Τα σημάδια της κρίσης και στην Καλαμάτα είναι πολλά, δε χρειάζεται καν καταγραφή. Υπάρχει το βίωμα όλων, για μας ή για τους διπλανούς μας. Και εκτός από τις προσωπικές εμπειρίες ή ιστορίες ανθρώπων γύρω μας που μπορούμε να διηγηθούμε, υπάρχει και η μεγάλη εικόνα. Το μεγάλο κάδρο της γενικής απογοήτευσης και του πεσιμισμού.
Σαν να πλανάται πάνω από αυτή τη χώρα ένα σύννεφο που μας έχει σκεπάσει, μέσα στο οποίο κυριαρχούν μόνο αρνητικά συναισθήματα, που άλλες φορές παραπέμπουν σε κατάθλιψη, άλλες σε οργή και μίσος για κάποιους δίπλα μας.
Είναι γνωστό, άλλωστε, η κρίση έβγαλε στην επιφάνεια συλλογικές συμπεριφορές άγνωστες ως τώρα, που μάλλον έβρισκαν καταφύγιο σε μικρές ή μεγαλύτερες υλικές απολαύσεις. Δανεικές πάντα.
Το σίγουρο είναι πως από αυτό το σύννεφο απουσιάζει οποιοδήποτε ίχνος αισιοδοξίας ή, καλύτερα, προσδοκίας. Εκτός και αν έχει ενός είδους άγνοια κινδύνου ή είναι αιθεροβάμων.
Τις προηγούμενες ημέρες περάσαμε από τα γραφεία του ΟΑΕΔ. Όχι για να μιλήσουμε με ανθρώπους – ανέργους. Θέλαμε να έχουμε μια εικόνα, μια αίσθηση της απελπισίας που πλανιόταν στο χώρο. Από εκεί και πέρα, μέσω κάποιων φίλων, είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε με ανθρώπους που βιώνουν καθημερινά όλα αυτά που περιγράφουν οι επίσημοι αριθμοί και τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, να μιλήσουμε με ανθρώπους που έρχονται καθημερινά σε επαφή με την απελπισία.
Το βίωμα της κρίσης και η οικονομία της ανάγκης
Η Ιωάννα ασφυκτιά, παραμένει στην εργασία της «για να λέω ότι έχω δουλειά, για να μη με πάρει από κάτω…», σχεδόν χωρίς κανένα οικονομικό όφελος, ώσπου φτάνει να την αντιμετωπίζει ως δουλεία. Η φοβία της; «Σε λίγο δε θα μπορώ να προσφέρω πράγματα, γιατί θα έχω κουραστεί…». Είναι μόλις 28 χρόνων. «Είμαστε στην πιο δημιουργική ηλικία μας και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι που μας γεμίζει», παρατηρεί.
Στην οικογένεια της Ελευθερίας, με ένα μικρό παιδί, η ανεργία ήρθε πρώτα στο πρόσωπο του άντρα της πριν αγγίξει και την ίδια. Πέρα από την οικονομική δυσχέρεια, περιγράφει τη σταδιακή απώλεια δυνάμεων και ψυχικών αποθεμάτων: «Δεν μπορούμε να σηκωθούμε το πρωί… που εγώ ξυπνούσα στις 7.30 η ώρα και ήμουν μέχρι το βράδυ στο πόδι […]. Νομίζω ότι έχω εγκλωβιστεί…».
Πικρές παραδοχές
Η ανάγκη για δημιουργία συνθλίβεται στον αγώνα της επιβίωσης: Ο Πέτρος, αρχιτέκτονας, έρχεται αντιμέτωπος με την πικρή παραδοχή ότι «…ο χώρος είναι εμπόρευμα και πρώτα πρέπει να πουλάει…». Δεν αντέχει με αυτούς τους όρους να διατηρήσει ούτε την επαγγελματική του ιδιότητα, αφού του κοστίζει 7.000 ευρώ το χρόνο σε ασφαλιστικές εισφορές και ποικίλους φόρους, όταν δεν υπάρχει δουλειά, και η γυναίκα του, επίσης με διδακτορικό, είναι αμφίβολο αν θα καταφέρει να συνεχίσει να εργάζεται σε αυτό που την καλύπτει. «Νομίζω ότι σήμερα κανείς δεν μπορεί να κάνει σχέδια… για το μέλλον», λέει.
