαιρα. Κάποια στιγμή, λίγο πριν φύγουμε, η προσοχή των άλλων αποσπάστηκε και στράφηκε προς πάσα κατεύθυνση κι έτσι ο αδελφός μου άρπαξε την ευκαιρία και πλησίασε όσο γινόταν διακριτικότερα το αυτί μου, το οποίο και μου έκαψε με τον οργισμένο του ψίθυρο: «Άθλιε, με πήρες στο λαιμό σου, με κατέστρεψες! Γλιτώνω το αντίτιμο δύο συμμετοχών για να πληρώσω αύριο περίπου το πενταπλάσιο έχοντας ταΐσει κι όλους αυτούς τους χαραμοφάηδες, που ούτε τους ξέρω καν! Κι αυτό, χάρη στην αχαλίνωτη γλώσσα σου!…».

Ζάρωσα στην καρέκλα μου, ένοχος και αμίλητος για μερικά λεπτά, μη μπορώντας να σκεφτώ τίποτε προς υπεράσπισή μου. Αλλά, ξαφνικά… Εύρηκα!

«Δε μου λες υπάρχει κάποιος αριθμός τηλεφώνου όπου μπορούν να σε βρουν;» Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά (σημειωτέον πως κινητά δεν υπήρχαν τότε).

«Τότε… σου έχω λύση!» του ψιθύρισα κι εγώ.

Κι έτσι, πάνω από τέσσερις δεκαετίες μετά, οι υπόλοιποι μάς περιμένουν ακόμη στην ταβέρνα. Φυσικά, μάταια…

Του Φ.Κ. Παπαδημητρίου

filpapad@gmail.com