Τ’ Αγρίλι όπου κτίστηκε εδώ και εξακόσια χρόνια η «Αγριλιώτισα» είναι μια παραθαλάσσια τοποθεσία μεταξύ Κυπαρισσίας – Φιλιατρών. Έχει όλα τα θέλγητρα μιας εύμορφης εξοχής. Έχει ό,τι μπορεί να χαρίσει μια θάλασσα απέραντη. Και μια μεγάλη πεδιάδα γιομάτη χρυσόχωμα. Κάμπος απέραντος, κατάφυτος άλλοτε από σταφίδες και αμπέλια, αποτελούν τώρα μετά την εκρίζωσιν των σταφιδαμπέλων ένα τέλειo σιτοβολώνα της περιφερείας. Εκτάσεις μεγάλαι κατάφυται από εληές συμπληρώνουν την ευτυχίαν του κόσμου.
Δι’ όλα αυτά τα προσόντα του, τ’ Αγρίλι, είναι ο καλλίτερος τόπος παραθερισμού των κατοίκων που έχουν εκεί τα κτήματά τους, αλλά και των γύρω πόλεων και χωριών της περιφερείας.
Όλοι οι ντόπιοι, ξενητεμένοι στα διάφορα μέρη της Ελλάδος, έμποροι και υπάλληλοι, στέλλουν εκεί τας οικογενείας των για παραθερισμό. Κι έτσι τ’ Αγρίλι κάθε καλοκαίρι μεταβάλλεται σε μια κωμόπολη γιομάτη ζωή που παίρνει την μεγαλύτερη έντασή της, όταν χάρις στο βυζαντινό εκκλησάκι γίνονται αι θρησκευτικαί και εμπορικαί πανηγύρεις το Δεκαπενταύγουστο και του Σωτήρος.
Τις μέρες αυτές συγκεντρώνεται εκεί για να λειτουργηθή και να λάβη την Θείαν συγγνώμην, όλος ο χριστιανικός κόσμος της Περιφερείας. Και κάνει προς τούτο μεγάλες ετοιμασίες. Νηστεύει το Δεκαπενταύγουστο. Εξομολογείται. Κι έτσι καθαρός την ψυχήν και το σώμα συν γυναιξί και τέκνοις πορεύεται προς τα εκεί με οδηγόν τον τρούλλο της εκκλησιάς, για να κλίνη ευλαβικά το κεφάλι του μπρος στη σκεπή της Οδηγήτρας και λάβει την Θείαν Κοινωνίαν και καθαρός πια πεντακάθαρος να επιστρέψη σπίτι του.
Όλα αυτά είναι έθιμα ριζωμένα βαθειά στην ψυχή του λαού. Έτσι τον παρέλαβαν αι γενεές η μια από την άλλη, από της απελευθερώσεως και δώθε.
Τώρα με μια διαταγή του Υπουργείου κατόπιν ενεργειών της Ιεράς Επισκοπής τα έθιμα αυτά εκόπησαν με το μαχαίρι.
Εφέτος ο κόσμος συνέρρευσε εκεί και βρήκε το εκκλησάκι κλειστό. Δεν ελειτούργησε, διότι δεν επετράπη σε κανέναν ιερέα τούτο. Η καμπάνα του δεν εκτύπησε, δεν ενανούρισε το κοίμισμα της Παναγίας.
Που για τον περισσότερο κόσμο είναι η μεγαλύτερη γιορτή μετά την Γέννηση και την Ανάσταση. Κι έφυγε αλειτούργητος. Χωρίς να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων.
Στο διοικητικό έργο της Επισκοπής δεν έχουμε πρόθεση να μπούμε. Απλώς λέμε ό,τι έγινε. Κι αφήνουμε ελεύθερη την φαντασία του καθενός, να φαντασθή ό,τι πρέπει.
***
Ένας μεγάλος πολύ μεγάλος στόλος, άραξε κάποιο δειλινό στην Παραλία τ’ Αγριλιού. Οι σημαίες του με το δικέφαλο αετό, που κυμάτιζαν υπερήφανες και εσκόρπιζαν από τους κόρφους των την ελευθερία και οι πανήψυλες σιλουέττες των καραβιών, έδειχναν ότι τα καράβια αυτά ήσαν Βυζαντινά.
Τι άραγε να συνέβαινε;
Ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως είχε χηρεύσει. Και σύμφωνα με τον νόμον είχε κληθή εις την διαδοχήν ο πρεσβύτερος εκ των αδελφών Παλαιολόγων, ο Ιωάννης, ο οποίος ήταν αυθέντης του Μωρέως με την έδραν του στο Μυστρά.
Όταν ο Ιωάννης έλαβε το μήνυμα, ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολιν δια ξηράς. Και τούτο διότι τα παράλια της Πελοποννήσου κατείχοντο υπό των Φράκων Ενετών, καθώς και η Κορώνη κι η Μεθώνη.
