Χρήστος Δουλκερίδης: Η πολιτική έχει νόημα μόνο όταν υπηρετεί το κοινό καλό

Χρήστος Δουλκερίδης: Η πολιτική έχει νόημα μόνο όταν υπηρετεί το κοινό καλό

Ο τέως δήμαρχος Ιξελλών και πρώην υπουργός Τουρισμού στις Βρυξέλλες μιλά για τις προκλήσεις της πολιτικής του καριέρας, το βιώσιμο τουρισμό και τις προοπτικές της Καλαμάτας

Σε μια εποχή που η εμπιστοσύνη στην πολιτική ταλαντεύεται καθημερινά, η φωνή εκείνων που δρουν με επιχειρήματα και γνώμονα το δημόσιο συμφέρον αποκτά ιδιαίτερη αξία. Μια τέτοια περίπτωση ανθρώπου είναι και ο τέως δήμαρχος Ιξελλών, ενός από τους μεγαλύτερους Δήμους των Βρυξελλών, και πρώην υπουργός Τουρισμού της βελγικής πρωτεύουσας, Χρήστος Δουλκερίδης.

Αφορμή για τη συζήτηση που ακολουθεί ήταν η προ ολίγων ημερών παρουσία του στην Καλαμάτα, καθώς συμμετείχε ως ομιλητής σε ημερίδα του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου για την Τοπική Αυτοδιοίκηση στον 21ο αιώνα.

Ο κ. Δουλκερίδης έχει καταγράψει μια σημαντική διαδρομή στην πολιτική και την αυτοδιοίκηση, έχοντας παράλληλα καταφέρει να σημειώσει ρεκόρ με την εκλογή του στο Δήμο Ιξελλών με τους «Πράσινους», αφού ανέτρεψε τα στατιστικά 150 χρόνων συνεχόμενης εκλογής δεξιών συνδυασμών.

Μιλώντας στο «Θ» αναφέρεται στις προκλήσεις με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπος στην ως σήμερα σταδιοδρομία του, τη σημασία του βιώσιμου τουρισμού, καθώς και τις προοπτικές της Καλαμάτας σε αυτή την κατεύθυνση.

Ο λόγος στον ίδιο:

-Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίσατε ως δήμαρχος Ιξελλών, αλλά και νωρίτερα ως υπουργός Τουρισμού, και ποια η ταύτιση μιας τέτοιας πληθυσμιακής περιοχής με μια αντίστοιχη στην Ελλάδα;

Για να κάνεις πολιτική σήμερα θα πρέπει πρώτα να απαντήσεις στα ερωτήματα: «Έχει έννοια η πολιτική ή όχι;», «Έχει τη δυνατότητα να αλλάξει κάτι ή όχι;». Και το τελευταίο ερώτημα είναι το πιο δύσκολο, διότι για όλα όσα βλέπει κάποιος που πολιτεύεται, μπορεί εύκολα να δώσει την απάντηση «Όχι» στις δύο αυτές ερωτήσεις. Μερικά από αυτά που σε στρέφουν προς αυτή την απάντηση είναι οι συσχετισμοί που διαμορφώνονται σχεδόν πάντοτε ανάμεσα στις διάφορες πολιτικές παρατάξεις, αφού πολλές φορές το «εγώ» υπερισχύει του «εμείς» κι αυτό είναι ένα πρώτο εμπόδιο. Έπειτα, με την εκλογή σου ως επικεφαλής μιας Δημοτικής Αρχής και την έναρξη λήψης αποφάσεων, είσαι σε θέση να αντιληφθείς ότι οι ομάδες σε όλη τη διάρθρωση του Δήμου είναι αυτές που φέρνουν τελικά τα αποτελέσματα, κάτι για το οποίο πρέπει να παλέψεις για να πετύχεις.

Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι ο συνδυασμός με τον οποίο εξελέγην δήμαρχος είχε ως στόχο να γίνει η κοινωνία πιο πράσινη και η ανάπτυξή της να έχει έναν πιο «πράσινο» χαρακτήρα, κάτι το οποίο ήταν δύσκολο να ενστερνιστεί ο κόσμος, παρότι τελικά ο συνδυασμός μας συγκέντρωσε -για πρώτη φορά έπειτα από 150 χρόνια- ποσοστό του 73%, μιας και όλα τα προηγούμενα χρόνια εκλέγονταν δεξιά κόμματα. Σε κάθε περίπτωση, αυτό δε μεταφράστηκε ως κάτι που θα μου εξασφάλιζε τη μη άσκηση κριτικής στη συνέχεια. Όταν εκλέγεσαι και αρχίζεις να παίρνεις τις πρώτες αποφάσεις, τότε είσαι σε θέση να συνειδητοποιήσεις ότι η κριτική μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε κατεύθυνση, την οποία πρέπει να διαχειριστείς γρήγορα και αποτελεσματικά.

