«ΘΑΡΡΟΣ» 2 Σεπτεμβρίου 1939: Στ’ ατελιέ της πόλεως μας

«ΘΑΡΡΟΣ» 2 Σεπτεμβρίου 1939: Στ’ ατελιέ της πόλεως μας

Υπάρχει κάποιο ανεπίσημο αξίωμα. Ότι κάθε ζωντανό στοιχείο που προέρχεται απ’ τα λαϊκά στρώματα της κοινωνικής σύνθεσης και διαβάθμισης, είναι αναγκασμένο, όταν περικλείει μέσα του τ’ ατίθασο σπέρμα της εξέλιξης και της αυτοανάδειξης, ν’ αποδυθή σ’ έναν τραχύ ατέλειωτο αγώνα. Σε τέτοιας μορφής αγώνα, τις πιότερες φορές η αδιάκοπη σκληρή και άνιση αυτή πάλη αποτελεί μια τραγική εικόνα. Προσπάθεια, που έξω απ’ την υπομονή, επιμονή και την σωτήριο αισιοδοξία του, δεν διαθέτει κανένα άλλο εφόδιο για την κατάχτηση μιας αρμόζουσας σ’ αυτό θέσης, μέσα στον κρατούντα κοινωνικό λαβύρινθο.

Δύο είναι οι χαρακτηριστικές φάσεις όλης αυτή της αναπάντεχης πάλης. Απ’ το ένα μέρος η άθελη συντροφιά της πείνας, της στέρησης και της γύμνιας. Από το άλλο δε, τ’ ασυνείδητα εμπόδια που βάζουν από κακία οι γύρω άνθρωποι. Εμπόδια, που η καταστροφική ειρωνεία, η συκοφαντία, η διαβολή κι η σκευωρία, παίρνουν την πιο ζωντανή υπόστασή τους. Όλ’ αυτά από στιγμή σε στιγμή, αναγκάζουν να περιχαρακώνεται πίσω απ’ την έμφυτη άμυνά του, για να μη παρασυρθή στον ολισθερό κατήφορο. Στον κατήφορο της παντοτινής δυστυχίας και του εξαφανισμού.

Όταν ο αγώνας αυτός στεφθή με τη δάφνη της επιτυχίας, τότε πανηγυρικά σχίζεται το σκοταδιάρικο πέπλο, που ζηλότυπα έκρυβε πίσω του τη δύναμη και τις διάφορες ρεαλιστικές εικόνες της προσπάθειας.

Τότε όλοι επαινούν και χειροκροτούν. Γράφοντας ολ’ αυτά, έχω υπόψη μου μερικά τέτοια πορτραίτα, που τον τελευταίο καιρό απασχόλησαν τις στήλες των αθηναϊκών εφημερίδων. Αναφέρουμε δύο απ’ αυτά. Είναι το πορτραίτο του φοιτητή – λούστρου, που αντιμετωπίζοντας το φάσμα της διακοπής των σπουδών του, άρπαξε τις ώρες της σχόλης του το κασελάκι της συμπαθητικής τάξης των λούστρων. Επίσης, έχω μπροστά μου την εικόνα του εισπράχτορα- φοιτητή. Η ίδια αιτία.

Ο ΑΒΟΛ
Αφορμή παίρνοντας απ’ τις δύο προσπάθειες αυτές, θυμήθηκα κάποια άλλη που χρόνια τώρα κρατά. Είναι άξια να συγκριθή και να αναφερθή. Είναι το άτομο κείνο, που η κοινωνία περιβάλλει σήμερα με τη θαλπωρή της αγάπης της.

Είναι η τιτάνια πάλη – μη εκπλήττεσθε – που ακούραστα διεξάγει ο νεαρός της πόλης μας ζωγράφος, ο ΑΒΟΛ. Όλοι σας τον γνωρίζετε. Το καλλιτεχνικό αυτό ψευδώνυμο ανήκει στον εικοσαετή μποέμικο τύπο, στον Ανδρέα Βολιανίτη.

Ζητώ να μ’ ακούσετε πρώτα κι ύστερα να κρίνετε κατά πόσον έχω δίκηο. Αυτό, νομίζω, έχω το δικαίωμα να σας τ’ απαιτήσω.

