Πότε και πως προκαλείτε τη (φορολογική) τύχη σας (σε έλεγχο)

Πότε και πως προκαλείτε  τη (φορολογική) τύχη σας (σε έλεγχο)

Η επιχείρησή σας εμφανίζει αρνητικό μικτό κέρδος ή μεγάλες διακυμάνσεις από χρόνο σε χρόνο [Μικτό κέρδος = καθαρές πωλήσεις μείον το κόστος των αγαθών που πωλούνται (Καθαρές πωλήσεις = ακαθάριστο πωλήσεις μείον τυχόν επιστροφές και εκπτώσεις)];

Παρουσιάζει συνεχόμενες ζημιές, ενώ έχει απομακρυνθεί από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της (είναι υφιστάμενη επιχείρηση με ικανή ηλικία λειτουργίας);

Παρουσιάζει μη ομαλή κίνηση των (επαγγελματικών) τραπεζικών της λογαριασμών;

Τότε προκαλείτε την… (φορολογική) τύχη σας!

ΕΜΜΕΣΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
Τώρα τελευταία με την «καλύτερη οργάνωση και εκσυγχρονισμό» της εφορίας, έχουμε, αντί για τους γνωστούς παλιούς «τακτικούς ελέγχους», τους επονομαζόμενους «ελέγχους με έμμεσες τεχνικές». Όχι ότι οι «έμμεσες τεχνικές ελέγχου» είναι κάτι καινούργιο. Ισχύουν από το 2013 με βάση το Άρθρο 28 του Ν. 4172/2013. Αλλά τώρα έχουν γίνει «της μόδας».

Οι ελεγκτικές υπηρεσίες, που διεξάγουν τους φορολογικούς ελέγχους φυσικών και νομικών προσώπων, είναι πλέον σε θέση έμμεσα να προσδιορίσουν τα ακαθάριστα έσοδα και τα γενικά εισοδήματα ενός φορολογουμένου με τη βοήθεια της τεχνολογίας και τη συλλογή στοιχείων από διασταυρώσεις. Αυτές είναι πολύ απλά οι μέθοδοι, που ονομάζονται έμμεσες τεχνικές ελέγχου.

Οι νέες αυτές τεχνικές είναι βέβαια πάντα ένα συμπληρωματικό (αν και τείνουν να καταστούν κύριο) εργαλείο ελέγχου το οποίο δίνει τη δυνατότητα στις ελεγκτικές αρχές, παράλληλα με τις παραδοσιακές μεθόδους ελέγχου, οι οποίες στηρίζονται κυρίως στα δεδομένα των τηρούμενων βιβλίων και στοιχείων, καθώς και στα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων, να προσδιορίσουν τη φορολογητέα ύλη με βάση την κινητή και ακίνητη περιουσία, τα εισοδήματα και τις πραγματικές δαπάνες.

Συγκεκριμένα, εάν ο έλεγχος διαπιστώσει ότι αδυνατεί να προσδιορίσει τη φορολογητέα ύλη με τις παραδοσιακές μεθόδους, τότε μπορεί να καταφύγει στις έμμεσες τεχνικές ελέγχου, βάσει του άρθρου 28 του ΚΦΕ (ν. 4172/2013)

Το άρθρο 28 του ΚΦΕ είναι επί της ουσίας «ένα μεγάλο υπόστεγο» κάτω από το οποίο μπορεί να μπει σχεδόν κάθε περίπτωση φορολογικού ελέγχου, όταν διαπιστώνεται έστω και μία παράβαση μη έκδοσης στοιχείου (π.χ. μη έκδοση απόδειξης ποσού 50 ευρώ – ακραίο γεγονός αλλά υπαρκτό) ή όταν κρίνει ο έλεγχος ότι τα εισοδήματα του έτους ή τα εισοδήματα προηγουμένων ετών (όταν ο φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση κεφαλαίου) δεν επαρκούν για την κάλυψη των δαπανών ή των τεκμηρίων απόκτησης, στις περιπτώσεις όπου ο φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση κεφαλαίου.