Η αντοχή αναμεταξύ της κριτικής είναι πολύ δύσκολη, αλλά στο τέλος της ημέρας, σκεπτόμενος ότι έκανες αγώνα για να πετύχεις κάθε μικρό ή μεγαλύτερο επίτευγμα για το Δήμο, τότε συνειδητοποιείς ότι η οποιαδήποτε κριτική μπορεί να είναι πρόσκαιρη, όμως το καλό αποτύπωμα του Δήμου θα έχει πολύ περισσότερη διάρκεια.

Η προσωπική μου θέση ήταν να απαντώ πάντοτε με επιχειρήματα και να ωθώ και τους υπόλοιπους να χρησιμοποιούν επιχειρήματα. Πάντοτε, σε όλες τις υποχρεώσεις που είχα είτε ως υπουργός είτε ως δήμαρχος, είχα μια στάση: καλούσα τον κόσμο που διαφωνούσε με μια πολιτική να βρεθεί ενώπιον του Σώματος και να διαφωνήσει χρησιμοποιώντας επιχειρήματα. Αυτό ήταν που έκανα, και πάντοτε ήμουν ανοιχτός στο να ακούσω την επιχειρηματολογία, και όταν υπήρχε υγιές επιχείρημα, υπήρχαν φορές που είχε αλλάξει η αρχική μου στάση.

Μετά, μία άλλη πρόκληση είναι τα οικονομικά συμφέροντα, δηλαδή όταν πολλοί από όσους ασκούν πολιτική καθίστανται «αντίπαλοι» με την έννοια ότι προσπαθεί ο καθένας να υπερασπιστεί με οποιοδήποτε μέσο συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Προσωπικά δε με πειράζει μια εταιρεία να προσπαθεί να υπερασπιστεί το συμφέρον της, το πρόβλημα αρχίζει όταν η κοινωνία τα μπερδεύει όλα και νομίζει ότι η εταιρεία δουλεύει στο ίδιο επίπεδο από τον πολιτικό. Το πρόβλημα, βέβαια, προέρχεται από το ότι πότε πότε ο πολιτικός το μπερδεύει και υποστηρίζει συμφέροντα μιας εταιρείας και όχι το κοινό συμφέρον. Αν ο πολιτικός υποστήριζε όλα τα συμφέροντα, δηλαδή το γενικό συμφέρον και όχι μεμονωμένες περιπτώσεις, τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά.

Και τώρα επανερχόμαστε στο ίδιο ερώτημα: «Μπορεί η πολιτική να αλλάξει κάτι;». Προσωπικά θεωρώ ότι η πολιτική έχει νόημα μόνο όταν υπηρετεί το κοινό καλό. Επίσης, θεώρησα ότι αυτό μπορούσε να γίνει, αλλιώς δε θα έμπαινα στη διαδικασία να ασχοληθώ. Και έκανα πράγματα. Ακόμα και σήμερα με ευχαριστεί να βλέπω απλά ανθρώπους να μου λένε «ευχαριστώ» για μικρά ή μεγαλύτερα καθημερινά πράγματα. Το 2018, όταν εκλέχτηκα στο Δήμο, η Οικολογία ήταν το πρώτο θέμα, και ο κόσμος έπρεπε να το καταλάβει, γιατί σήμερα δεν είναι η Τουρκία, το Ισραήλ ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Το κλίμα είναι που μας φέρνει σε ολοένα και πιο δύσκολη θέση. Πόσες πυρκαγιές ξεσπούν κάθε χρόνο στην Ελλάδα; Πόσες πλημμύρες παρατηρούμε αντίστοιχα; Πόσες αντιδράσεις της φύσης ολοένα και παίρνουν μεγαλύτερες διαστάσεις; Αυτός είναι ο διαχρονικός κίνδυνος της χώρας.

-Η βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη έχει γίνει φράση-κλειδί τα τελευταία χρόνια. Ποια είναι για εσάς τα βασικά κριτήρια για να είναι ένας τουριστικός προορισμός πραγματικά «βιώσιμος»;

Πάρα πολλές περιοχές της Ελλάδας, ακόμα και πολλοί Δήμοι της Πελοποννήσου, μπορούν να αναπτύξουν τον αειφόρο τουρισμό. Κάθε περιοχή έχει τις δυνάμεις και τις αδυναμίες της. Εδώ υπάρχει αεροδρόμιο, υπάρχει λιμάνι και καλός δρόμος από και προς την Αθήνα. Αν γίνει η ερώτηση από τους αρμοδίους «Τι μπορούμε να κερδίσουμε και τι να χάσουμε από τον τουρισμό;», τότε οι ίδιοι θα διαπιστώσουν ότι το χάσιμο θα είναι το να μην μπορούν οι κάτοικοι να βρουν σπίτια για να ζήσουν από την ανεξέλεγκτη αύξηση του τουρισμού.