Τον βρήκα στο εργαστήρι του επί της οδού Φαρρών. Στ’ ατελιέ ΑΒΟΛ όπως έχει φίρμα απ’ έξω. Με το χρωστήρα στο χέρι δούλευε ακούραστα, κεφάτος και σφυρίζοντας κάποιον εύθυμο σκοπό. Με υποδέχθηκε, ξένοιαστος, με αυθόρμητες ευγενικές κινήσεις, που τις συνόδευε το πλατύ σκλαβωτικό χαμόγελό του. Σωστός τύπος σύγχρονου Μποέμ. Αποτελεί ένα πολυσύνθετο ταλέντο. Του ζωγράφου ρεκλαμαδόρου, του σκιτσογράφου.

Του γνωστοποίησα το σκοπό της επισκέψεώς μου. Χωρίς καμία σκέψη, μου αφηγήθηκε μ’ όλες τις λεπτομέρειες της ζωής του, ακόμα και τις πιο μυστικές πτυχές της, σε ζωντανό ρεαλιστικό φόντο. Με την ευκαιρία αυτή, πρέπει να δηλώσουμε ότι δεν ενδιαφερθήκαμε τόσο για τ’ αναγνωρισμένο δυνατό ταλέντο του όσο ν’ αποδώσουμε με την πιο επιτυχημένη αντικειμενικότητα τη ψυχική αντοχή του, που μ’ αυτή παίρνει μια ιδιαίτερη θέση στα δύο παραπάνω παραδείγματα που φέραμε. Απ’ αυτή τη μεριά άλλωστε θελήσαμε ευθύς εξ αρχής να τον σκιαγραφήσουμε και του αξίζει.

Ο ΑΒΟΛ αγωνίστηκε όχι μόνο για τον εαυτόν του – όπως οι παραπάνω – αλλά και για την οικογένειά του. Νομίζω, γίνομαι αντιληπτός μ’ αυτά τα δύο μου λόγια, που λένε πολλά σ’ έναν βαθύ προσεχτικό παρατηρητή. Είναι καιρός να παραθέσουμε μερικά κομμάτια της ζωής του, που επιτρέπεται να δούνε το φως της δημοσιότητας.

Ας δώσουμε το λόγο:
«Βρισκόμουνα – σ’ ένα σημείο μας λέγει – σχεδόν στα μέσα του χρόνου της Ε΄ τάξης του Γυμνασίου των Καλαμών. Αναγκάστηκα, σταμάτησα τη φοίτησή μου, που τόσο ζήλο έδειχνα, για να αναζητήσω μια δουλειά που θα μου εξασφάλιζε λίγα χρήματα. Μ’ αυτό το κίνημά μου, θα βοηθούσα τόσο τον εαυτόν μου όσο και την οικογένειά μου πούχε ανάγκη. Η αναπάντεχη οικονομική ανέχεια, που τόσο καιρό μας κτυπούσε αλύπητα μετά το θάνατο του πατέρα μου, έφτασε σ’ ένα ανήμπορο σημείο. Σε μανιασμένα κύματα, που θέλουν να καταποντήσουν ένα αδύνατο καραβάκι, στ’ αχόρταγο βυθό της θάλασσας, προσέκρουα τα νεανικά μου όνειρα».

Σωπαίνει για λίγο. Το βλέμμα παίρνει μια έκφραση να ονειροπωλεί στα περασμένα που τόσο τον πίκραναν. «Εκδηλώθηκε, όπως βλέπεις, με δύο από τις βασικές μορφές της», μου λέει. «Άλλωστε τι μπορούσε να γίνη».

Σε κάποιο άλλο σημείο μού αφηγήθηκε την πιο κρίσιμη καμπή της ζωής του. Όσοι από τους αναγνώστες μου που θα διαβάσουν τα παρακάτω, που δεν βρήκαν αυτά πώχουν έτοιμα, πιστεύω να τους συγκινήσουν, γιατί θάχουν κάτι κοινό γι’ αυτούς. Αυτοί θα νοιώσουν σ’ όλη τους την έκταση και το βάθος τη σημασία τους, τη μορφή τους.