Με τον τρόπο αυτό τα ελεγκτικά όργανα έχουν τη δυνατότητα χρησιμοποιώντας ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών από διάφορες πηγές (π.χ. Τράπεζες – άνοιγμα λογαριασμών και διερεύνηση των πιστώσεων, χρηματιστήριο-αποθετήριο τίτλων, ΔΕΚΟ κ.λπ.) να εξάγουν ασφαλέστερα συμπεράσματα και να προσδιορίσουν τη φορολογητέα ύλη του ελεγχόμενου, την οποία ο ελεγχόμενος πιθανόν να απέκρυβε έως τότε από τα δηλωθέντα εισοδήματά του.

ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΕΙΣ
Με την εφαρμογή του Ν.4174/2013 (ΦΕΚ 170 Α /26-7-2013) και σύμφωνα με το άρθρο 15, θεσπίσθηκαν οι υποχρεώσεις πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, ιδρυμάτων πληρωμών, των Ελληνικών Ταχυδρομείων, της Ελληνικά Χρηματιστήρια ΑΕ, Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, επιχειρήσεων ιδιωτικής ασφάλισης, ιδιωτικών θεραπευτηρίων, ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, εταιρειών σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, εταιρειών παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και ύδρευσης, που υποχρεούνται ετησίως να διαβιβάζουν στις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών μέσω ηλεκτρονικών καταστάσεων στοιχεία.

Έπειτα από επεξεργασία αυτών των στοιχείων, που έχει στη διάθεσή της η φορολογική-ελεγκτική αρχή, συγκρινόμενα με τα ετήσια δηλωθέντα εισοδήματα, μπορεί αυτόματα να προκύψουν διαφορές και πιθανόν να εντοπιστεί αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη, όπως, για παράδειγμα, όταν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δαπανών διαβίωσης οι οποίες είναι υψηλότερες σε σχέση με τα δηλωθέντα εισοδήματα.

ΑΥΞΗΜΕΝΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ
Το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρούμε ότι έχουν αυξηθεί οι μερικοί φορολογικοί έλεγχοι (παλιοί τακτικοί έλεγχοι) σε μικρές επιχειρήσεις (κυρίως καταστήματα εστίασης). 

Σύμφωνα με τις «έμμεσες τεχνικές ελέγχου», για τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης οι ελεγκτικές υπηρεσίες εφαρμόζουν τις έμμεσες τεχνικές ελέγχου, επί της ουσίας δηλαδή μετατρέπουν εξωλογιστικά τις αγορές των α’ υλών ή και εμπορευμάτων σε πωλήσεις.

Παραπλήσιο μοντέλο των έμμεσων τεχνικών έτυχε εφαρμογής παλαιότερα στις κατά καιρούς περατώσεις και στο νόμο 3296/2004 περί αυτοπεραίωσης. Με τους νόμους αυτούς, το υπουργείο Οικονομικών είχε θεσπίσει για κάθε δραστηριότητα/επάγγελμα συντελεστές για την αναγωγή του κόστους σε πωλήσεις.

ΕΝΑ ΚΙΛΟ ΝΤΟΜΑΤΕΣ, ΠΟΣΕΣ ΣΑΛΑΤΕΣ ΚΟΒΕΙ;
Ωστόσο, σήμερα ο έλεγχος σε πολλές περιπτώσεις αυτοσχεδιάζει και τα μοντέλα που χρησιμοποιεί δεν είναι παραδεκτά. Και αυτό, γιατί ο ελεγκτής, ανάλογα με την κρίση του (άνθρωπος είναι κι αυτός και έχει δική του γνώμη και εκτίμηση), μετατρέπει μια φιάλη ποτού σε 8, αλλά και 10 και 12 και 18 μερίδες. Ή το κόστος του κρέατος και του λίπους (της πρώτης ύλης) για ένα σουβλάκι διαφέρει σημαντικά από έλεγχο σε έλεγχο, ακόμα και με απόσταση 50%. Ή η φύρα στο ψήσιμο κρέατος διαφέρει ακόμα και 15-25%, από έλεγχο σε έλεγχο. Ή πόση ακριβώς είναι η φύρα στο ψήσιμο αρνίσιου και πόση χοιρινού κρέατος;  Ένα κιλό ντομάτες… πόσες σαλάτες κόβει (αστειευόμαστε); Ή μια μερίδα κεφτεδάκια πόση πρώτη ύλη (κρέας και φρυγανιά ή ψωμί και κρεμμυδάκι, δυόσμο, σκορδάκι, αλατάκι – πιπεράκι κ.τ.λ.) έχει (πάλι αστειευόμαστε); 

Δεν είμαστε με τον επιχειρηματία που διαφεύγει. Διαπιστώνεται, όμως, ότι σε πολλές περιπτώσεις οι έλεγχοι αποφέρουν σημαντικές και υπέρμετρες επιβαρύνσεις, ανάλογα εάν τα ελεγκτικά όργανα εφαρμόζουν τις αρχές «της καλής και χρηστής διοίκησης» ή εάν διενεργούν το έλεγχο (δεν γράφουμε εσφαλμένα, αλλά) με υπέρμετρο ζήλο.

«ΠΑΡΤΕ ΔΙΚΑΙΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ, ΟΧΙ ΚΕΦΑΛΑΙΑ»
Ο έλεγχος λογικά θα πρέπει να εξαντλεί όλα τα περιθώρια της διακριτικής ευχέρειας υπέρ του φορολογουμένου και να μην προκύπτουν δυσανάλογες και υπέρμετρες φορολογικές επιβαρύνσεις, που ουσιαστικά να οδηγούν σε κλείσιμο μία επιχείρηση.

Και από δημοσιονομικής άποψης, άλλωστε, είναι προτιμότερο να καταλογίζονται μικρότερα ποσά, τα οποία όμως να εισπράττονται από το Δημόσιο, παρά να καταλογίζονται υπέρμετρα επαχθείς φόροι, οι οποίοι δεν μπορούν να καταβληθούν από την επιχείρηση.

Όπως γράφω εγώ γιατί τυχαίνει να το γνωρίζω, έχει τονίσει εξ αρχής ο πρωθυπουργός «πάμε να πάρουμε δίκαιους φόρους και όχι κεφάλια».

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ
Σε αυτή την κατεύθυνση, δεν μπορεί παρά να συμβάλλουν όλοι όσοι ασχολούμαστε με τη φορολογία (ΑΑΔΕ, ηγεσία του υπουργού Οικονομικών, λογιστές, επαγγελματικές οργανώσεις).

Λογιστές και επαγγελματικές τους οργανώσεις να ενημερώσουν τα μέλη τους για την πιθανότητα ελέγχου, καθώς και για τις αιτίες που μπορεί να προκαλέσουν ένα φορολογικό έλεγχο.

Οι Λογιστές να κάνουν ελέγχους στις επιχειρήσεις, που υποστηρίζουν λογιστικά, βάσει των συντελεστών του νόμου περί αυτοπεραίωσης. Η εφαρμογή του άρθρου 32 του ν. 2238/94 που καθόριζε το συντελεστή μικτού κέρδους επί αγορών και πωλήσεων, λειτούργησε ικανοποιητικά για πολλά χρόνια ως εργαλείο ελέγχου, μετατροπής των αγορών σε πωλήσεις.

Το υπουργείο να προσδιοριστεί ανά επάγγελμα-κλάδο ένα παραδεκτό μικτό κέρδος (ελάχιστος/μέγιστος συντελεστής).

Η επιχείρηση να ενημερωθεί σχετικά και να μην τα αφήνει όλα στο λογιστή της ή στην τύχη τους…

Έτσι, θα μπορούσαν να υπάρξουν καλύτερα αποτελέσματα όσον αφορά στην αποφυγή τιμωρητικού χαρακτήρα φορολογικών επιβαρύνσεων που απειλούν με λουκέτο την επιχείρηση που έτυχε να εμπλακεί σε φορολογικό έλεγχο. Με τον τρόπο αυτό κατανέμεται σε οριζόντια βάση ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός, θεραπεύονται εκούσιες ή και ακούσιες φορολογικές παρεκκλίσεις επιχειρήσεων και διασφαλίζεται η επιβίωση των υφιστάμενων επιχειρήσεων.

Επιμέλεια στήλης: Παναγιώτης Ξεροβάσιλας
Νομικός/ Οικονομολόγος