Η Μαρίζα Κωχ από την Καρδαμύλη μιλά για τη συμμετοχή στη Eurovision με το μοιρολόι για την Κύπρο

Η Μαρίζα Κωχ από την Καρδαμύλη μιλά για τη συμμετοχή στη Eurovision με το μοιρολόι για την Κύπρο

Τον Ιούλιο, ο πρόεδρος της Κύπρου, Νίκος Χριστοδουλίδης, απέδωσε στη Μαρίζα Κωχ το Μετάλλιο Εξαίρετης Προσφοράς, αναγνωρίζοντας πως υπήρξε πρωτοστάτης στην προσπάθεια για διεθνοποίηση του Κυπριακού. Η Μαρίζα Κωχ, δύο χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Eurovision, με ένα μοιρολόι για την Κύπρο, το «Παναγιά Μου, Παναγιά Μου», μια ιδέα του Μάνου Χατζηδάκη. Η ίδια, εκφράζοντας τη συγκίνησή της, είχε μιλήσει για σταθερό δεσμό της ζωής της με την Κύπρο, «κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει ούτε με τα χρόνια ούτε με το μεγάλωμα το δικό μου».

Η Μαρίζα Κωχ είναι μια από τις εμβληματικές φωνές που μετουσίωσαν την ελληνική παράδοση σε σύγχρονη τέχνη, κρατώντας ζωντανό τον πολιτισμό και τη μνήμη σε εποχές πολιτικής έντασης και κοινωνικών αλλαγών. Μέσα από έργα όπως «Η Γοργόνα ταξιδεύει τον μικρό Αλέξανδρο», προώθησε κυρίως στα παιδιά, την ιδέα της Ελλάδας ως ενιαίου πολιτισμικού χώρου.

Την συναντήσαμε στην Καρδαμύλη της Μάνης όπου περνά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της, λίγες μέρες μετά την παράσταση για παιδιά, που είχε ανεβάσει στην «Ελιά της Μαρίζας». Και μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, προαναγγέλλει τη νέα της δουλειά στην «Ελένη» του Σεφέρη, που ολοκλήρωσε τον προηγούμενο μήνα, και χάρισε, κατά τη βράβευσή της, την πρώτη ηχογράφηση, στον κ. Χριστοδουλίδη και μας περιγράφει τους σταθμούς του δεσμού της με την Κύπρο, μνήμες που δεν ξεθωριάζουν και αφήνουν βαθύ αποτύπωμα στο χρόνο, όπως λέει.

Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης της Μαρίζας Κωχ στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και στον δημοσιογράφο Κυριάκο Θεοδωρακάκο:

Ερ.: Τι ήταν για σας αυτή η βράβευση;
Απ.: Ήταν ένα ξάφνιασμα. Δεν το περίμενα. Εκείνο που με συγκίνησε, ήταν μια σύμπτωση. Μέσα στον ίδιο μήνα, ηχογράφησα την καινούργια μου δουλειά τη μελοποίηση της «Ελένης» του Σεφέρη. Ο δεσμός μου με την Κύπρο έχει ξεκινήσει από το 1964, που ήμουν σε πολύ νεαρή ηλικία. Θυμάμαι μια πολύ όμορφη εκδρομή στην Κύπρο με φίλους που ανάμεσά τους ήταν και Κυπριοτόπουλα. Το πρώτο που είδα ήταν το λιμάνι της Κυρήνειας, έπειτα γυρίσαμε πολλά μέρη του νησιού. Είχα πάει στις Πλάτρες, που ήταν παραθεριστικό κέντρο των Βρετανών. Επειδή ήμουν εγγονή ιερέα πήγα και σε κάποια μοναστήρια, όπως ο Άγιος Κυπριανός… Φαίνεται ασυνήθιστο για νέα παιδιά, όμως, τότε έτσι ήμασταν. Τότε πήγα για πρώτη φορά και στο Μοναστήρι των γάτων. Αργότερα βέβαια ξαναπήγα, όχι μόνο μια φορά.