«Έπειτα από λίγο», συνεχίζει, «βρήκα μια θέση ταξιθέτη στον Κινηματογράφο “Τριανόν”. Τα γράμματα που έμαθα δεν στάθηκαν ικανά να μου αποδώσουν. Ας είναι, είχα υπ’ όψιν μου σαν έμβλημα το “άρπαξες την πρώτη ευκαιρία για να κατορθώσης κάτι”. Πρέπει να ομολογήσω, προς στιγμήν δίσταζα. Αναλογιζόμουνα τις ειρωνείες των χτεσινών συμμαθητών μου, τα ύποπτα βλέμματα των γνωστών μου. Μήπως αυτά κατόπιν δεν αλήθευσαν; Πιο λογικά σκεπτόμενος πήρα την απόφαση. Ξέχασα να σου πω, ότι διέθετα κάποια έμφυτη κλίση στη ζωγραφική. Για λίγο καιρό μαθήτευσα σε κάποιον ζωγράφο. Θέλησε αντί για τέχνη να με εκμεταλλευθή. Μ’ έβανε να πλένω διαρκώς τα πινέλα και να κουβαλώ τα ψώνια στο σπίτι του. Απεφάσισα αμέσως να εμπιστευθώ τον εαυτόν μου στον… εαυτόν μου! Συντόνισα τις δυνάμεις μου. Την ημέρα έφτιαχνα χωρίς αμοιβή τις αφίσες του έργου και κατόπιν για εξάσκηση πιο καλή, ζωγράφιζα πίσω από τις άχρηστες υποθέσεις των έργων. Το βράδυ δε προτού αρχίσει και τελειώσει το έργο μαζί με μερικούς ακουσίους συναδέλφους μου – αλήτες, κουβαλούσαμε και φτιάχναμε τις καρέκλες. Έπειτα μοίραζα τις υποθέσεις».

Η συνέντευξή μας κράτησε περί δύο ώρες. Ήταν γεμάτη εικόνες που μου κίνησαν ευθύς εξ αρχής το ενδιαφέρον.

Τελειώνοντας κλείνω τη συνέντευξή με δύο λέξεις που δείχνουν και λένε πολλά. Μ’ αυτές που τελείωσε ο «ΑΒΟΛ» τη μέχρι τώρα σταδιοδρομία του: «Περίμενα να ζήσω απ’ τη δεκάρα του φτωχού κι απ’ τη δραχμή του πλούσιου αν μούδιναν!…».

Άξια προσοχής είναι ότι ενώ τα εργατόπαιδα που εργάζονται στους κινηματογράφους, παρασύρονται απ’ το περιβάλλον και καταντούν αλήτες, αυτός όχι μόνον ξέφυγε απ’ αυτό, αλλά εκμεταλλεύτηκε την πείρα πούχαν για τη ζωή και την κοινωνία. Τους διακρίνει κάποτε ένα τέτοιο πράγμα. Στο στάδιο αυτό, απ’ αυτούς ωφελήθηκε για το πλούτισμα της γνώσης και μορφώσεώς του. Σαν τέτοιος ο ΑΒΟΛ έζησε κι αισθάνθηκε έντονα τη ζωή μ’ όλες τις χαρές και λύπες. Ανήκει στην τάξη των λίγων ανθρώπων που μπορούν και έχουν το δικαίωμα να εκφέρουν κρίση.

Ένα άλλο έχω να συστήσω. Όπως στην αρχή ανέφερα, η καλαματιανή κοινωνία τον περιβάλλει με κάποια αγάπη. Αυτή όμως θάταν καλό να πεταχθή στην πιο ζωηρή ενίσχυση του ταλέντου του για να μπορέση μια μέρα να μας αποδώση κάτι που θα βγη έξω από τα στενά όρια της πατρίδας μας.

***

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΝΩΛΑΚΑΚΗΣ
«ΘΑΡΡΟΣ» 8 Σεπτεμβρίου 1939
Είμαι αναγκασμένος προτού αρχίσω τη σκιαγράφηση του δεύτερου πορτραίτου, που ανήκει στο συμπαθή καλλιτέχνη κι αγαπητό μου φίλο Γιάννη Μανωλακάκη, ν’ ανοίξω με μεγάλη μου λύπη, αλλά και ταυτόχρονα μ’ ευχαρίστηση, μια παρένθεση στην καμπάνια μου. Πιστεύω να μου το επιτρέψετε. Και λέγω λύπη μου, γιατί σαν άνθρωπος και εγώ που πονεί για τον τόπο του, βλέπω με κρυφό καϋμό και παράπονο, ότι δεν έχωμε σχεδόν μερικοί μας – για να μη πω η ολότητα – τη διάθεση να σωφρονιστούμε – αν μπορεί κανείς επιτυχημένα να κυριολεχτήσει μ’ αυτή τη λέξη – και να παραδειγματιστούμε για μερικά ελαττώματα σαν Ρωμιοί πώχουμε, που τόσα ολέθρια αποτελέσματα φέρνουν. Ελαττώματα που δεν παρατηρούνται μήτε και σ’ αυτούς τους ονομαζομένους άγριους και απολίτιστους λαούς κ.τ.λ.

