Εκδήλωση χθες στο ΔΗΠΕΘΕΚ για τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Γιώργου Τσαγκάρη (φωτογραφίες)


Τη μνήμη του συνθέτη Γιώργου Τσαγκάρη, ο οποίος διετέλεσε διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕΚ, τίμησε ο Δήμος Καλαμάτας χθες το απόγευμα, στο φουαγιέ της Κεντρικής Σκηνής του δημοτικού θεάτρου.
Εκεί, έγιναν και τα αποκαλυπτήρια της προτομής του συνθέτη, την οποία φιλοτέχνησε αφιλοκερδώς η εξαδέλφη του Γ. Τσαγκάρη, γλύπτρια Βιβή Δουατζή – Λάμπρου, ενώ τα έξοδα χυτηρίου κάλυψε η αδελφή του Αθηνά Τσαγκάρη – Βενιζελέα, η οποία και τη δώρισε στο Δήμο Καλαμάτας. Ακολούθησε εκδήλωση – αφιέρωμα στο έργο του.
Συνθέτης και μουσικολόγος, γνώστης και λάτρης της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ο Γιώργος Τσαγκάρης διετέλεσε τη δεκαετία του ’90 διευθυντής του Β’  Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και στη συνέχεια του Τρίτου Προγράμματος. Συνεργάστηκε με θεατρικούς φορείς, γράφοντας μουσική για πάνω από 300 σκηνικά έργα από την αρχαία τραγωδία και κωμωδία έως τη σύγχρονη δραματουργία.
Το 1992 απέσπασε το πρώτο βραβείο στον Παγκόσμιο Διαγωνισμό Σύνθεσης που πραγματοποιήθηκε επ’ ευκαιρία της Ολυμπιάδας της Βαρκελώνης με το συμφωνικό ποίημα «Προμηθέας», υπό τους ήχους του οποίου η Ολυμπιακή Φλόγα εισήλθε στο Στάδιο, ενώ το 1997 βραβεύθηκε στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Είχε διευθύνει κονσέρτα -πλην της Ελλάδας- σε Ισπανία, Πορτογαλία, Ρωσία, Αρμενία, Σλοβενία, Ουζμπεκιστάν, Ιράν, Ισραήλ, Παλαιστίνη, Αζερμπαϊτζάν, ΗΠΑ, Χιλή, Αργεντινή, Βραζιλία, Ουρουγουάη και Γερμανία.
 
«Εφτά θανάσιμα διηγήματα» του Γιώργου Τσαγκάρη
Πήρα τη μεγάλη απόφαση. Έκλεινα ερμητικά τις κουρτίνες ή έσβυνα το φως για ν’ αποφύγω την ηλικία μου αλλά εκείνη πάντα με συναντούσε. Αγόραζα λοιπόν ρούχα για εγκύους ή παιδικές χαρές για ακαθόριστες ηλικίες – ήμαρτον, Θεέ μου, αλλά κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει – οι οιωνοί δεν είναι πάντα ευνοϊκοί αλλά και τι να τους κάνω τους οιωνούς, εγώ να μ’ αγαπήσουν θέλω και μη ζητάτε εξηγήσεις, ένας αλκοολικός του πόνου και λέω αλκοολικός διότι εξόν από εφήμερος είμαι και σπάταλος και διότι όποιος πονά επιμένει με μαεστρία ή χέστηκε για τη συγχώρεση αφού έχει τη θηλιά. Τούτο προς επανόρθωσιν διότι η δοθείσα θεία οικονομία περί των προορισμένων πάσχει, βλέπε Ιούδας ή η κυρα Παναγούλα η μητέρα μου που σύρθηκε 852 μέτρα ακριβώς από νεαρό οδηγό για να συναντήσει έντρομη και καταθρυμματισμένη και -ασφαλώς – νεκρή το θεό της.
Έτσι είπε ο ιερέας αλλά του διέφυγε ότι προς τούτο χρειάστηκε ένας νέος να καταστεί δολοφόνος – έχει λοιπόν τη θηλιά. Βάλτε και την ανοιξιάτικη μπόρα ή την ακαταστασία ενός παιδικού δωματίου, αφού η φαντασία τακτοποιεί καλύτερα, και πότε, αλήθεια, είναι πιο επικίνδυνος ένας άνθρωπος ή αν ξέραμε γιατί σταυρώνουν τα χέρια των νεκρών. Λόγια που δεν καταλάβαμε καθώς περνούσαν τα σύννεφα ή που άλλαζαν νόημα από κάμαρα σε κάμαρα έτσι μείναμε αναποφάσιστοι κι αυτό δεν μας ωφέλησε, ενώ το «ν» μπήκε για λόγους πένθους. Πηγαινοέρχεται η ζωή μας εκκρεμές κι άγνωστο πότε, άγνωστο πού, άγνωστο τι θα σημάνει, προσθέστε και τις μεσολαβήσεις του ακατανόητου. Η παιδική ηλικία φεύγει και σε παίρνει μαζί της, πίσω μένει ένας άλλος να διαχειρισθεί ενήλικα έργα ή τον μαρασμό των εξηγήσεων, από τότε μισώ την ευταξία, μου θυμίζει τα νεκροταφεία με την άψογη ρυμοτομία – οριζοντίως και καθέτως τέμνονται οι νεκροί με ακρίβεια χιλιοστού ενώ κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει εις βάθος, εννοώ τις επεκτατικές κινήσεις και τους εναγκαλισμούς. Εγώ βέβαια ήμουν προνοητικός και την ημέρα που συνοδέψαμε τη μητέρα στο κοιμητήριο – αλλά και αυτό είναι ένα θέμα προς διευκρίνισιν, πώς συνοδεύεις κάποιον που απουσιάζει – γι’ αυτό κι ο πατέρας για ν’ ανταπεξέλθει ξανάγινε παιδί και ζητούσε τα εμβόλιά του, αλλά ας επανέλθω. Την ημέρα που συνοδεύσαμε τη μητέρα στο κοιμητήριο είχα τα μάτια μου καρφωμένα στο κενό κι έτσι δε χαθήκαμε γιατί σήμερα θα  ’μουν δύο φορές ορφανός, κι αυτό με μια ζωή δεν αντέχεται, όπως άλλοτε καλεσμένος σε δείπνο ξεχνούσα να πάρω μαζί και τις οδοντοστοιχίες μου, μικρές αφηρημάδες που σου κοστίζουν δέκα ζωές. Και συχνά ναυαγήσαμε σ’ ένα κουταλάκι έρημο. Εκείνη την ημέρα πάντως, το τραίνο έφυγε σιωπηλά χωρίς να σφυρίξει, χωρίς αποχαιρετισμούς, χωρίς, σχεδόν, επιβάτες σαν το θάνατο ενός αγνοούμενου, σαν κάποια αθωότητα πάνω απ’ την ηλεκτρική καρέκλα, σαν ιδιοτέλεια ντυμένη στα κόκκινα, σαν μια κηδεία χωρίς νεκρό όταν ο ίδιος πρέπει να συνοδέψεις τη σορό σου – έτσι γλυτώνεις και από τους επικήδειους.