Μετά μακράν οδοιπορίαν εισήλθεν ο Ιωάννης μετά της μικράς και πενιχράς συνοδείας του εις την Μεσσηνίαν. Η συνοδεία του – ως αφηγείται ο Σάβας – ήτο πενιχρά, καθώς και η περιβολή του Αυτοκράτορος δια λόγους σκοπιμότητος.
Την πρώτην νύκτα της οδοιπορίας του διήλθεν ο Ιωάννης μετά της συνοδείας του εις το μικρόν τότε χωρίον Χριστιάνοι και εις μίαν απλοϊκήν σκήτην, εις την οποίαν εμόναζε κάποιος μοναχός. Από τον μοναχόν αυτόν, ο Αυτοκράτωρ εζήτησε φιλοξενίαν.
Ο μοναχός δεν εγνώριζε τον Αυτοκράτορα ούτε άλλον τινά εκ της ακολουθίας του, πλην όμως από χριστιανικόν καθήκον παρέσχε την ζητηθείσαν φιλοξενείαν προθύμως και επεριποιήθη τους ξένους του όσο μπορούσε καλλίτερα.
Την πρωίαν ο Αυτοκράτωρ και η ακολουθία του ετοιμάστηκαν προς αναχώρησιν. Αποχαιρετών δε ο Αυτοκράτωρ τον μοναχόν τον ηυχαρίστησε και τον ηρώτησε πώς ηδύνατο να του ανταποδώση την φιλοξενίαν. Και συγκεκριμένως ποίον ήτο το όνειρον της ζωής του. Ο μοναχός τότε απήντησε – κατά Σάβαν – ως εξής:
-Το όνειρόν μου, άνθρωπε, είναι μέγα και απραγματοποίητον. Ούτε σεις, ούτε άλλος τις δύναται να με βοηθήση να το πραγματοποιήσω.
-Τότε ο Αυτοκράτωρ του εδήλωσε ότι είναι ο Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου και ότι πηγαίνει εις την Κωνσταντινούπολην να καταλάβη τον θρόνον.
Τότε ο μοναχός έπεσεν εις τους πόδας του Αυτοκράτορος και προσεκύνει αυτόν λέγων: – Το όνειρόν μου, μεγάλε Βασιληά, είναι να κατασκευασθή εδώ ένας Ναός κατά τον ρυθμόν του εν Κωνσταντινουπόλει ναού της του Θεού Σοφίας, εις τιμήν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Ο Αυτοκράτωρ του υπεσχέθη ότι το όνειρό του θα πραγματοποιηθή και ανεχώρησε.
Και πράγματι δεν παρήλθον πέντε ή έξι μήνες από της εποχής των ανωτέρω γεγονότων και στόλος πολυπληθής, έμφορτος με μηχανήματα και διάφορα υλικά και με πλήρωμα πολυπληθές από εργάτες, τέκτονες και αρχιτέκτονες ελλιμενίσθη εις την παραλίαν του Αγρίλι.
Η πρώτη σκέψις των ανδρών του στόλου ήτο να ευχαριστήσουν τον Θεόν διότι έφθασαν ασφαλώς.
Κι αμέσως επεδόθησαν εις την ανοικοδόμησιν της μικράς και περικαλλούς εκκλησίας, την οποίαν αφιέρωσαν εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Αυτή είναι η σημερινή Παναγία η Αγριλιώτισσα, η μεταβληθείσα εις μοναστήρι.
Μετά το πέρας της ανοικοδομήσεως της εκκλησίας ταύτης ήρχισαν αι προεργασίαι δια την εκτέλεσιν του κυρίου έργου της αποστολής των.
Διήνοιξαν οδόν ευρείαν άγουσαν από της θέσεως ταύτης του Αγρίλι, μέχρι του χωρίου Χριστιάνοι. Δια της οδού δε ταύτης μετέφερον εις τους Χριστιάνους όλα τα μηχανήματα, υλικά και ιδία λίθους μαζευμένους τους οποίους έφερον μαζί των και οι οποίοι ευρίσκονται εις τους τοίχους της εκκλησίας, κι όμοιοι των οποίων εις ουδέν μέρος της επαρχίας ευρίσκονται.
Οι Χριστιάνοι ευρίσκονται ανάμεσα κι ανατολικά των πόλεων Φιλιατρών και Γαργαλάνων, επί καθεδρικού εδάφους και απέχον δύο περίπου ώρας από τις δύο αυτές πόλεις. Πηγή νερού πλουσία κι άφθονη με εξ μεγάλους κρουνούς. Νερό και πλουσία βλάστησις είναι ο κυριώτερος ανθρωπογεωγραφικός λόγος της ιδρύσεως του χωριού και της διατηρήσεώς του, πιθανώς δε και της ιδρύσεως της Χριστιανουπόλεως.
Το σημερινό χωριό Χριστιάνοι είναι πιθανώς η συνέχεια της Χριστιανουπόλεως, γνωστής και ως έδρας Μητροπόλεως. Είναι άγνωστον πότε έγινε η Χριστιανούπολις.