Επίσης λέγω και μ’ ευχαρίστηση, γιατί μου δίνεται και δημόσια η ευκαιρία, να δώσω ένα μάθημα για τις ασυνείδητες μικρότητες κατά δύο ατόμων. Διαβάζοντας το πρώτο μέρος της καμπάνιας για τον Ανδρέα Βολιανίτη, αυτοί οι κύριοι μη έχοντας καθόλου υπ’ όψη τους, τι πρόκειται να επακολουθήση, βιάστηκαν σαν καλοθελητές πούναι να κριτικάρουν. Να αποδείξουν με σαθρά και γελοία επιχειρήματα τ’ αντίθετο. Και να σκεφθή κανείς ότι τα όντα αυτά, δεν τόλμησαν να βγούνε έξω από το καβούκι τους. Αρκέστησαν μόνον αναμεταξύ τους να βγάλουν διαφωτιστικούς Φιλιππικούς. Αλήθεια, τι τραγική ειρωνεία! Δεν πρόκειται ν’ ασχοληθώ, βγάζοντας τις λεπτομέρειες αυτές δημόσια, γιατί για μένα, η συνείδησή μου δεν θα επέτρεπε τέτοιο πράγμα.

Τέτοιο πράγμα, πούναι ανούσιο ν’ ασχοληθή κανείς με τέτοιους τύπους. Αυτοί χαίρονται για τη δυστυχία σου και λυπούνται για τη χαρά σου. Άλλως τε όπως και αυτοί θα είδαν και κατάλαβαν, όλ’ αυτά που είπανε, σαν χάρτινοι πύργοι καταρρίφθησαν από τα γραφόμενα του δεύτερου μέρους της καμπάνιας.

Για να τελειώνουμε, τους λέγω. Εάν έχουν ακόμα αντίθετη γνώμη, τους παρακαλώ και δημόσια.

Επίσης τους κάνω μια σύσταση: Καλό θάταν διαβάζοντας κάτι, αν δεν το χωνέψουν καλά, να μη κάνουνε καμμιά κίνηση που θάχει αντικειμενικό σκοπό: την κριτική. Θα μπορούσα να μιλήσω σε γλώσσα πιο ωμή, αλλά δεν αξίζει τον κόπο να κάνης γι’ αυτούς κατάχρηση του πολύτιμου χώρου σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές που διέρχεται η ανθρωπότητα. Ομολογώ ότι όλ’ αυτά είναι λίγο αόριστα λόγια.

Γι’ αυτούς έχω την ακράδαντη πεποίθηση, πως καταλαβαίνουνε πολύ καλά τι θέλω να πω. Η ανωτερότητα του Ανδρέα Βολιανίτη τόσο σαν ανθρώπου όσο και καλλιτέχνη είχε σαν άμεσα αποτελέσματα μερικών ποταπά αισθήματα, ξεκινώντας να κινήσουν κάθε πέτρα εναντίον του. Νομίζω αρκετά ασχολήθηκα με το πρόσωπό τους και είναι καιρός να τελειώνουμε.

Υποσχέθηκα σήμερα να σας παρουσιάσω άλλη μια νέα προσπάθεια ενός ταλέντου. Του Γιάννη Μανωλακάκη ή Γιαν. Μαν. Παρατήρησα ένα γεγονός, που μου ‘κανε εντύπωση. Ο Γιαν. Μαν. καθώς κι όλοι τους μου το τόνισαν ιδιαίτερα.

