Θανάσης Τσαλταμπάσης :«Η κωμωδία μου πάει…»

Θανάσης Τσαλταμπάσης :«Η κωμωδία μου πάει…»

Ο Θανάσης Τσαλταμπάσης είναι γνωστός στο ευρύ κοινό μέσα από τους κωμικούς ρόλους που έχει ερμηνεύσει στην τηλεόραση, όπως ως Φώτης και Κωστής.

Την Κυριακή, λοιπόν, θα βρεθεί στην Καλαμάτα μαζί με τον Νίκο Ορφανό, για την παράσταση «Η Γιαγιά», επιδιώκοντας για ακόμη μια φορά να μας κάνει να γελάσουμε.

Το «Θ» μίλησε μαζί του και σας τον παρουσιάζει:

Από μικρός στο θέατρο. Πώς η υποκριτική μπήκε στη ζωή σας;

Επειδή πήγαινα από μικρός και έβλεπα θέατρο, έτσι κάπως μπήκε στη ζωή μου. Είχα μια μαμά και έναν μπαμπά που τους άρεσε να βλέπουν θέατρο. Επίσης, οι πολλές θεατρικές ταινίες, που τότε ήταν σε αύξηση, ήταν ένας από τους λόγους για να γίνω ηθοποιός.

Πείτε μας για το ξεκίνημά σας και τη συνεργασία με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.

Όπως θυμάμαι από την εφηβική μου ηλικία, έμαθα τυχαία πως έκανε ακρόαση για να πάρει παιδιά για τις παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη. Έκανα κοπάνες από το σχολείο για κάποιες μέρες, γιατί χρειάζονταν διαδοχικές ακροάσεις. Με πήραν στην πρώτη, στη δεύτερη, στην τρίτη, ήρθε στο τέλος και η ίδια η Βουγιουκλάκη για να διαλέξει τους ηθοποιούς και επέλεξε εμένα. Η εμπειρία ήταν λίγο παραμυθένια, γιατί στο κεφάλι μου ήταν ένας μύθος η Βουγιουκλάκη. Κι έτσι έμεινε, γιατί πέθανε κιόλας εκείνη την περίοδο και δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω αυτό που συνέβαινε.

Ο κωμικός ρόλος είναι συνυφασμένος με το πρόσωπό σας. Σας ενοχλεί αυτό;

Καθόλου, τιμητικό είναι. Μερικοί χωρίζονται σε ηθοποιούς και κωμικούς. Εγώ δε θα αποποιηθώ ένα ταλέντο που έχω, ίσα ίσα που το εκτιμώ και το τιμώ.

Σας ταιριάζει περισσότερο ένας κωμικός ρόλος;

Αυτό δεν μπορώ να το κρίνω εγώ. Σίγουρα έχω μια έφεση στην κωμωδία και σίγουρα η κωμωδία μου πάει.

Γενικά η κωμωδία είναι ένα δύσκολο είδος και δυσεύρετο. Όταν βρίσκεις έναν κωμικό, δύσκολα του προτείνεις κάτι άλλο. Εγώ πιστεύω για τον εαυτό μου ότι μπορώ να παίξω διάφορα είδη θεάτρου, αλλά δεν κόπτομαι κιόλας να αποδεικνύω κάτι σε κάποιον. Το θέμα είναι να κάνω καλές συνεργασίες και να τις χαίρομαι εγώ.

Πώς βλέπετε την ελληνική τηλεόραση σήμερα;

Όπως όλος ο κόσμος, φτωχή. Με λιγότερα προγράμματα, με περισσότερα ξένα προϊόντα. Σημεία των καιρών, αυτή η εποχή είναι η εποχή της επανάληψης και του τούρκικου.

Πώς βλέπετε τα τούρκικα σήριαλ;

Εντάξει, καλές δουλειές κάνανε οι άνθρωποι, τις νοικιάζουνε τα κανάλια και τις βλέπουμε. Δηλαδή, για να κάνεις μια ελληνική παραγωγή, θέλεις υπερβολικά περισσότερα χρήματα από ό,τι να νοικιάσεις μια ξένη. Άρα λογικό είναι μια τέτοια δύσκολη εποχή να παίρνουμε ένα άλλο προϊόν. Κάποτε ήταν βραζιλιάνικα, μετά τα μεξικάνικα και τώρα τα τούρκικα. Νομίζω πως και του χρόνου ένα, δύο ελληνικά θα έχουμε, γιατί δεν πιστεύω πως θα μπορέσουμε για τα επόμενα δύο χρόνια να κάνουμε σειρές, επειδή είναι ακριβές.

Αρκετοί ηθοποιοί παραδέχονται πως οι αμοιβές τους ήταν η αιτία που αφανίστηκαν τα ελληνικά σήριαλ.

Δε μου αρέσει να γενικεύω τα πράγματα και δεν είμαι υπόλογος έναντι των άλλων ηθοποιών. Για να μιλήσω για τον εαυτό μου, το ξεκίνημά μου ήταν παράλληλο με αυτό της κρίσης. Το μερίδιο, πάντως, δεν είναι αποκλειστικά των ηθοποιών, αλλά και των ίδιων των παραγωγών που τους έδιναν τόσα χρήματα. Γιατί, όταν ο άλλος σου πει «σου δίνω 10.000», τι θα πεις εσύ, «φέρε μου 4.000»;

Φταίνε κι αυτοί που πρότειναν σε άσχετους από τη δουλειά να παίζουν σε σήριαλ και να νομίζουν όλοι ότι μπορούν να γίνουν ηθοποιοί.

Πόσο διαφέρει ο Θανάσης της πραγματικότητας από τον Θανάση της τηλεόρασης;

Στην τηλεόραση βλέπετε τους ρόλους που υποδύομαι, δε βλέπετε εμένα. Βέβαια, οι ρόλοι είναι κομμάτια δικά μου, με τη δική μου φαντασία. Ο κάθε ρόλος είναι διαφορετικός, δεν ξέρω ο άλλος τι περιμένει όταν με βλέπει από κοντά. Πάντως, σίγουρα δεν είμαι ο Φώτης, ούτε ο Κωστής. Ούτε είμαι κάποιος με κατάθλιψη, ούτε και κάποιος στριφνός. Δεν είμαι ήρωας, είμαι ένα ευχάριστο παιδί, πιστεύω.

Οι άνθρωποι της τέχνης αυτές τις δύσκολες στιγμές πρέπει να περνούν μηνύματα στον κόσμο;

Εμείς πρέπει να τους διασκεδάζουμε, αλλά τα μηνύματα τα εκλαμβάνει ο καθένας όπως θέλει. Εμείς οφείλουμε να παθιαζόμαστε με αυτό που κάνουμε και να το κοινωνούμε στον κόσμο. Τώρα το πώς θα το πάρει, δε νομίζω πως η τέχνη είναι δεικτική. Δεν πρέπει να δείχνουμε στον άλλον τι να κάνει, εμείς οφείλουμε να του γράφουμε ένα ωραίο παραμύθι που να τον συγκινεί και να τον προβληματίζει.

Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση