Θανάσης Γραμματικός: Από την Καλαμάτα στην Αθήνα και τώρα Κοπεγχάγη

Θανάσης Γραμματικός: Από την Καλαμάτα στην Αθήνα  και τώρα Κοπεγχάγη

 
Ένα δικό μας παιδί μιλά στο «Θάρρος» για την ανάγκη φυγής των νέων Ελλήνων στο εξωτερικό, ως απάντηση στην οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα
 
Του Αντώνη Πετρόγιαννη
 
Ο Νίκος Γκάτσος λέει στο υπέροχο μελοποιημένο ποίημά του: Δεν έχω άγιο για να προσκυνώ/ ούτε καντήλι σ’ άδειο ουρανό/ δεν έχω ήλιο ούτε αστροφεγγιά/ να τραγουδήσω μια πρωτομαγιά/ και δε δακρύζεις ποτέ σου, μάνα μου Ελλάς,/ που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς…
Αδέσποτη οργή; Μάλλον προσωπικά συναισθηματικά αντανακλαστικά για τη συνέντευξη που ακολουθεί, αλλά και έντονη δυσφορία για την πραγματικότητα που κυριαρχεί και έχει να κάνει με την πικρή παραδοχή ότι συνεχώς, κάθε ημέρα, εξωθούνται στη φυγή παιδιά της διπλανής πόρτας, παιδιά τα οποία φεύγουν για να βρουν καλύτερη τύχη σε άλλες χώρες.
Ακόμη πιο πολύ με προβληματίζει η παραδοχή, ότι αυτά τα παιδιά είναι οι ζωντανές δυνατότητες του τόπου, αυτά που διαθέτουν τη μεγαλύτερη διάθεση για αντίσταση και δημιουργική προσπάθεια.
Η χώρα μας, λοιπόν, φτωχαίνει. Όχι μόνο οικονομικώς. Φτωχαίνει σε διάθεση κατανόησης και αλληλεγγύης, καθώς οι καρδιές αργά, αλλά σταθερά, σκληραίνουν.
Ας πιάσουμε, όμως, το νήμα της ιστορίας κάποια χρόνια πριν και μετά θα φτάσουμε στο σήμερα.
Την εποχή των δωσίλογων, των μαυραγοριτών, των χιτών, των γερμανοτσολιάδων, πριν απ’ αυτούς και αρκετά μετά απ’ αυτούς, το καθεστωτικό πολιτικό σύστημα, που τότε λειτουργούσε με Ούλεν και Πάουερ και σήμερα με Siemens και Cosco, διατεινόταν διάφορα για τους ηττημένους. Ένα από αυτά ήταν ότι αν νικούσαν, θα διέλυαν την οικογένεια.
Τώρα, ποιος διέλυσε και διαλύει οικογένειες, το ξέρουν τα καραβάνια των Ελλήνων μεταναστών των αρχών του περασμένου αιώνα. Το ξέρουν καλά τα εκατομμύρια των Ελλήνων προσφύγων των δεκαετιών του ’50 και ’60. Το ξέρουν και τα εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά που σήμερα, τώρα, παίρνουν των ομματιών τους και φεύγουν, αφήνοντας πίσω μανάδες, πατεράδες, φίλους και αδέλφια, ψάχνοντας δουλειά και ελπίδα μακριά από τη ρημαγμένη Ελλάδα, όπως την κατάντησαν οι Ιησουίτες του «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
Κι έτσι κάπου ερχόμαστε στο σήμερα και στη συνέντευξη με τον Θανάση Γραμματικό, ένα δικό μας παιδί που εδώ και κάποιους μήνες ζει και εργάζεται στην Κοπεγχάγη της Δανίας, σε μια τεχνική εταιρεία.
 
-Πώς πήρες την απόφαση να φύγεις από την Ελλάδα;
Σίγουρα δεν ήταν κάτι απλό. Συνετέλεσαν πολλά πράγματα μαζί για να παρθεί μια τέτοια απόφαση, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν ήταν καθόλου εύκολη, όπως μπορεί να καταλάβει ο οποιοσδήποτε. Να δώσεις μια και να σβήσεις για κάποια (;) χρόνια ορισμένα πρόσωπα, αλλά και βιώματα από το καθεμέρα σου, για μένα χρειάστηκε κόπος. Θα έλεγα, όμως, ότι ένα πολλαπλό τέλμα σε πολλούς τομείς της ζωής μου και, κυρίως, στον επαγγελματικό τομέα και στον τομέα της προσωπικής εξέλιξης, ήταν οι κυριότεροι λόγοι.
Είναι πολύ άσχημο να δουλεύεις μόνο για τους άλλους, γνωρίζοντας πως ενεργούν ερήμην σου, και στον εαυτό σου να προσφέρεις μόνο… αέναη υπομονή και ελπίδα για ένα μέλλον που δεν μπορεί κανείς να σου εγγυηθεί.
Προσωπικά, δεν μπορούσα να ζήσω άλλο με αυτούς τους όρους παιχνιδιού. Όταν ξαφνικά ένα πρωί δέχτηκα την πρόταση για να δουλέψω στην Κοπεγχάγη, είπα: Ή τώρα ή ποτέ! Μέσα σε 20 ημέρες τακτοποίησα όλες μου τις εκκρεμότητες, πήρα το αεροπλάνο και έφυγα!
 