Σε μερικά μέρη το Airbnb μπορεί να είναι κάτι το πολύ ωραίο. Εάν το συγκρίνω με τη Ρόδο, από όπου κατάγομαι, νομίζω ότι εκεί το Airbnb, αν είναι οργανωμένο και με όρια ανάπτυξης, είναι η καλύτερη λύση έναντι του all-inclusive ξενοδοχείο. Όταν συγκρίνεις τα δύο, προκύπτει ότι στο ένα έχεις το σπίτι, αλλά θα βγεις έξω να κάνεις ψώνια και να φας, έχοντας την επαφή με την πόλη ή το νησί που βρίσκεσαι, ενώ στο all-inclusive μπορείς να μείνεις σε όλο το ταξίδι σου μέσα στο ξενοδοχείο και να μη βγεις καθόλου, με αποτέλεσμα να μην αφήσεις τίποτα στον τόπο τελικά. Ταυτόχρονα, έχεις αυξημένη κατανάλωση ενέργειας, νερού και προϊόντων, τα οποία ενδέχεται αργότερα να μην μπορούν να παραχθούν από την περιοχή.

Το άλλο ερώτημα που τίθεται είναι: «Με τι κρίνεις την επιτυχία του τουρισμού;». Τις περισσότερες φορές κρίνουμε από τις κρίσεις που κάνουν τα μεγάλα ξενοδοχεία. Δεν αρκεί αυτό, γιατί μπορεί να έχεις πολλές κρίσεις και να είναι άχρηστες.

Ο τουρισμός της Καλαμάτας θα μπορούσε να περιοριστεί ακόμα και μόνο σε ανθρώπους της Αθήνας, για παράδειγμα, μιας και είναι ένα κοινό περίπου τριών εκατομμυρίων, και να έρχονται περισσότερο προς την Καλαμάτα ή τη Μεσσηνία βρίσκοντας κάτι που δε βρίσκουν κάπου αλλού. Η δημιουργία θεματικών διαδρομών σε όλο το νομό, όπως η δημιουργία ενός δρόμου του λαδιού που ο επισκέπτης θα πηγαίνει από τη μια ελαιοπαραγωγό περιοχή στην άλλη, όπως γίνεται στο Μπορντό της Γαλλίας, θα μπορούσε να είναι μια πολλά υποσχόμενη προοπτική για τον τόπο. Είναι κάτι εύκολο, που μπορεί να γίνει και να έχει αποτέλεσμα, αφού ιδίως το λάδι έχει ταυτιστεί με κάτι το πολύ ποιοτικό.

Όπως και να έχει, όμως, η μεγαλύτερη δύναμη της Ελλάδας για τον τουρισμό θεωρώ ότι είναι ο άνθρωπος. Αυτό που ακούω από τους τουρίστες στο Βέλγιο, τη Γαλλία και αλλού δεν είναι ότι θέλουν να πάνε στην Ελλάδα, αλλά θέλουν να πάνε στον Παναγιώτη, στη Δέσποινα, επειδή είχαν μια πολύ καλή επαφή με αυτούς τους ανθρώπους. Αυτό είναι δύναμη για έναν τόπο, δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Κι αυτό, δεν έχει να κάνει ούτε με την τεχνολογία ούτε με την τεχνητή νοημοσύνη.

-Μιας και αναφέρεστε σε αυτό το κομμάτι, πόσο σημαντική είναι η χρήση έξυπνης τεχνολογίας για τη βιώσιμη ανάπτυξη των πόλεων;

Η χρήση της τεχνολογίας προς αυτή την κατεύθυνση έχει μια πολύ θετική ανάγνωση. Βέβαια, φέρνει αρκετή πίεση σε όλους το φαινόμενο της διάχυσης της τεχνολογίας ολοένα και περισσότερο. Ωστόσο, μιας και γνωρίζουμε ότι η τεχνολογία έχει έρθει για να μείνει στις ζωές μας, πρέπει να δούμε πώς θα τη χειριστούμε για να έχει θετικό αντίκτυπο.

Μπορεί να βοηθήσει, ας πούμε, στο θέμα της μεταφοράς. Θεωρώ ότι θα ήταν εύκολο να μπορούν οι κάτοικοι και οι επισκέπτες της πόλης να μετακινούνται στο κέντρο της πιο άνετα, έχοντας μειωθεί η κίνηση των οχημάτων. Ένα τέτοιο σύστημα ελέγχου που θα επιτρέπει στους κάτοικους να κινούνται στο κέντρο ή να κινούνται όλοι με συγκεκριμένα ωράρια, επειδή πρέπει κάποια στιγμή να μειωθεί η κινητικότητα οχημάτων. Όλα αυτά δίνουν τη δυνατότητα να είσαι πιο ακριβής σε αυτό που θέλεις να κάνεις, αλλά και στο στόχο σου.