Διαφορετικές επαγγελματικές ομάδες αντιμέτωπες με κρίση συνείδησης. «Και μας υποχρεώνει, διά νόμου πλέον, το σύστημα να γράφουμε τα φτηνότερα φάρμακα που κυκλοφορούν ανεξάρτητα από την αποτελεσματικότητα […]. Τώρα ήρθε καινούργια εγκύκλιος σχετικά με τις εξετάσεις […]. Εγώ πρέπει να σκεφτώ όπως πρέπει, ως επιστήμονας, ως γιατρός […]. Έχω κρίση συνείδησης. Τι να κάνω;» λέει η Ελευθερία, ιατρός.
«Παλεύεις να μην κλείσεις…»: ο Αντρέας, μικρομεσαίος επιχειρηματίας, ξετυλίγει το νήμα μιας αδιέξοδης πολιτικής που έχει γίνει βρόχος. «Μπλέκεις στην ουσία, σε έναν οικονομικό πόλεμο που λες “τι γίνεται τώρα…” και χάνεις τον ύπνο σου επειδή δεν μπορείς να ξεχρεώσεις, ενώ έχεις όλη την καλή διάθεση να το κάνεις…». Έφτασε να πουλήσει το σπίτι του για να στηρίξει την επιχείρησή του…
Τον ύπνο της έχει χάσει και η Χριστίνα, αναπληρώτρια εκπαιδευτικός, λόγω της επερχόμενης απόλυσής της: «Κι αν δε με πάρουν, τι θα κάνω; Είμαι ικανή να δουλέψω ως αναπληρώτρια, αλλά όχι ως μόνιμη; […] Όταν με ρωτάνε τι επαγγέλλομαι, απαντώ “μπαλωματού”. Μπαλώνω τα κενά των μονίμων». Και μιλά για τη ματαίωση: «Δεν έχω, απλά, προσδοκίες, δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μετά από δύο χρόνια. Το μόνο που λέω είναι: “Άντε να βγει και φέτος η χρονιά”. Και είμαι σχεδόν 30…».
Η Ναταλία, παιδαγωγός Ειδικής Αγωγής, νιώθει αστήρικτη από παντού: από τη μια, ένας υλικοτεχνικά ανεπαρκής εργασιακός χώρος και από την άλλη, η αδήριτη πραγματικότητα μιας κοινωνίας που αδυνατεί να στηρίξει τα παιδιά της όταν έχουν ένα μαθησιακό πρόβλημα, ελλείψει και των κατάλληλων δημόσιων δομών.
«Πολλές φορές, όταν συντάσσω τις γνωματεύσεις, έχω απίστευτο δίλημμα, γιατί ξέρω τι πρέπει να προτείνουμε για να βοηθηθεί το παιδί, αλλά ξέρω ότι όλα αυτά πάνε στο βρόντο. Δεν υπάρχει η δυνατότητα οι γονείς να τα πληρώσουν όλα αυτά…».
Αγωνία για το παρόν, αβεβαιότητα για το μέλλον, διάψευση της επιθυμίας για δημιουργία και προσφορά. Υπάρχει κανείς που δεν έχει ζήσει ανάλογες καταστάσεις;
Στρατηγικές επιβίωσης
Η κρίση που γεννάει, από την άλλη πλευρά, και τις στρατηγικές επιβίωσης, όπως αυτές παρουσιάζονται στην ιστορία της Φανής, «υπουργού Οικονομικών του σπιτιού», και του Γιώργου, δύο βιοπαλαιστών που έχουν αναγάγει την οικονομία της ανάγκης σε τέχνη, προκειμένου όχι απλώς να επιβιώσουν με μια σύνταξη 680 ευρώ, αλλά να στηρίξουν και την οικογένεια του παιδιού τους που δυσκολεύεται.
