Μάριος Λώλος: «Όταν όλος ο κόσμος τρέχει να γλιτώσει, εμείς τρέχουμε για να αποτυπώσουμε τη στιγμή»

Μάριος Λώλος: «Όταν όλος ο κόσμος τρέχει να γλιτώσει, εμείς τρέχουμε για να αποτυπώσουμε τη στιγμή»

Ο πρώην πρόεδρος της Ένωσης Φωτορεπόρτερ Ελλάδας, Μάριος Λώλος, μιλά στο «Θ» με αφορμή τη συμμετοχή του στη Διεθνή Συνάντηση Φωτογραφίας τον Σεπτέμβριο στην Καλαμάτα

Στον κλάδο του φωτορεπορτάζ υπάρχουν λήψεις που δεν καταγράφουν μόνο τα γεγονότα της καθημερινότητας, αλλά τα αποκαλύπτουν με τρόπο βαθιά ανθρώπινο και συγκλονιστικό.

Ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες φωτορεπόρτερ, ο Μάριος Λώλος, με 35 χρόνια εμπειρίας, μετρά μέχρι σήμερα δεκάδες αποστολές σε εμπόλεμες ζώνες και στιγμές κρίσης, με μοναδικό «όπλο» τη φωτογραφική του μηχανή.

Δημιούργημα τέτοιων στιγμών κρίσης σε εγχώριο και διεθνές περιβάλλον αποτελεί η έκθεση «Προσφυγόπουλα», την οποία ο Μάριος Λώλος πρόκειται να παρουσιάσει τον Σεπτέμβριο στη μεσσηνιακή πρωτεύουσα, με αφορμή τη Διεθνή Συνάντηση Φωτογραφίας που διοργανώνει η Φωτογραφική Ομάδα Καλαμάτας στο Μέγαρο Χορού.

Μέσα από τα «Προσφυγόπουλα» το κοινό καλείται να αντικρίσει βλέμματα, στιγμές και την ιστορία που συνθέτουν χιλιάδες παιδιά που –άθελά τους- γίνονται πρωταγωνιστές σε ιστορίες που γράφονται από τους… μεγάλους.

Μετρώντας αντίστροφα για την έκθεση, ο Μάριος Λώλος μιλά στο «Θάρρος» για την ευθύνη που φέρει ο φωτορεπόρτερ απέναντι στην αλήθεια, αλλά και για το ρόλο της τέχνης στην υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Ο λόγος στον ίδιο:

-Η επερχόμενη ατομική έκθεση «Προσφυγόπουλα» είναι η πρώτη σας συνεργασία με τη Φωτογραφική Ομάδα Καλαμάτας;

Ναι, ναι! Και είναι χαρά μου και τιμή μου. Το «τιμή μου» το λέω με κεφαλαία γράμματα. Είναι χαρά και τιμή μου που θα εκθέσω στη συνάντηση της Φωτογραφικής Ομάδας Καλαμάτας. Θεωρώ τιμή μου το να εκθέτω και δίπλα σε ερασιτέχνες, αφού και οι ερασιτέχνες με τη δική τους ματιά έχουν να πουν πάρα πολύ ωραία πράγματα. Άρα, είναι καλό να παρακολουθούμε και τις δουλειές κάποιων που ασχολούνται με τη φωτογραφία ερασιτεχνικά.

-Ποια είναι η σχέση σας μέσα στα χρόνια με τη φωτογραφία και πώς εξελίχθηκε το χόμπι σε επάγγελμα;

Κάνω αυτή τη δουλειά από τις αρχές του 1990, άρα την κάνω χρόνια. Επέλεξα να κάνω αυτή τη δουλειά, εκτός από το ότι είμαι περίεργος και ουσιαστικά σε όλους εμάς αρέσει η αδρεναλίνη, γιατί θέλω να ζω τα γεγονότα από πρώτο χέρι. Επιθυμία μου είναι να ζω τα γεγονότα και να τα φωτογραφίζω έτσι ώστε να ενημερώνω τον κόσμο, μιας και αυτός είναι ο ρόλος μας, για το τι έχει γίνει εκεί που ήμουν.

Δεύτερον, πιστεύω ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα δείξει τρομερό ενδιαφέρον για τις φωτογραφίες της γενιάς μας. Ειδικά, δε, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Αν θυμηθούμε, η Ελλάδα μέσα σ’ αυτά τα χρόνια έχει περάσει το περιστατικό με τον Γρηγορόπουλο το 2008, τα μνημόνια, το προσφυγικό, τα Τέμπη, την Πύλο. Η χώρα έχει περάσει πάρα πολλά τα τελευταία χρόνια, που είναι πολύ πυκνά πολιτικά γεγονότα.

-Ιδιαίτερα, δε, αν αναλογιστεί κανείς ότι η φωτογραφία επιδέχεται περισσότερων της μιας ερμηνείας…

Ουσιαστικά εμείς τι κάνουμε; Εμείς λέμε τις ειδήσεις με τη γλώσσα της εικόνας. Οι δημοσιογράφοι τη λένε με τη γλώσσα του γραπτού κειμένου, οι τηλεοπτικοί με το μικρόφωνο…

-Υπάρχουν φωτορεπόρτερ ή φωτογράφοι που σας έχουν επηρεάσει με το έργο τους;

Συνήθως ξένοι φωτογράφοι με επηρέασαν. Ο Σεμπαστιάο Σαλγάδο για παράδειγμα, ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν πιο παλιά. Ο Γιόζεφ Κουντέλκα, τον οποίο είχα γνωρίσει και προσωπικά, ενώ έκτοτε έχω τις καλύτερες εντυπώσεις. Αυτό που εγώ λέω έπειτα από τόσα χρόνια στους νεότερους συναδέλφους είναι το εξής: εκτός από το να βλέπουν φωτογραφίες στο διαδίκτυο άλλων συναδέλφων ή να πηγαίνουν σε εκθέσεις φωτογραφίας, να διαβάζουν βιβλία, να βλέπουν ταινίες και θεατρικά έργα, έτσι ώστε η οπτική τους να ανοίξει. Θα γίνουν καλύτεροι φωτογράφοι εάν ανοίξει η οπτική τους και με άλλα πράγματα ταυτόχρονα, μιας και είναι πολύ μορφωμένα παιδιά όλοι οι νέοι συνάδελφοι.



-Τι απαιτήσεις έχετε σε προσωπικό επίπεδο από μια «καλή φωτογραφία»; Είναι θέμα τεχνικής, συναισθήματος ή συγκυρίας;

Είναι όλα αυτά μαζί. Ας πάρουμε ως δεδομένο το εξής: τα τελευταία χρόνια η πληροφορία στις φωτογραφίες είναι πάρα πολύ μεγάλη. Μέσα σε όλη αυτή την πληροφορία έχει και πολλά σκουπίδια. Άρα, λοιπόν, πετυχημένη φωτογραφία είναι για μένα όταν ο αναγνώστης σταματήσει να την κοιτάξει και του «πει» κάτι. Αυτό για μένα είναι μια πετυχημένη φωτογραφία.

Από εκεί και πέρα, μια τέτοια φωτογραφία για μένα τα έχει όλα: είναι η στιγμή, είναι το πώς εγώ το είδα, είναι το πώς το ένιωσα, το πόσο ήμουν λογικός για να μπορέσω να το φωτογραφίσω, αλλά και πόσο με επηρέασε μετά. Κι αυτό, γιατί πάντοτε η φωτογραφική μηχανή, σε κατάσταση κρίσης που πολλές φορές φωτογραφίζουμε, λειτουργεί σαν ένα «γυαλί». Από τη μια, συναισθηματικά έχουμε μπει και το νιώθουμε αυτό που φωτογραφίζουμε. Από την άλλη, όμως, έχουμε και μια λογική ώστε να μπορούμε να βλέπουμε, λειτουργώντας λογικά στην κάθε περίσταση.

Στο τέλος της ημέρας, όταν έχεις δουλέψει και έχεις τελειώσει, επικρατεί περισσότερο το συναισθηματικό.

-Στην εποχή της διαδεδομένης χρήσης της τεχνολογίας, η οποία βρίσκει τους περισσότερους με ένα smartphone ανά χείρας, θεωρείτε ότι έχει περιοριστεί ο ρόλος των φωτορεπόρτερ; Έχει χρειαστεί να τροποποιήσετε τον τρόπο με τον οποίο δουλεύετε;

Όχι. Αρχικά να πω το εξής, το οποίο πιστεύω, παρότι μπορεί σε κάποιον να φανεί «τσιτάτο». Θεωρώ ότι ο δικός μας κλάδος –των φωτορεπόρτερ- είναι ένα κομμάτι της κοινωνίας. Φωτογραφίζουμε την κοινωνία, μιας και ως επί το πλείστον είναι ανθρωποκεντρικές οι φωτογραφίες που κάνουμε. Φωτογραφίζουμε την κοινωνία και την αγωνία της και, συνεπώς, λογοδοτούμε στην ίδια την κοινωνία και όχι στους εργοδότες. Άρα, λοιπόν, ο τρόπος ματιάς που φωτογραφίζουμε είναι ο ίδιος.

Κατά δεύτερον, είμαι υπέρ της κοινωνίας των πολιτών. Επειδή εμείς δεν μπορούμε να είμαστε «πανταχού παρόντες», μπορεί ένας πολίτης να τραβήξει μια φωτογραφία ή ένα βίντεο με το κινητό του κι αυτό να αποτελέσει ένα ντοκουμέντο, καταρρίπτοντας πάρα πολλά αφηγήματα στη συνέχεια. Αυτό, άλλωστε, είναι κάτι που έχει γίνει πάρα πολλές φορές. Συνεπώς, είμαι υπέρ αυτής της λογικής. Απλά, όταν ο πολίτης που έχει τραβήξει μια φωτογραφία θελήσει να τη στείλει σε ένα mainstream media, αυτό που του λέμε είναι –τουλάχιστον- να πληρωθεί και να μην τη δώσει τσάμπα. Είναι τελείως διαφορετικό να την κοινοποιήσει κάποιος στα προσωπικά του social media και μετά να αναπαραχθεί, από το να τη στείλει σε κάποιο μέσο ενημέρωσης δωρεάν. Η δε τιμή φωτογραφίας έχει παραμείνει ίδια από το 1991, σε μετάφραση είναι γύρω στα 18 ευρώ. Πρόκειται για ένα ζήτημα ηθικής διάστασης. Ο κάθε πολίτης που θα δώσει μια τέτοια φωτογραφία στα μέσα πρέπει να καταλάβει ότι ο φωτορεπόρτερ είναι σκληρά εργαζόμενος. Είμαστε ο κλασικός κλάδος που, όταν όλος ο κόσμος τρέχει να γλιτώσει, εμείς τρέχουμε για να αποτυπώσουμε τη στιγμή.



-Πώς επιλέγετε τα θέματα που θα φωτογραφίσετε; Σας καθοδηγεί κάτι συγκεκριμένο;

Αρχικά να ξεκαθαρίσουμε κάτι: όλοι οι συνάδελφοι έχουμε μια κόκκινη γραμμή. Δηλαδή, και σε εφημερίδα που δούλευα παλιά και σε ξένο πρακτορείο που δουλεύω σήμερα, δε μου έχουν πει ποτέ πώς να φωτογραφίσω. Φωτογραφίζω με τη δικιά μου ματιά. Άσχετα εάν από τις 30 φωτογραφίες διαλέξει και πάρει τη μια ή τις δύο. Αυτό που με καθοδηγεί είναι ότι εγώ θέλω να κοιμάμαι ήσυχος το βράδυ. Αυτό που φωτογράφισα, την αγωνία που φωτογράφισα, το συνάνθρωπό μου που ήταν στην οποιαδήποτε κατάσταση, δεν τον ευτέλισα, δεν τον υποβάθμισα, τον έβλεπα μάτια με μάτια –δηλαδή στο ίδιο ύψος με μένα, και δεν τον λυπήθηκα. Έχουμε κάποιες στιγμές που λέμε «πω πω τον λυπάμαι αυτόν» βλέποντας έναν άστεγο για παράδειγμα, ο άστεγος έχει και αυτός τη δικιά του λογική. Οφείλουμε να τους δούμε ισότιμα. Ουσιαστικά θέλω να νιώθω μέσα μου ότι αυτό που φωτογράφισα και ενημέρωσα, είτε στο μέσο που δουλεύω στο πρακτορείο είτε στα δικά μου social media που ανεβάζω, ήταν αυτό που εγώ έβλεπα.

-Έχοντας μια μακρά διαδρομή στο λεγόμενο ρεπορτάζ του δρόμου, υπάρχει κάποιο σκηνικό που σας έχει σημαδέψει ή ξεχωρίζετε μέσα στα χρόνια;

Θυμάμαι τις φωτογραφίες που είχα δει, αλλά δεν τράβηξα, γιατί δεν μπορούσα να τις αποτυπώσω. Με ξεπερνούσαν. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά φωτογραφίες που μου άρεσαν, δικές μου, που αναπαράχθηκαν, που έγιναν viral. Αυτές, όμως, που θυμάμαι ανεξίτηλα είναι αυτές που είχα το καρέ στα μάτια μου, είχα σηκώσει τη φωτογραφική μηχανή, αλλά δεν άντεχα να φωτογραφίσω και κατέβασα τη μηχανή.

