Σε μια δημόσια συζήτηση που συχνά μονοπωλείται από όρους όπως «ψηφιακές δεξιότητες», «καινοτομία» και «αγορά εργασίας», η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο και το Λύκειο φαίνεται, για ορισμένους, ως ένα θλιβερό κατάλοιπο μιας άλλης εποχής. Πολλοί αναρωτιούνται τι μπορεί να προσφέρει σήμερα ένα κείμενο του Θουκυδίδη ή ένας στίχος του Σοφοκλή σε έναν έφηβο που ζει μέσα στην τεχνητή νοημοσύνη, στα κοινωνικά δίκτυα και στην ταχύρρυθμη πληροφορία. Κι όμως, αν κάτι λείπει σήμερα από το σχολείο, δεν είναι η τεχνολογία• είναι τωόντι η κριτική σκέψη, η πνευματική πειθαρχία, η ικανότητα να επεξεργάζεται κάποιος σύνθετες ιδέες με διαυγή και συγκροτημένο λόγο, ακριβώς δηλαδή ό,τι καλλιεργούν τα Αρχαία Ελληνικά και ειδικότερα η Αττική Διάλεκτος.
Η πρόσφατη εισαγωγή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών και του πολλαπλού βιβλίου δημιούργησε μια ευκαιρία πραγματικού εκσυγχρονισμού. Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών αντιμετωπίζεται όχι ως μια άσκηση αποστήθισης κανόνων, αλλά ως ένα περιβάλλον ιδεών και τρόπων σκέψης που μπορούν να αποτελέσουν στήριγμα για τους μαθητές και τις μαθήτριες σε όλη την πορεία τους. Το στοίχημα δεν είναι απλώς παιδαγωγικό, αλλά πολιτισμικό: ποια σχέση θέλουμε να έχουν οι νέοι και οι νέες μας με τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους και με ποιον τρόπο επιθυμούμε να συμμετέχουν στο δημόσιο λόγο.
Η αρχαία ελληνική δεν είναι ένα «απολίθωμα» που παρελαύνει υποχρεωτικά κατά τις ώρες του σχολείου. Είναι η μήτρα της λαλουμένης νεοελληνικής• η κατανόηση της δομής, του λεξιλογίου και των μηχανισμών της ρίχνει άπλετο φως στη γλώσσα που χρησιμοποιούμε καθημερινά. Η επαφή με την αρχαία σύνταξη δεν αποτελεί δοκιμασία μνήμης, αλλά πειθαρχημένη άσκηση σκέψης. Ο μαθητής που εκπαιδεύεται να αναλύει μια περίοδο λόγου, να διαβάζει με ακρίβεια, να συσχετίζει μορφή και νόημα, αποκτά δεξιότητες που είναι πολύτιμες όχι μόνο στις ανθρωπιστικές επιστήμες, αλλά και στις φυσικές, στις κοινωνικές και στις τεχνολογικές.
Τα κείμενα της αρχαίας γραμματείας δεν είναι, όπως ίσως πιστεύεται, φαντάσματα ενός μακρινού κόσμου. Στις τραγωδίες του Ευριπίδη οι μαθητές και οι μαθήτριες συναντούν την αγωνία απέναντι στη βία, την αδικία, το αδιέξοδο. Στον Θουκυδίδη αναμετρώνται με το ρεαλισμό της πολιτικής, με τη φύση της ισχύος και την τραγικότητα της ιστορίας. Στον Πλάτωνα έρχονται αντιμέτωποι με την ανάγκη της αναζήτησης της αλήθειας σε έναν κόσμο συγκρούσεων και ψευδαισθήσεων. Αν αυτά τα εμβληματικά κείμενα εξακολουθούν να συγκινούν και να προβληματίζουν, είναι επειδή θίγουν τα ίδια τα θεμέλια της ανθρώπινης κατάστασης• και γι’ αυτό ακριβώς μπορούν να μιλήσουν και σε μια σύγχρονη σχολική τάξη.
Το πολλαπλό βιβλίο, που συχνά παρεξηγείται, δεν είναι εισαγωγή στην «αποδιοργάνωση» ούτε πλήγμα στην ενιαία αξιολόγηση. Είναι ενίσχυση της ελευθερίας και της ευθύνης του εκπαιδευτικού. Ο φιλόλογος μπορεί πλέον να επιλέγει από εγκεκριμένα εγχειρίδια και ψηφιακές πηγές εκείνα που ανταποκρίνονται καλύτερα στο επίπεδο και στις ανάγκες της τάξης του. Αυτό σημαίνει ότι το μάθημα μπορεί να προσαρμοστεί, να εμπλουτιστεί, να ενεργοποιήσει την περιέργεια του μαθητή και της μαθήτριας και να αποφύγει την παγίδα της μονοδιάστατης διδασκαλίας που κάποιες φορές εξαντλεί τους σπουδαστές προτού τους κερδίσει.
Τα νέα Προγράμματα Σπουδών επιχειρούν επίσης κάτι εξίσου σημαντικό: μετατοπίζουν το ενδιαφέρον από τη μηχανική γνώση στη νοηματική πρόσβαση. Δε ζητούν από τους μαθητές και τις μαθήτριες να απομνημονεύσουν έναν απέραντο κατάλογο γραμματικών εξαιρέσεων, αλλά να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η γλώσσα και να εντοπίσουν τις μεγάλες ιδέες και τις διαιώνιες αξίες που διατρέχουν τα κείμενα. Η ισορροπία ανάμεσα στη γλωσσική εξοικείωση και στην ερμηνευτική κατανόηση δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά είναι απαραίτητη• μόνον έτσι τα Αρχαία Ελληνικά παύουν να είναι βάρος και μετατρέπονται σε στιβαρό εργαλείο σκέψης.
Την ίδια στιγμή, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς εκείνους που τη φέρουν στην πράξη: τους εκπαιδευτικούς. Η επιμόρφωση, η συνεχής στήριξη και η εμπιστοσύνη προς τους φιλολόγους είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για να αποδώσει καρπούς οποιαδήποτε αλλαγή. Μόνον ένας εκπαιδευτικός που αισθάνεται ασφαλής και δημιουργικός μπορεί να εμπνεύσει τους μαθητές του, να μετατρέψει το αρχαίο κείμενο σε ζωντανό λόγο και να αποδείξει ότι η γλώσσα δεν είναι βάρος, αλλά κλειδί κατανόησης του κόσμου.
Η ουσία είναι ότι τα Αρχαία Ελληνικά δεν υπερασπίζονται το παρελθόν, υπερασπίζονται το μέλλον! Σε έναν κόσμο όπου η πληροφορία τρέχει γρηγορότερα από τη σκέψη και όπου η εύκολη απάντηση συχνά αντικαθιστά τη βαθιά κατανόηση, η μελέτη της κλασικής γραμματείας προσφέρει ένα σπάνιο αντίβαρο: μας μαθαίνει να διαβάζουμε προσεκτικά, να σκεφτόμαστε με ακρίβεια, να μιλάμε με ευθύνη. Αυτό δεν είναι επ’ ουδενί πολυτέλεια για τους λίγους• είναι θεμελιώδης όρος για μια δημοκρατία που θέλει τους πολίτες της ενεργούς, συνειδητοποιημένους και ελεύθερους.
Του Ανδρέα Γ. Μαρκαντωνάτου
-Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου (Καλαμάτα).