Ιεράρχης αυτής υπήρξε ο Άγιος Αθανάσιος ο Χριστιανός 1711-1718. Με δράση σημαντική για την μόρφωση του ποιμνίου του και την ίδρυση σχολείων.
Άγιος Ιεράρχης αυτής υπήρξεν ο Γερμανός όστις ήκμασε κατά τα τελευταία έτη προς της επαναστάσεως. Σπουδαίος Φιλικός, προσέφερεν αυτόν ως όμηρον και εφυλακίσθη υπό των Τούρκων και απέθανε στη φυλακή, κατ’ άλλους δε ηλευθερώθη κατά την απελευθέρωσιν της Τριπόλεως. Περί τα τελευταία έτη της Τουρκοκρατίας, οι Χριστιάνοι έπαυσαν να είναι έδρα Επισκοπής. Η έδρα μετεφέρθη στην Αρκαδιά (Κυπαρισσίαν), όπου εξακολουθεί να ευρίσκεται.
Εκεί λοιπόν εις τους Χριστιάνους, μετεφέρθησαν άπαντα τα υλικά και οι αρχιτέκτονες επί τη βάσει του σχεδίου του Ανθεμίου, με τον οποίον τους εφωδίασεν ο Αυτοκράτωρ, ήρχισαν οικοδομούντες. Όχι βέβαια με τας διαστάσεις του εν Κων/πόλει Ναού της του θεού Σοφίας, ούτε με παρόμοιον πλούτον υλικών, τα οποία έφερον τον Ιουστινιανόν σε σημείον θαυμασμού να είπη το «Νενικηκά σε Σολομών».
Ευθύς ως ανηγγέλθη εις τον Αυτοκράτορα η περάτωσις του ναού, ούτος δια «χρυσοβούλας» κατέστησε τούτον Μητρόπολιν εις την οποίαν υπήχθησαν κι αι Επισκοπαί Κυπαρισσίας, Κορώνης, Μεγαλουπόλεως και τινές άλλαι. Το μικρόν χωρίον έγινε κωμόπολις αρκετά εκτεταμένη και πλουσία. Κατεστράφη όμως υπό των Αλβανών κατά την επανάστασιν του Ορλώφ.
Το αρχείον της Μητροπόλεως διεσώθη εις το αρχείον Κυπαρισσίας. Πλην όμως κατεστράφη κατά την Επανάστασιν του 1821, χρησιμοποιηθέντων των εγγράφων δια την κατασκευήν στουπιών δια τα όπλα.
Η μετά ταύτα ιστορία του ναού είναι θλιβερά.
Οι άγριοι ποιμένες εχρησιμοποίουν τούτον ως στρούγκαν δια τα ποίμνιά των. Επί του τρούλλου αυτού εφύτρωσεν ένα πουρνάρι.
Αι ωραίαι του τοιχογραφίαι είχον καταστραφή.
Κάποιος νεαρός νομικός, εκ Κυπαρισσίας καταγόμενος, που αργότερα ετίμησε την Νομικήν Επιστήμην, το Δικαστικόν Σώμα, κι αντιπροσώπευσε και την επαρχίαν μας εις την Βουλήν, διερχόμενος προ πολλών ετών από το χωριό Χριστιάνοι προέβλεψε την καταστροφήν του μεγάλου αυτού Μνημείου.
Εκάλεσε τους χωρικούς, τον τότε δήμαρχον και εξήγησε εις αυτούς την σημασίαν και την αξίαν του Μνημείου.
Οι κάτοικοι όμως, αμνήμονες της ωραίας και μεγάλης δόξης των προγόνων κι ανίδεοι του κάλλους του έργου μεθ’ όλων των υψίστης Βυζαντινής τέχνης, ωραίων τοιχογραφιών, δεν έδωκαν προσοχήν στα λεγόμενα υπό του νεαρού νομικού κι αρκέστηκαν να απαντήσουν δια της λέξεως «καλά».
Και μια νύκτα έπειτα από καταρρακτώδη βροχή επήλθε το μοιραίον κι ο ναός κατέρρευσε.
Το κράτος εμερίμνησε δια την αναστήλωσιν του περικαλλούς μνημείου. Ήρξατο η αναστήλωσίς του τρία έτη προ του πολέμου 1940 – 1941 κι εσταμάτησε με την έναρξιν αυτού. Εγένοντο αξιόλογοι εργασίαι κι ασφαλώς θα αποπερατούτο ο Ναός, αν δεν εμεσολάβη ο πόλεμος.
Το καλλιτεχνικό μνημείο ανεστηλώθη και δεν υπολείπεται παρά μόνον ο Τρούλλος του.
Κι έτσι απ’ όλη την ιστορία αυτή που μοιάζει με θρύλον, δεν απέμεινε τίποτε άλλο από την ρήσιν: «Αγία Σωτήρα στο Μωρηά κι αγιά Σοφιά στην Πόλι».
Ά-ις