Στα τέλη της δεκαετίας 1950 ο γερμανικής καταγωγής Αμερικανός οικονομολόγος Richard Musgrave (1910-2007) εισήγαγε τον όρο merit good για να περιγράψει αγαθά τα οποία τα άτομα πρέπει να είναι σε θέση να απολαύσουν, ανεξάρτητα με την ικανότητα ή ακόμα και την επιθυμία τους να πληρώνουν γι’ αυτά. Ένα αγαθό αξίας παρουσιάζει περισσότερα οφέλη για το άτομο που το απολαμβάνει και την κοινωνία εν γένει απ’ ό,τι το ίδιο το άτομο συχνά συνειδητοποιεί και υπολογίζει. Κατ’ αντιστοιχία, ο όρος demerit good περιγράφει αγαθά με αρνητική κοινωνική αξία.
Τα τελευταία έτη παρατηρούμε διεθνώς και στην Ελλάδα μια ραγδαία ανάπτυξη νέων και ανανεωμένων «παραδοσιακών» αγαθών αρνητικής αξίας που υποβαθμίζουν αισθητά την ποιότητα της πολιτισμικής σφαίρας. Τα αγαθά αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα διαδικτυακά τυχερά παίγνια, την ευρεία διάδοση της ακραίας και «ωμής» βίας σε βιντεοπαιχνίδια και στα οπτικοακουστικά έργα, την πρόχειρη διατροφή, μουσικά είδη που προωθούν την αντικειμενοποίηση και υποτίμηση της γυναίκας, τη χρήση βίας και ναρκωτικών και την πολυτελή κατανάλωση και εμπορευματοποιημένες εφαρμογές του διαδικτύου που ωθούν σε νέου είδους εθιστικές συμπεριφορές.
Συνολικά, το μίγμα των merit και demerit goods (αγαθά αξίας και αρνητικής αξίας αντίστοιχα) που επικρατεί σε κάθε κοινωνία προσδιορίζει τα επίπεδα πραγματικής ευημερίας της και τη βιωσιμότητα του αναπτυξιακού μοντέλου το οποίο επιλέγει να υιοθετήσει.
Ο Πολιτισμός παρουσιάζει στοιχεία που αναμφίβολα τον καθιστούν «γνήσιο» αγαθό αξίας. Φορείς όπως θέατρα, μουσεία, ωδεία, σχολές χορού και κινηματογράφου, φεστιβάλ και συμμετοχικές πολιτισμικές πρακτικές συντείνουν στην πνευματική ανάπτυξη, την ψυχική υγεία και προσωπική ολοκλήρωση όσων ασχολούνται με την Τέχνη, είτε παρακολουθώντας καλλιτεχνικά δρώμενα είτε ασκώντας κάποια καλλιτεχνική δραστηριότητα. Πέραν του οφέλους για το ίδιο το άτομο, οι φορείς του Πολιτισμού προωθούν την πολιτιστική, κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα των τοπικών κοινωνιών ενισχύοντας το κοινωνικό κεφάλαιο και τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Πολιτισμός: μια υποβαθμισμένη αλλά υπαρκτή πηγή καινοτομίας και αριστείας
Είναι ολοένα και πιο αποδεκτό ότι ο Πολιτισμός μπορεί να εξελιχθεί σε τομέα αιχμής της βιώσιμης ανάπτυξης:
Πρώτον, οι δραστηριότητες αυτές παρουσιάζουν ισχυρές θετικές πολιτισμικές επιδράσεις σε μια εποχή κατά την οποία η συνοχή της κοινωνίας έχει διαταραχθεί από τις εισοδηματικές ανισότητες, την ενδοοικογενειακή και νεανική βία και παραβατικότητα, την αύξηση των ψυχικών διαταραχών, νέες μορφές εθισμού, κ.λπ.
Δεύτερον, το «πολιτιστικό-αθλητικό σύμπλεγμα» μπορεί να έχει ρηξικέλευθη συνεισφορά στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής συγκροτώντας ένα πρότυπο ζωής το οποίο απομακρύνει το άτομο από τον υπερκαταναλωτισμό. Δυνητικά, ο Πολιτισμός αποτελεί δηλαδή παράγοντα μείωσης του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της οικονομίας ισάξιο άλλων προβεβλημένων τομέων όπως η πράσινη τεχνολογική καινοτομία και βιομηχανία που υποστηρίζονται γενναία από τις ασκούμενες δημόσιες πολιτικές στην Ευρώπη.
Τρίτον, οι υπηρεσίες του Πολιτισμού συντείνουν από μακροοικονομική άποψη στην ανάπτυξη δημιουργικών δεξιοτήτων -πέραν των αμιγώς καλλιτεχνικών- ιδιαίτερα χρήσιμων στη σύγχρονη οικονομία της γνώσης και στην παραγωγή καινοτομίας.
Τέταρτον, ο Πολιτισμός συμβάλλει στον επαναπροσδιορισμό της ευτυχίας και της επιτυχίας από τον υλικό πλούτο και την ιδιωτική κατανάλωση στην κοινωνική συνεισφορά, τη δημιουργικότητα, τον εθελοντισμό, την ενασχόληση με το περιβάλλον και τα Κοινά. Η προσέγγιση αυτή προσφέρεται για τη διαμόρφωση «κοινωνικού οράματος» για την ανθρωπότητα σε μια περίοδο κατά την οποία το πολιτικό σύστημα δοκιμάζεται, πασχίζοντας να παρουσιάσει ένα προγραμματικό λόγο άξιο των σύγχρονων προκλήσεων και κινδύνων.
Παρά ταύτα, ο πολιτιστικός τομέας σπάνια συγκαταλέγεται στους τομείς αιχμής, κατέχοντας υπολειμματική θέση στις κυρίαρχες θεωρήσεις και πολιτικές για την οικονομική ανάπτυξη.
Ειδικά στην Ελλάδα, τα επίπεδα δημόσιας δαπάνης για πολιτιστικές υπηρεσίες βρίσκονται διαχρονικά στην τελευταία θέση της Ε.Ε. ως ποσοστό του ΑΕΠ και με μεγάλη υστέρηση ως προς το μέσο όρο της ΕΕ-27 (2022, Ελλάδα: 0,2%, ΕΕ-27: 0,5%). Παράλληλα, η νέα πολυπαραγοντική κρισιακή συνθήκη επηρεάζει δομικά τον τομέα του Πολιτισμού. Η πανδημία προκάλεσε ένα ισχυρό σοκ στους εργαζομένους και στις επιχειρήσεις του χώρου. Οι πολιτικές δημοσιονομικής λιτότητας οδηγούν σε διαρθρωτική μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης του Πολιτισμού προς όφελος της ιδιωτικής. Ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός προκαλεί, επίσης, περικοπές δαπανών των πολιτών προς όφελος πιο «ζωτικών» τους αναγκών.
Του Γιάννη Ευσταθόπουλου,
Οικονομολόγου, συντονιστή Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης ΕΝΑ