-Υπάρχει κάποια πολιτική που εφαρμόσατε για την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας (π.χ. τουρισμός, αγροδιατροφή κ.λπ.). η οποία θα είχε προοπτική εφαρμογής σε μια μεσαίου μεγέθους ελληνική πόλη;

Όταν ήμουν υπουργός Τουρισμού των Βρυξελλών δεν υπήρχε τουρισμός αναψυχής. Οι Βρυξέλλες ήταν αναγνωρισμένες στον κόσμο ως όνομα, περισσότερο και από το Βέλγιο, αλλά όχι για καλό λόγο, αφού είχε καθιερωθεί με τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες, το ΝΑΤΟ και τα υπόλοιπα διεθνή όργανα που φιλοξενούνται στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι, έπρεπε εμείς να διορθώσουμε αυτή την εικόνα. Αυτό που έκανα τότε ήταν να προσπαθήσω να ταυτίσω τις Βρυξέλλες με μια θετική εικόνα: διάλεξα, λοιπόν, το θέμα της γαστρονομίας, δημιουργήσαμε το “Brusselicious” από το “delicious” και προσπαθήσαμε να συνδέσουμε τις Βρυξέλλες με κάτι πολύ πιο θετικό. Σαν πόλη, σαν κάτι το ανθρώπινο που θα άξιζε να επισκεφθεί κάποιος από άλλα μέρη της γης. Αυτό ήταν κάτι που πετύχαμε, μιας και σήμερα έχει γίνει μια πόλη που πολλοί επιλέγουν για τουρισμό, και όχι με αφορμή την αναγκαστική παρουσία τους για λόγους εργασίας, επειδή είναι ένα διεθνές σταυροδρόμι.

Στην περίπτωση της Καλαμάτας, αυτό που θα μπορούσε να εφαρμοστεί είναι η περαιτέρω αξιοποίηση της ελιάς. Είναι θαύμα να έχει μια περιοχή έναν τύπο ελιάς που είναι αναγνωρισμένος σχεδόν παντού στον κόσμο. Δε γνωρίζω να μην αναφέρεται στις περισσότερες περιπτώσεις ο όρος «Καλαμάτα» όταν γίνεται λόγος για την καλαματιανή ελιά.

Η πόλη πρέπει να αποφασίσει ποιους τουρίστες θέλει, καθώς και τι θέλει από τους τουρίστες. Θέλει αειφόρο τουρισμό; Θέλει να υπάρχουν μεγάλες μονάδες όπως συμβαίνει σε μερικά σημεία της Κρήτης, της Ρόδου και της Κέρκυρας; Σε οποιαδήποτε περιοχή υπάρχει διάθεση ανάπτυξης του τουρισμού πρέπει να σκεπτόμαστε τις δυνατότητες του αειφόρου τουρισμού.

Το πρόβλημα είναι το ποιος αποφασίζει για το τι τουρισμό θέλουμε. Θα είναι οι μεγάλες εταιρείες ξενοδοχείων; Αν είναι αυτό, εντάξει. Γνωρίζουμε τι εξέλιξη μπορεί να έχει αυτό. Μπορούμε να αναπτύξουμε μεγάλα ξενοδοχεία all-inclusive, όπως υπάρχουν ήδη, τα οποία είναι καταστροφικά για τους ντόπιους, και θα έρθουν οι τουρίστες εδώ και θα τρώνε ελιές, για παράδειγμα, που έρχονται από την Ισπανία, με αποτέλεσμα να πουλάς τελικά μόνο τον ήλιο και τη θάλασσα ως το τελευταίο ελληνικό πράγμα που έχεις να «δώσεις».

-Υπάρχει κάποια καινοτόμα πρακτική που θα προτείνατε σε κάποια μικρή ή μεσαία ελληνική πόλη όπως είναι η Καλαμάτα;

Αυτό που θα έλεγα δεν είναι σχέδιο, είναι συμπεριφορά. Άνοιγε τα μάτια, άκουγε τα επιχειρήματα από όπου και αν προέρχονται, έχε αυθεντικότητα και κουράγιο! Τελικά δεν είναι ένα συγκεκριμένο σχέδιο που θα σε οδηγήσει στην επιτυχία. Δεν πρέπει να είμαστε κλειστοί σε λύσεις: το πρόβλημα της πολιτικής είναι ότι κλεινόμαστε σε λύσεις. Ο κόσμος αλλάζει τόσο γρήγορα.

Της Χριστίνας Μανδρώνη