Μια τέτοια ήταν στη Βοσνία, με ένα πανέμορφο κοριτσάκι, στην ηλικία της κόρης μου, που όταν περνούσες το χέρι σου μπροστά από τα μάτια της, δεν αντιδρούσε έχοντας το απόλυτο κενό βλέμμα. Αυτό το νεαρό κορίτσι με τα κατάξανθα μαλλιά και γαλανά μάτια με το απόλυτο κενό βλέμμα, δεν άντεχα να το φωτογραφίσω. Έχω πάει σε εμπόλεμες ζώνες κι έχω ζήσει από κοντά τα τραγικά που εκτυλίσσονται, όμως έπειτα από όλα αυτά θεωρώ ότι τη μεγαλύτερη κακοποίηση νιώθουν τα παιδιά. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που έχω μια ειδική σχέση με αυτά κι επέλεξα τα προσφυγάκια να τα κάνω έκθεση.

Θεωρώ ότι αυτά τα παιδιά είναι και το μέλλον το δικό μας, άρα πρέπει να τα θεωρήσουμε και δικά μας παιδιά.

Αυτή η έκθεση ξεκίνησε από τη Δημοτική Πινακοθήκη Κέρκυρας. Μετά έχει πάει σε άλλους δύο Δήμους με άλλο στήσιμο, στον Άγιο Δημήτριο και στο Χαλάνδρι. Αυτή την έκθεση την έκανα, λοιπόν, επειδή δεν αντέχω πλέον κάποια ομάδα «συνανθρώπων» στη λογική που λένε «πνίξτε τους πρόσφυγες». Δεν το αντέχω αυτό – τη λογική του φασίστα. Έκανα αυτή την έκθεση, λοιπόν, για κάποιο κομμάτι κόσμου που μπορεί να λέει «εγώ διαφωνώ, δε θέλω να έρθουν στη χώρα οι πρόσφυγες», αλλά τουλάχιστον δε λέει «πνίξτε τους».

Ένα τέτοιο περιστατικό είχε συμβεί όταν ήμουν στη Θερμή, και συγκεκριμένα όταν είχε ανοίξει τα σύνορα ο Ερντογάν και ο Μητσοτάκης έλεγε ότι έχουμε «υβριδικό πόλεμο». Εκείνη την περίοδο είχα πάει στη Λέσβο και στο λιμάνι της Θερμής είδαμε κάποια στιγμή μια βάρκα που βγήκε ακυβέρνητη με Αφγανούς, μέσα στην οποία υπήρχε και μια έγκυος γυναίκα. Στα δέκα λεπτά που μείναμε στο συγκεκριμένο σημείο υπήρξαν πολλές αντιδράσεις από τους παρευρισκόμενους, ενώ ακούστηκαν πολλά και χυδαία σχόλια για την έγκυο. Αυτό που με συγκλόνισε είναι ότι υπήρξε μια συντριπτική πλειοψηφία οι οποίοι δε μίλησαν ανάμεσα στις αισχρολογίες και στα γέλια. Αυτή η έκθεση με τα προσφυγάκια γίνεται για αυτούς που δε μίλησαν. Που μπορεί να είναι ξαδέρφια του φασίστα, αλλά να μπορέσουν να μη γίνουν φασίστες. Τουλάχιστον να γίνουν λίγο πιο ανθρώπινοι και αλληλέγγυοι. Γιατί η αλληλεγγύη δεν είναι α λα καρτ. Αυτή η έκθεση έχει αυτό το στόχο: να δει ο αναγνώστης ότι αυτά τα παιδιά είναι παιδιά της διπλανής πόρτας.

Αντί επιλόγου…

Επειδή εμείς ακούμε πολύ συχνά συνθήματα στις πορείες, θέλω να κλείσω με ένα σύνθημα. Πριν πω το σύνθημα, θέλω να πω την εξής φράση: ήμουν το Γενάρη του 2009 στη Γάζα όταν τη βομβάρδιζαν. Άρα, λοιπόν, με την Παλαιστίνη είμαι πολύ συναισθηματικά δεμένος. Θέλω να κλείσω με το σύνθημα, «Λευτεριά στην Παλαιστίνη», και να τονίσω ότι δεν πρέπει να σταματήσουμε να μιλάμε γι’ αυτή τη γενοκτονία.

Της Χριστίνας Μανδρώνη