-Πόσοι περίπου Έλληνες εργάζονται στην Κοπεγχάγη;
Δε γνωρίζω το επίσημο νούμερο. Ακούω, όμως, ότι υπάρχουν αρκετοί φοιτητές από Ελλάδα, ενώ στην εταιρεία που δουλεύω το 30% είναι Έλληνες.
Ο Έλληνας δουλεύει καλά, έχει τεχνογνωσία και εμπειρία και πληρώνεται λιγότερο από το Δανό! Αυτή είναι η πραγματικότητα.
 
-Τι διαφορές υπάρχουν σε σχέση με την Ελλάδα;
Το κράτος εδώ είναι απόλυτα οργανωμένο σε όλα. Εδώ τη λέξη γραφειοκρατία δεν τη γνωρίζουν. Με το που έφθασα στην Κοπεγχάγη, μέσα σε δύο ώρες είχα τα ίδια δικαιώματα με ένα Δανό.
Θα παραθέσω ένα περιστατικό που έγινε στη δουλειά, για να καταλάβεις ακριβώς ότι δεν έχουν καμία σχέση με εμάς. Στην εταιρεία που εργάζομαι έχουμε ένα Δανό υπάλληλο που βγάζει φωτοτυπίες τα σχέδια και προσελήφθη πριν από τρεις μήνες. Αυτός, λοιπόν, δεν έρχεται συστηματικά στη δουλειά. Δηλαδή, στις δύο εβδομάδες είχε λείψει αδικαιολόγητα 5 μέρες συνολικά.
Μετά από παρέμβαση του διευθυντή του τεχνικού γραφείου προς το τμήμα προσωπικού, τον κάλεσαν επίσημα για να συζητήσουν το θέμα. Αυτό που τον ρώτησαν είναι αν έχει παράπονα από τη δουλειά και μη τυχόν δεν είναι ευχαριστημένος από το εργασιακό του περιβάλλον. Αυτό στην Ελλάδα δε γινόταν ούτε τις «καλές εποχές».
 
-Πώς αντιμετωπίζουν οι Δανοί τους Έλληνες και γενικότερα τους ξένους;
Γενικά, ως λαός είναι πολύ κοινωνικός και ευγενικός. Δεν έχω αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα που είμαι Έλληνας. Το αντίθετο θα έλεγα. Με το που ακούν πως είμαι Έλληνας αρχίζουν να μου μιλούν για την Ελλάδα, για το πού είχαν πάει διακοπές, για το πόσο όμορφη χώρα έχουμε και ότι θέλουν να μας επισκεφθούν πάλι στο μέλλον.
Το μόνο δυσάρεστο που αναφέρουν αφορά στην οικονομική κατάσταση και τις τρομερές καθημερινές δυσκολίες επιβίωσης των κατοίκων.
 
-Τι νοσταλγείς και τι σου λείπει από την πατρίδα;
Δε θέλω να μιλήσω γι’ αυτό. Αυτό που επιθυμώ, όμως, είναι τη στιγμή που η πατρίδα μου θα πάψει να έχει αυτή την αδιέξοδη εικόνα που έχει σήμερα.
 
-Αισιοδοξείς ότι κάποτε θα αλλάξει η κατάσταση στην Ελλάδα;
Η κατάσταση στην Ελλάδα πρέπει να ανατραπεί και όχι να αισιοδοξούμε να αλλάξει. Χρειάζεται να βρεθούν άνθρωποι με όραμα, πολιτικό σθένος, άφθαρτοι, να βγουν μπροστά με στόχο να κάνουν την Ελλάδα ελεύθερη. Αυτή τη στιγμή στη Βουλή των Ελλήνων δεν υπάρχει κανένας τέτοιος. Όσο δεν αναρωτιόμαστε πού ευθύνεται ο καθένας μας, η κρίση θα παρατείνεται και θα βαθαίνει. Η κατανόηση είναι ένας βαθμός πάνω από τη γνώση, είναι μια ευαισθησία βαθύτερη.
 
-Κάτι που δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσεις όταν έφτασες στην Κοπεγχάγη;
Εδώ οι άνθρωποι μυρίζουν καθαριότητα, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και το γεγονός ότι λατρεύουν την αξία του αποτελέσματος.
 
-Θα ήθελες να επιστρέψεις για εργασία στην Ελλάδα;
Θα σου απαντήσω με τους στίχους του Μανώλη Ρασούλη: Αχ Ελλάδα, θα στο πω/ πριν λαλήσεις πετεινό/ δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι. Μ’ εκβιάζεις, μου κολλάς/ σαν το νόθο με πετάς/ μα κι απάνω μου κρεμιέσαι.