Είναι θωρακισμένες οι τράπεζες;

Είναι θωρακισμένες οι τράπεζες;

Με νωπές τις αναμνήσεις από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση της διετίας 2008-2009 είναι αναπόφευκτο να ανησυχήσουμε με την πτώχευση των τραπεζών Silicon Valley και First Republic των ΗΠΑ.

Η κρίση μικρών περιφερειακών τραπεζών μεταφέρεται αστραπιαία σε τραπεζικούς κολοσσούς, όπως της ελβετικής Credit Suisse, με αποτέλεσμα η καχυποψία να επιστρέψει στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Για εμάς οι αναμνήσεις δεν είναι καθόλου ευχάριστες, σηκώσαμε στις πλάτες μας το μεγαλύτερο βάρος της λιτότητας. Η πιθανότητα μιaς νέας Lehman Brothers ακούγεται ανησυχητικά. Το ερώτημα είναι: το τραπεζικό σύστημα είναι ασφαλές; Η κατάσταση είναι τέτοια που δεν μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα ότι είμαστε ασφαλείς.

Όμως, μπορούμε να βασιστούμε στις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και στη σωρευμένη εμπειρία στη διαχείριση και υπέρβαση τέτοιων προκλήσεων.

Σήμερα οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι απλώς στο καλύτερο σημείο των τελευταίων ετών, στέκονται πολύ καλύτερα από ό,τι ακόμη και πριν από 25 χρόνια.

Είναι κεφαλαιακά ισχυρές, κερδοφόρες, με στιβαρή ρευστότητα, έχουν εξυγιάνει τα χαρτοφυλάκιά τους από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Παρ’ όλα αυτά, στην παρούσα συγκυρία, με τις αγορές σε αναταραχή, δεν υπάρχει χώρος για εφησυχασμό.

Δε φτάνουν όσα συμβαίνουν στην παγκόσμια αγορά, έρχονται και από πάνω οι «Ρομπέν των δασών» με προεκλογικές ανακρίβειες να μιλούν για 700.000 σπίτια που κινδυνεύουν να βγουν στον πλειστηριασμό, τη στιγμή που τόσα ήταν όλα τα ενυπόθηκα δάνεια των funds, εκ των οποίων τα περισσότερα εξυπηρετούνται κανονικά.

Καλούσαν, μάλιστα, τις τράπεζες, πέραν της ανάληψης του ρίσκου όλων σχεδόν των παλιών δανείων, να αυξήσουν το ρίσκο και στις νέες χορηγήσεις και να επιστρέψουν στους πολίτες τα κέρδη πέραν ενός ορίου που υπολόγισαν ως εύλογο!

Είναι βέβαιον, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυβέρνηση και είχαν υλοποιήσει τα παραπάνω, σήμερα θα είχαμε μια δεύτερη λιτότητα.

Η εργαλειοθήκη που με τόσο κόπο αποκτήσαμε, βασίστηκε στις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Του Μιχάλη Βασ. Σούμπλη