Έρευνα των Reporters United
Η πολύκροτη υπόθεση της Μαραθόλακκας, του χώρου διαχείρισης απορριμμάτων στον Ταΰγετο, που αποτέλεσε για χρόνια σημείο περιβαλλοντικής ανησυχίας και πολιτικής αντιπαράθεσης, επιστρέφει στο προσκήνιο μέσα από μια νέα, διεθνή δημοσιογραφική έρευνα.
Οι ανεξάρτητοι Reporters United συμμετέχουν στο διασυνοριακό πρότζεκτ Toxic Ground, που συντονίζεται από το Investigate Europe και το Watershed Investigations, φέρνοντας στο φως στοιχεία που θέτουν εκ νέου κρίσιμα ερωτήματα για τις πραγματικές επιπτώσεις του χώρου στο περιβάλλον και στη δημόσια υγεία.

Στο πλαίσιο της έρευνας, τον Οκτώβριο ελήφθη δείγμα από τα στραγγίδια που συνεχίζουν να ρέουν στον ευρύτερο χώρο της Μαραθόλακκας, παρά την επίσημη διακοπή λειτουργίας της εγκατάστασης.

Η ανάλυση του δείγματος αποκαλύπτει «κλασικούς ρύπους», υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων «πολύ πάνω από τα όρια για το πόσιμο νερό», καθώς και PFAS, τα αποκαλούμενα «αιώνια χημικά», σε τιμή 7.650 ng/l – επίπεδο 76 φορές πάνω από το κατώφλι που χαρακτηρίζει μια περιοχή ως περιβαλλοντικό hotspot.
Οι επιστήμονες που μίλησαν στους δημοσιογράφους τονίζουν ότι πρόκειται για επικίνδυνα υγρά απόβλητα που απαιτούν εξειδικευμένη επεξεργασία, όχι για ουσίες που μπορεί να παραμένουν ανεξέλεγκτα στη φύση.

Τη Μαραθόλακκα επισκέφθηκαν για την έρευνα η ρεπόρτερ Ευρυδίκη Μπερσή και ο φωτορεπόρτερ Νίκος Παλαιολόγος, καταγράφοντας εικόνες και μαρτυρίες για μια εγκατάσταση που εξακολουθεί να επηρεάζει το περιβάλλον παρά το «λουκέτο». Επικοινώνησαν τόσο με τον πρώην δήμαρχο και περιφερειάρχη Παναγιώτη Νίκα, όσο και με τον νυν δήμαρχο Θανάση Βασιλόπουλο. Και οι δύο υποστηρίζουν ότι «αφού η Μαραθόλακκα έχει κλείσει, δεν υπάρχουν στραγγίδια», θέση που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τα ευρήματα της έρευνας και το οπτικό υλικό από το χώρο.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί, επίσης, η πληροφορία ότι η ΤΕΡΝΑ προσφέρθηκε να εκπονήσει μελέτη αποκατάστασης της περιοχής, με δημοσιογράφους και ειδικούς να θέτουν το ερώτημα κατά πόσο είναι θεσμικά ορθό ο ανάδοχος του νέου συστήματος διαχείρισης απορριμμάτων να εμπλέκεται στο σχεδιασμό αποκατάστασης μιας τόσο επιβαρυμένης εγκατάστασης.

Η υπόθεση φωτίζει και τον ευρύτερο δημόσιο διάλογο για την καύση απορριμμάτων και τις επιπτώσεις της, σε μια περίοδο που η Πελοπόννησος βρίσκεται μπροστά σε νέες επιλογές διαχείρισης.
Τέλος, η έρευνα αναδεικνύει, όχι μόνο τις περιβαλλοντικές, αλλά και τις οικονομικές συνέπειες τέτοιων εγκαταστάσεων. Το κόστος των χωματερών και των πρόχειρων χώρων διαχείρισης απορριμμάτων –όπως η Μαραθόλακκα– μετακυλίεται τελικά στην κοινωνία, είτε μέσω της ρύπανσης είτε μέσω των δαπανηρών έργων αποκατάστασης που έπονται.
Η Μαραθόλακκα αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι η «κληρονομιά» των απορριμμάτων δεν εξαφανίζεται με μια διοικητική απόφαση. Μένει στο έδαφος, στο νερό και – κυρίως – στις ζωές των ανθρώπων.
Α.Π.