Ερ.: Τι σας εντυπωσίασε τόσο;
Απ.: Η ιστορία που το συνοδεύει. Λέγεται πως όταν πέρασε από το νησί η Αγία Ελένη, πηγαίνοντας προς τους Αγίους Τόπους, το βρήκε ρημαγμένο από τα φίδια. Ήταν γεμάτο φίδια και επιστρέφοντας, πήγε ένα καράβι γάτες. Εκεί που τις άφησε, χτίστηκε μετά Μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, που ονομάστηκε μοναστήρι των γάτων. Και είναι εντυπωσιακό. Γύρω από τη Μονή υπάρχουν μεγάλα Κυπαρίσσια, και σε κάθε ένα βλέπεις και από μια γάτα.

Ερ.: Ποιός ήταν ο επόμενος σταθμός της σχέσης σας με την Κύπρο;
Απ.: Η δικτατορία με βρήκε να τραγουδάω στη μπουάτ «Τζάκι». Ήμουν εκεί από τον Σεπτέμβριο του 1966, με είχε ανακαλύψει, τότε, ο Μίκης Θεοδωράκης που εμφανίζονταν εκεί με την Μαρία Φαραντούρη. Εκείνη την περίοδο, ηχογραφούσαν το «Άσμα Ασμάτων» του Καμπανέλλη. Πριν από μας εμφανίζονταν εκεί ο Χατζιδάκις με τη Μούσχουρη.

Ερ.: Που ήταν εκείνη η μπουάτ;
Απ.: Στην οδό Μουρούζη. Εκεί ήταν η Σοβιετική πρεσβεία και η Πυροσβεστική. Αυτό μας έδινε κάποια ασφάλεια γιατί ήταν η εποχή του 114, η συγκεκριμένη μπουάτ προσέλκυε κόσμο από τον αριστερό χώρο και είχαμε συνέχεια περατζάδα αστυνομικών με πολιτικά. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, στο μουσικό σχήμα, ήμουν εγώ και η Μαρία και αργότερα προστέθηκε και ο Καλογιάννης. Εκεί μας βρήκε το πραξικόπημα, στις 21 Απρίλη του 1967. Όταν, μετά το τέλος της παράστασης, στις δύο τα ξημερώματα, ετοιμαζόμαστε για να φύγουμε και όπως κάναμε πάντα ανταλλάσσαμε κάποιες κουβέντες και χαιρετιόμαστε εκεί στο πεζοδρόμιο, ξαφνικά ο Μίκης, μας ζητά να σιωπήσουμε, αφουγκράζεται για λίγο και μας λέει. «Αυτό που ακούω από μακριά, είναι ερπύστριες. Πηγαίνετε στα σπίτια σας, γρήγορα για να προλάβετε». Σκορπίσαμε. Εκείνος ανηφόρισε προς το Κολωνάκι και διέφυγε τουλάχιστον, τότε, τη σύλληψη.

Εκείνη τη χρονιά δεν θα μπορούσε κάποιος να μας προτείνει να τραγουδήσουμε, γιατί μας θεωρούσαν παιδιά του Μίκη. Πήγαμε λοιπόν, όπως ήμασταν, όλοι μαζί, και φτιάξαμε ένα νέο πρόγραμμα στο Λονδίνο. Κάναμε και κάποιες περιοδείες, είχαμε και μια απειλή για βόμβα με σκοπό να ακυρωθεί η περιοδεία, όμως, συνεχίστηκε, ενώ λίγο αργότερα ήρθαν στο Λονδίνο ο Μάνος Λοΐζος, ο Στέφανος Ληναίος και άλλοι, εγώ μιλώ βασικά για τη δική μας ομάδα. Μέναμε σε διπλανά δωμάτια, φοιτητικά, στο ίδιο σπίτι, όμως, είχαμε πολύ λίγα χρήματα και ήταν όλα τόσο ακριβά, που υποσιτιζόμαστε.