Ή επανέρχεσαι στη ζωή σου όπως ξυπνάς από έναν εφιάλτη ή από ένα όνειρο που δε θα τέλειωνε ποτέ. Αν σε ρώταγαν. Κι οι παλιοί ξεχαρβαλωμένοι επαρχιακοί δρόμοι γνώρισαν κάποτε δόξες, σφριγηλούς έρωτες, νεκρικές πομπές, ανατολές φερέλπιδες κι απελπισμένες δύσεις και στρατούς που γύρευαν μια θέση στην Ιστορία με φαντάρους που γύρευαν μια θέση στη ζωή. Ίσως γι’ αυτό διαλέγεις κάποτε ανύπαρκτους δρόμους, όχι δεν αντιδικείς με την πραγματικότητα – κι αλήθεια ποια είναι – είναι που καρφίτσα το ραγισμένο σου σώμα σε καρφιτσώνει σα πεταλούδα σε παιδικό τετράδιο – τι ωραία χρώματα – το πέταγμα που είναι, αγαπητοί, ή το ανεπίδοτον της γύρης, αλλά γιατί αργοπορώ. Έπρεπε να μαζέψω πάλι τα υπάρχοντά μου, κανά δυο ζευγάρια κάλτσες, λίγο τσάι του βουνού, τα τιμαλφή μ’ απεστρέφοντο με ιδιάζουσα επιμονή και τούτο ήταν, προς ώρας, μια ευκολία. Κυρίως έπρεπε ν’ ανακαλύψω έναν καινούριο χάρτη ή να σχεδιάσω έναν δικό μου, όμως ο πατέρας καιρό τώρα ερχόταν στον ύπνο μου σιωπηλός -Πατέρα, του λέω, γιατί τόση απρονοησία, τι έφταιξε, όμως παρέμενε σιωπηλός σαν άγγελος που ξέχασε να τραγουδά και σ’ αφήνει (και πρέπει) να μαντέψεις. Ειρήσθω εν παρόδω οι ωραίες λέξεις το ’χαν σκάσει ή τα τίναξαν στους νεανικούς έρωτες επιπροσθέτως δε κι ενώ ετοιμαζόμουν πυρετωδώς, οι γυναίκες που αγκάλιασα ήλθαν γυμνές και μου ζητούσαν τα ρούχα τους – Μάρτυς μου ο Θεός, λέω, αν ξέρω κάτι, παρ’ ότι δεν υπήρχε χρεία μαρτύρων καθόσον στην περίπτωσή μου άπειροι οίκοι περιθάλψεως πιστοποιούσαν πως κάθε ίχνος του βίου μου ήταν εξοφλημένο και μάλιστα εντόκως. -Μητέρα, είπα, ή γνωρίζετε κάτι περί τούτου ή δώστε μου ένα απ’ τα φορέματά σας επειγόντως. Εις μάτην διότι ως γνωστόν η μητέρα πέθανε και δεν απλώς πέθανε, πεθαίνοντας έχασε την αρτιμέλειά της ώστε στο Κοιμητήριο την αποθέσαμε εν μέρει και κωφάλαλη κι αυτό δεν θα το συγχωρήσω σε κανένα. Τέλος, και χάριν συντομίας, έφτασα στο σιδηροδρομικό σταθμό και περίμενα, παρ’ ότι οι ράγες είχαν ξηλωθεί – το σχέδιο πόλεως μου είπαν άλλαξε- αλλά εγώ επέμενα, όχι, βεβαίως και δε θα συμφωνήσω με τα οφθαλμοφανή.
Εν τω μεταξύ ένας ωραίος ήλιος άρχισε να συνηγορεί καθώς το τοπίο με ράγες ή χωρίς γινόταν πανέμορφο και το σφύριγμα του τραίνου ακούστηκε να πλησιάζει. Καλού – κακού έβαλα στις αποσκευές μου ένα εφημερεύον νοσοκομείο, ένα εξιτήριο χωρίς ημερομηνία και αναχώρησα.