Από την αναλυτική καταγραφή των μηνιαίων τους εξόδων, τόσο τα ψάρια και το κρέας τόσο το ψωμί, η βενζίνη, τα εβδομαδιαία ψώνια, οι λογαριασμοί, δεν προβάλλει απλώς η εικόνα μιας στην κυριολεξία μετρημένης καθημερινότητας, αλλά και ένας τρόπος διαβίωσης που τα βγάζει πέρα χωρίς να δημιουργεί χρέη, τα οποία «θα έτρωγαν» τις ελάχιστες καταθέσεις που έχουν χωρίς να τις πειράζουν, για «μια ώρα ανάγκης» ή για να φύγουν «με αξιοπρέπεια». «Εκτός αν έχουμε κανένα παρατράγουδο, κανένα γιατρό… και ξεφεύγουμε και, τότε, έχουμε ανάγκη κανένα δανεικό… από μια φίλη… που και αυτό αμέσως της το δίνω με το που πληρώνομαι αρχές του μήνα».
Αυτό δε σημαίνει ότι η ζωή τους δεν έχει στερήσεις, η εφευρετικότητά τους αποκαλύπτει κόλπα για να εξοικονομούν κρέας, ρεύμα, ακόμη και το ψωμί και όχι μόνο: «…Τρία χρόνια έχουμε, βρε παιδί μου, να βγούμε έξω: αγορά, λαϊκή, φούρνος, εκκλησία, σπίτι… άντε και καμιά δυο φορές το χρόνο, καμιά γιορτή γείτονα, συγγενή… ούτε για πορτοκαλάδα δεν έχουμε πάει». Ένα δείγμα ανθρώπων που δεν περίμεναν την οικονομική κρίση για να μάθουν να ζουν με αυτήν.
Το άλλο μισό του… φεγγαριού
Τι να πεις απέναντι σε όλα τα παραπάνω; Τίποτα, μόνο πως η ζωή είναι αδιανόητα μεγάλη και εξαιρετικά απρόβλεπτη. Η τράπουλα θα μοιραστεί πολλές πολλές φορές, οι έσχατοι θα γίνουν πρώτοι και θα ξαναγίνουν έσχατοι.
Ασφαλή σχέδια, σίγουρες επενδύσεις δεν υπάρχουν. Η μόνη, συνεπώς, πυξίδα που έχει νόημα να συμβουλεύεται κανείς, είναι το μυαλό του. Όσοι την ακολούθησαν, ακόμα και αν έχασαν, δε χάθηκαν. Όσοι την αγνόησαν, καταδίκασαν τους εαυτούς τους σε «επιτυχημένες» ίσως πλην σκυφτές ζωές.
Ο Ξενοφών -ο αρχαίος εκείνος συγγραφέας- υποκλίνεται μπροστά στον άνδρα που στην πιο δεινή του ώρα διατηρεί τόσο την ψυχραιμία όσο και το χιούμορ του.
Και από την άλλη, εμείς όλοι ευθύνες δεν έχουμε; Καθόλου; Αθώοι του αίματος; Αμέτοχοι του εγκλήματος; Τουρίστες στην ίδια μας τη χώρα; Μετανάστες στην ίδια μας τη ζωή; Καμιά ευθύνη; Πώς γυρίζουν τα γρανάζια της ζωής; Βρες το λάθος. Κάποιους ψηφίσαμε για να φτάσουμε ως εδώ. Βρες το λάθος. Τους πιστέψαμε. Βρες το λάθος. Μπρος στα μάτια μας η αλήθεια κι εμείς εθελοτυφλούσαμε. Στρουθοκαμηλίζαμε. Βρες το λάθος. Με λίγα λόγια… Φταίνε οι πολιτικοί που τα κάνανε σκατά… Φταίμε εμείς που τους το επιτρέψαμε. Που τους το επιτρέπουμε. Ακόμη. Και σ’ αυτό το τελευταίο – κυρίως σ’ αυτό – βρες το λάθος!
Του Αντώνη Πετρόγιαννη