Υπήρχε, λοιπόν, στο Λονδίνο ένα μαγαζί από εκείνα που φτιάχνουν και σερβίρουν πρωινά. Υπήρχαν πολλά αλλά, σε εκείνο εργάζονταν σερβιτόροι, Κύπριοι, που μάζευαν ότι είχε περισσέψει και δεν είχε αγγιχτεί και μας φρόντιζαν, ώστε να έχουμε κάτι σίγουρο μέσα στην ημέρα. Ήταν πολύ όμορφη η σχέση που είχαμε με αυτά τα παιδιά. Αγαπητική. Καταλάβαιναν ότι είμαστε προσφυγάκια αν και εκείνοι δεν είχαν ζήσει ακόμη, τη δική τους προσφυγιά. Εγώ, όμως, είχα τότε το παιδί μικρό, πίσω στην Ελλάδα, στα δύο χρόνια γύρισα, και βρήκα το δρόμο μου, όταν ηχογράφησα, το 1971, τον πρώτο μου προσωπικό δίσκο, τον «Αραμπά». Μέσα στον «Αραμπά», υπάρχει και ένα παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι, «Η κόκκινη μου η βράκα». Όταν έγινε η εισβολή το 1974 και κηρύχθηκε επιστράτευση, τραγουδούσαμε με τον Νίκο Ξυλούρη σε κάποιο μαγαζί στην Πλάκα. Κατεβαίναμε, λοιπόν, κάθε μέρα στο λιμάνι του Πειραιά και τραγουδούσαμε στους επιστράτους που επιβιβάζονταν στα πλοία. Η Κύπρος έχει μια σταθερή θέση στη ζωή μου και στο έργο μου».

Ερ.: … και φθάνουμε στη Eurovision, το 1976. Η συμμετοχή της Ελλάδας είχε καθαρά πολιτικό και συμβολικό χαρακτήρα: να γίνει ένα καλλιτεχνικό μνημόσυνο για τα γεγονότα και τα θύματα. Ήταν το «Παναγιά μου Παναγιά μου», στο οποίο γράψατε τη μουσική και το τραγουδήσατε…
Απ.: Όταν ο Χατζηδάκης με κάλεσε και μου ζήτησε να γράψω τη μουσική του τραγουδιού με τον οποίο θα πηγαίναμε στη Eurovision, πάνω σε στίχους του Μιχάλη Φωτιάδη, μου είπε πως το ήθελε ως το πρωί. Έτσι γράφτηκε μέσα σε μια νύχτα. Ήταν ένα μοιρολόι για την Κύπρο, για την προσφυγιά της Κύπρου.

Ερ.: Αν ανατρέξει κάποιος στα δημοσιεύματα της εποχής, βλέπει πως η τότε συμμετοχή σας στη διοργάνωση είχε προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις εκ μέρους των Τούρκων. Η Τουρκία αποχώρησε από το διαγωνισμό, διέκοψε τη μετάδοση την ώρα που τραγουδούσατε…
Απ.: Έξω από το θέατρο που γινόταν η διοργάνωση είχαν συγκεντρωθεί πάνω από 60.000 Τούρκοι από όλες τις χώρες της Ευρώπης, που διαμαρτύρονταν πως το τραγούδι τους προσβάλει. Στην τελική πρόβα, τραγούδησα στα αγγλικά για να μπορέσουν οι μουσικοί της ορχήστρας που θα μας συνόδευαν, που ήταν Ολλανδοί, να καταλάβουν το νόημα των στίχων για να μπορέσουν να αποδώσουν την ερμηνεία. Μπήκαν στο νόημα και όταν τελείωσα, άρχισαν να χτυπούν τα δοξάρια στα αναλόγια. Ήταν μια κίνηση συμπαράστασης.

Ερ.: Εμφανιστήκατε μόνη στη σκηνή, ντυμένη στα μαύρα. Λέγεται πως είχατε δεχθεί από τους διοργανωτές προειδοποιήσεις πως κινδυνεύει η ζωή σας…
Απ.: Λίγο πριν να βγω στη σκηνή, είχα φθάσει στην κουίντα, δηλαδή μισό μέτρο πριν από τη σκηνή, ήρθαν κάποιοι από την ασφάλεια του θεάτρου και προσπάθησαν να με κρατήσουν πίσω, να μην βγω στη σκηνή, γιατί υπήρχε προειδοποιητικό τηλεφώνημα, για την παρουσία στο θέατρο, ελεύθερου σκοπευτή».

Ερ.: Πώς νοιώσατε εκείνη τη στιγμή; Γιατί τελικά βγήκατε;
Απ.: Ναι, βγήκα. Δεν έκανα κανένα συλλογισμό. Ούτε αν είναι αλήθεια ή δεν είναι ή είναι απλά μια απειλή… Το μόνο που είχα στο νου μου, το τραγούδι. Να μην ξεχάσω τα λόγια. Ήμουν κουρδισμένη. Βγήκα κατευθείαν με ψυχή, για μια στιγμή μόνο, πέρασε από το μυαλό μου το παιδί μου. Δεν φοβήθηκα. Αισθανόμουν χαρισμένη σε αυτό που έκανα. Ολοκληρωτικά χαρισμένη. Αν μου ζητούσαν να πάω στην Κύπρο θα πήγαινα. Εκείνη την εποχή, ήμασταν ψυχωμένοι. Όλοι οι νέοι. Αλλιώς δεν θα γινόταν και το Πολυτεχνείο, αν δεν ήμασταν έτσι».

Ερ.: Επισκεφτήκατε ξανά την Κύπρο;
Απ.: Ξαναπήγα άλλες τρεις φορές, για περιοδείες πια, είχα γίνει ήδη γνωστή, σε μια περιοδεία πήγαμε τη «Γοργόνα» που ταξιδεύει τον μικρό Αλέξανδρο. Είναι ένα έργο για παιδιά που έχω κάνει, ένα ταξίδι μέσα από τις μουσικές της Ελλάδας που περιλαμβάνει την Κύπρο, τη Θράκη, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, και φτάνει ως τις Κυκλάδες και τη Μικρά Ασία. Ήταν μια παράσταση που γύρισε πολλές φορές την Ελλάδα. Αυτή την παράσταση με τη σκηνοθεσία του Νίκου Κούνδουρου, την ανεβάσαμε και στο Ηρώδειο για τα σχολεία της Αττικής. Δεν ξέρω αν, μετά την αρχαιότητα, έχει λειτουργήσει ποτέ το Ηρώδειο πρωί.

Ερ.: Έχετε δουλέψει πολύ με τα παιδιά…
Απ.: Μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής μου ζωής έχω αφιερώσει στην παιδική ψυχαγωγία που με ενδιαφέρει πολύ να μη χαθεί. Στο ίδιο πλαίσιο είναι και η συναυλία που ανέβασα πριν από λίγες ημέρες εδώ στην Καρδαμύλη. Όλη αυτή η δουλειά, η αφιερωμένη στα παιδιά, όλο αυτό το υλικό του «Κέντρου Βιωματικής Μουσικής Μαρίζα Κωχ» βρίσκεται στο αποθετήριο του Ιονίου Πανεπιστημίου για μελέτη και επιστημονική έρευνα.

Ερ.: Πώς γεννήθηκε η ιδέα να μελοποιήσετε Σεφέρη;
Απ.: Δεν γεννήθηκε… αφυπνίστηκε η επιθυμία μου να μελοποιήσω ποιήματα που αγαπούσα. Αυτό είχε ξεκινήσει από τα νεανικά μου χρόνια. Τα χρόνια εκείνα ήταν η εποχή του νέου κύματος και τότε διαβάζαμε πολύ ποίηση. Είχα μελοποιήσει ποιήματα του Κώστα Βάρναλη αργότερα του Καββαδία, του Σαραντάρη, της Σαπφούς, τα τραγούδια που τραγούδησα ήταν ή παραδοσιακά ή δικά μου. Δεν ταυτίστηκα με κάποιο συνθέτη. Είχα πολλές ευκαιρίες, αλλά αναζητούσα πάντοτε τον ηλεκτρικό ήχο. Η ροκ σκηνή ήταν εκείνη που με εξέφραζε περισσότερο. Ακολούθησα έναν μοναχικό δρόμο. Έτσι δημιούργησα τη δική μου γραφή. Τώρα, μετά την πανδημία, ήρθε η στιγμή, μελοποίησα ποιήματα της Αγγελάκη Ρουκ, της Κικής Δημουλά, και τώρα του Σεφέρη που είναι για μένα ο τελευταίος σταθμός.