Οι φιλότιμοι νέοι μας, λυπούνται κατάκαρδα για ένα ζήτημα. Θέλησαν και θέλουν να μείνουν ερασιτέχνες, να μην επηρεάζονται από κανέναν απάνω στην τέχνη της. Είναι αναγκασμένοι εξ αιτίας της οικονομικής τους ανέχειας – παρ’ όλα που δε θεοποιούνε το χρήμα – να γίνονται επαγγελματίες. Ικανοποιούν τα γούστα της πελατείας τους. Φυσικά αυτό βλάπτει τρομερά. Μήπως όμως μπορούνε μόνοι τους ν’ αντιδράσουν; Αυτό είναι άλλο ζήτημα που στο τέλος της καμπάνιας θα εξεταστεί. Είναι αναγκασμένοι να μην μπορούν ν’ αποδώσουν κάτι το κλασσικό και αισθητικό. Και συμβαίνει πολλές φορές άθελά τους να ξεφεύγουν από το μεγάλο αντικειμενικό σκοπό της ζωγραφικής τέχνης.

Ο καλός μου φίλος ο Γιάννης Μανωλακάκης είχε την ευχαρίστηση να μου δώση την παρακάτω σύντομη περιγραφή της μέχρι τώρα καριέρας του, απαντώντας στα διάφορα ερωτήματά μου, προσθέτοντας τ’ απαιτούμενο διόρθωμα από την άποψη του κατάλληλου χρωματισμού σε λέξεις:

-«Τις βαρυφορτωμένες από γκαζόμαυρα σύννεφα χειμωνιάτικες μέρες, έξω από τις βροχές και τα κρύα, προφυλαγμένο κάτω από την πατρική και μητρική στοργική φωλιά, ένα αγόρι σκυμμένο πάνω σ’ ένα τραπέζι φορτωμένο από σχολικά βιβλία, μ’ ένα μολύβι στο χέρι έπαιζε σκιτσάροντας, επιτυχημένα ανάλογα με την ηλικία του, διάφορα αντικείμενα. Η μάνα φύση το είχε προικίση όπως τόσα άλλα, με μια έμφυτη κλίση στη ζωγραφική. Κανείς δεν φανταζόταν πως το παίξιμο αυτό για το σκότωμα της ώρας, θα γινόταν μια μέρα ο καλύτερος ενισχυτής του. Το βιοποριστικό ευγενικό επάγγελμά του. Κι όλα αυτά να ωφείλονται στους γονείς, που δεν τάφηναν να γυρίζη στους δρόμους και στα νερά! Άλλως γιατί να μην το ομολογήσουμε;».

«Όπως καταλαβαίνης, φίλε μου», εξήγησε ο Γιάννης Μανωλακάκης, «το αγόρι αυτό είμαι εγώ. Από μικρός φιλοδοξούσα να μπω στο Πολυτεχνείο. Στο σχολείο ακόμα, στις ώρες του μαθήματος σκιτσάριζα τους καθηγητές μου.

Η πρώτη μου εμφάνιση έγινε στη Λαϊκή Σχολή το 1931 στη Λαϊκή Αγορά του Φ.Σ.Κ.

Τον επόμενο χρόνο, έπειτα από συνεχή σκληρή πάλη κι αδιάκοπη εντατική προσπάθεια, εξέθεσα τον πίνακα με τη λεζάντα “Ο κατάδικος”, πούναι πιστή αντιγραφή από τον περίφημο πίνακα του διάσημου Έλληνα Ράλλη. Δούλεψα ακόμη και μερικά άλλα έργα, που το καλλίτερο και άξιο να αναφερθή είναι το έργο “Στα χαρακώματα”, δικιάς μου έμπνευσης κι εκτέλεσης.

Πρέπει να σημειώσεις ότι μέσα σ’ αυτό μίλησε η ψυχή μου παρά η τέχνη. Αγοράστηκε το 1937 από τον τότε διοικητή του 9ου Συντάγματος Δ. Φράγκο και τοποθετήθηκε στα γραφεία. Όπως τώρα τελευταία πληροφορήθηκα – πιστεύω ν’ αληθεύει αυτό -βρίσκεται στα γραφεία της Μεραρχίας του Ναυπλίου».

Ο Γιάννης Μανωλακάκης μου εξήγησε λεπτομερειακά πως αφού πήρε μερικούς άνδρες συναδέλφους – υπηρετούσε τότε τη θητεία του σαν στρατιώτης – τους τοποθέτησε σε κατάλληλη ζωντανή χαρακτηριστική και παραστατική στάση.